St. Vincent: Ο Μπιλ Μάρεϊ επιστρέφει

Ο Μπιλ Μάρεϊ πρωταγωνιστεί στη διασκεδαστική και συγκινητική ταινία του Θίοντορ Μέλφι, μαζί με ένα πολύ καλό καστ.
St. Vincent: Ο Μπιλ Μάρεϊ επιστρέφει
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Όποιος δεν έχει βαρεθεί να βλέπει τον Μπιλ Μάρεϊ να παίζει τον Μπιλ Μάρεϊ κι αποφασίσει να δώσει μια ευκαιρία στο “St. Vincent” του Θίοντορ Μέλφι, θ' ανακαλύψει ότι ο αγαπημένος κωμικός μπορεί και θα έπρεπε να κάνει περισσότερα με την περσόνα που έχει τυποποιήσει με τα χρόνια. Σταθερά κυνικός, αλλά και αναπάντεχα αλτρουιστής, ο Μάρεϊ δίνει λόγο ύπαρξης σε μια κομεντί που, αν και δεν αποκλίνει ιδιαίτερα απ' όσα προδιαγράφονται στον τίτλο και στα πρώτα λεπτά της, παραμένει ευχάριστη και ζεστή μέχρι το τέλος.

Η υπόθεση

Λίγο πριν την έκδοση του διαζυγίου της, η Μάγκι μετακομίζει με τον γιο της Όλιβερ σε μια μικροαστική γειτονιά της Νέας Υόρκης, δίπλα σ' έναν δύστροπο και τσαπατσούλη γέρο. Υπό το βάρος των αντικειμενικών δυσκολιών της νέας της ζωής, αναγκάζεται να εμπιστευτεί (με το αζημίωτο) τον Βίνσεντ να προσέχει τον Όλιβερ μετά το σχολείο. Ο Βίνσεντ εντάσσει τη νέα του δουλειά στο καθημερινό του πρόγραμμα, το οποίο δεν αρμόζει σ' ένα μικρό παιδί. Για τον Όλιβερ, όμως, που δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον, ο Βίνσεντ είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει...



Η κριτική

Είναι προφανές απ' το πρώτο λεπτό ότι ο ρόλος του Βίνσεντ είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του Μπιλ Μάρεϊ, που συνηθίζει να θριαμβεύει σε τέτοιου είδους ιδιόρρυθμους, μονόχνωτους χαρακτήρες. Η διαφορά στο “St. Vincent” είναι ότι, αν και ο χαρακτήρας ταλαντεύεται μεταξύ δύο φαινομενικά αντικρουόμεων στάσεων, του κυνισμού και του αλτρουισμού, ο Μάρεϊ ισορροπεί μεταξύ τους με τρόπο που κάνει τον Βίνσεντ αληθοφανή και την ιστορία του ενδιαφέρουσα. Βεβαίως, βοηθά και το σενάριο του Μέλφι που ενσωματώνει αθόρυβα τα κλισέ του είδους χωρίς να μας χτυπά στο πρόσωπο με αυτά, ενώ φροντίζει να πάρει μερικές αναπάντεχες στροφές καθ' οδόν για το προδιαγεγραμμένο τέλος, ώστε να μη βαρεθούμε όσο το βλέπουμε να 'ρχεται.

Κι ενώ παρακολουθούμε τον Μάρεϊ να κάνει τα δικά του, ο μικρός Τζέιντεν Λίμπερερ στέκεται δίπλα του εξαιρετικά στο ρόλο του μικρού Όλιβερ, ο οποίος, παγιδευμένος απ' τις συνθήκες δίπλα στον μαγκούφη γέρο, έχει την υπομονή να δει τον “άνθρωπο” που κρύβεται πίσω απ' το τραχύ παρουσιαστικό και την ανένδοτη μισανθρωπία. Εγκλωβισμένος στο καινούργιο, καθολικό του σχολείο, πρέπει να βρει έναν “υποψήφιο άγιο” απ' το περιβάλλον του για την εργασία που του ανέθεσε ο Αδελφός Γκεράτι, ο χιουμορίστας δάσκαλος θρησκευτικών που ερμηνεύει υπέροχα ο Κρις Ο' Ντάουντ.

Η μαμά του, καταρρακωμένη απ' τις δυσκολίες της δουλειάς της, το διαζύγιο και την επικείμενη μάχη για την κηδεμονία, θα ήταν η προφανής επιλογή, αλλά, μουδιασμένη και απορροφημένη στη δυστυχία της όπως είναι, αδυνατεί να περάσει το τεστ. Πάρα πολύ καλή η Μελίσα Μακάρθι, τα καταφέρνει άψογα σ' ένα ρόλο πολύ διαφορετικό απο εκείνον του θυληκού, στρουμπουλού κλόουν που μας έχει συνηθίσει. Η Ναόμι Γουάτς πάλι, κερδίζει τις εντυπώσεις στο δεύτερο μισό, χωρίς να πείθει ιδιαίτερα για ρωσίδα πόρνη, ενώ ο Τέρενς Χάουαρντ ξοδεύεται σε ακόμη μια ταινία χωρίς προφανή λόγο.

Δικαιώνοντας τον τίτλο, ο Μέλφι εστιάζει πάνω στον κεντρικό του χαρακτήρα, ίσως περισσότερο απ' ότι έπρεπε, αφού στην πορεία ανοίγει κάποια μέτωπα τα οποία αφήνει ανοιχτά χωρίς ιδιαίτερες εξηγήσεις. Η πόρνη π.χ. και ο τοκογλύφος είναι καρικατούρες χωρίς ουσιαστική συνεισφορά στα τεκταινόμενα, η πρώτη λόγω τσαπατσούλικης σεναριακής αντιμετώπισης κι ο δεύτερος, επειδή το σενάριο δε μοιάζει να τον χρειάζεται ιδιαίτερα. Αν πάλι, υποτίθεται ότι βλέπουμε όσα συμβαίνουν απ' την οπτική γωνία του μικρού Όλιβερ αυτό δε γίνεται ιδιαίτερα αισθητό, ενώ οι ραγδαίες εξελίξεις στο τρίτο μέρος της ταινίας δεν μας αφήνουν καθόλου χρόνο να “χωνέψουμε” μαζί του τη γνωριμία μας με τον Βίνσεντ και να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα μ' αυτόν.

Παρ' όλ' αυτά, το “St. Vincent” είναι μια συμπαθητική ταινία, με πολύ καλούς πρωταγωνιστές που καταφέρνει το σκοπό της. Να μας διασκεδάσει και να μας συγκινήσει.

Βγαίνουν ακόμη:
Το πολύ ενδιαφέρον δράμα του Πάβελ Παβλικόφσκι “Ida”, η συμπαθητική μαύρη κωμωδία “God's Pocket” με τον Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν στην τελευταία του εμφάνιση, το δυσκολοχώνευτο “Trash” του Στίβεν Ντάλντρι και το υπερβολικά στημένο “Alexander and the Terrible, Horrible, No Good, Very Bad Day”.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v