The Hundred-foot Journey: Κινηματογραφικό Άρλεκιν

Ο Λάσε Χάλστρεμ του "Chocolat" σκηνοθετεί ένα πικάντικο κινηματογραφικό Άρλεκιν, εμποτισμένο με κλισέ και αρώματα ινδικής κουζίνας.
The Hundred-foot Journey: Κινηματογραφικό Άρλεκιν
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Έχουν περάσει 14 ολόκληρα χρόνια απ' την πρώτη φορά που βγήκα από μια κινηματογραφική αίθουσα νιώθοντας “βρώμικος”, θέλοντας να συρθώ κάτω απ' το ντους για να ξεπλύνω, αν γινόταν, αυτό που είχα δει μακριά απ' τη μνήμη μου. Ήταν το “Chocolat” του Λάσε Χάλστρεμ κι η αθωότητά μου είχε χαθεί για πάντα. Ο καιρός πέρασε και, παρά την ύπαρξη του Χάρη Ρώμα, νόμιζα πως το είχα ξεπεράσει. Το σινεμά όμως, όπως άλλωστε κι η μαγειρική, έχει τη δυνατότητα να ξυπνά μέσα μας μνήμες που έχουν αποκοιμηθεί προ πολλού κι έτσι σήμερα, όπως ο πρωταγωνιστής του “The Hundred-foot Journey” θυμάται τη ζεστασιά του πατρικού του μέσα από μια κουταλιά γκάρα μασάλα, βγήκα κι εγώ απ' την αίθουσα με το ίδιο εκείνο “μιαρό” συναίσθημα, αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου. Κι αυτή είναι η μαγεία του κινηματογράφου!

Η υπόθεση

Μια οικογένεια ινδών εστιατόρων, πολιτικών προσφύγων (;) που έχουν μόλις χάσει τη μητέρα και την επιχείρησή τους, βρίσκεται εγκλωβισμένη, από ένα γύρισμα της τύχης, σ' ένα μικρό γαλλικό χωριό. Εκεί, ο πεισματάρης πατέρας αποφασίζει ν' ανοίξει ινδικό εστιατόριο απέναντι απ' το πολυβραβευμένο γκουρμεδάδικο της Μαντάμ Μαλορί. Η κόντρα των γεύσεων και των πολιτισμών γεννά προβλήματα καινοφανή για τη μικρή κοινωνία του Σεντ Αντονέν, αλλά στην πορεία όλοι καταλαβαίνουν πως μπορούμε να συνυπάρχουμε και να γινόμαστε καλύτεροι χωρίς, απαραίτητα, ν' αλλάζουμε...



Η κριτική

Τι να κάνουμε; Ζούμε την εποχή της μυθοποίησης της μαγειρικής, των σεφ και των τοπικών προϊόντων και της επινόησης, κατ' επέκταση, μιας ανανεωμένης εκδοχής της βιομηχανίας του θεάματος. Ο νέος μύθος θέλει τον πολιτισμό να περνά απ' τον ουρανίσκο και το στομάχι και την κουλτούρα του φαγητού ν' αποτελεί την κολυμπήθρα μέσα στην οποία, ότι πολιτισμικό ζήτημα κι αν βουτήξεις, λύνεται ως διά μαγείας. Ελπίζοντας λοιπόν, ότι τα “παληκάρια” της ΧΑ θα βλέπουν “Σκαρμούτσο εναντίον Λαζάρου” φέτος το χειμώνα, θα σχολιάσω την ταινία του Χάλστρεμ με γνώμονα την περιρρέουσα τάση την οποία αποπειράται να εκμεταλλευτεί.

Η οικογένεια Καντάμ δεν είναι μια τυπική οικογένεια προσφύγων. Εύπορη και δεμένη, καταφθάνει στη Γαλλία, απ' την Ινδία, για να βρει την τύχη της στον τομέα που ξέρει καλά, εκείνον του φαγητού. Απούσας της δολοφονημένης μητέρας, ο πατέρας λαμβάνει μόνος του τις σημαντικές αποφάσεις και, με το πείσμα που τον διακρίνει, κάνει την επιλογή που αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για έναν δεινό επιχειρηματία όπως αυτός. Αντί για το Παρίσι, στήνει το φαγάδικό του, σ' ένα γαλλικό χωριό απέναντι από ένα εστιατόριο σύμβολο της υψηλών στάνταρ ευρωπαϊκής κουζίνας. Στο παλιομοδίτικο, χαμηλών τόνων ύφος του νέου του αντιπάλου, αντιτάσσει μια θορυβώδη, τουριστική εκδοχή της παραδοσιακής αισθητικής του τόπου του. Το αποτέλεσμα, η κόντρα μεταξύ επιχειρήσεων, αλλά και χαρακτήρων, να φουντώσει σε επίπεδα παραλογισμού και αθέμιτου ανταγωνισμού. Την ίδια ώρα, που ο γιος του και αρχιμάγειρας επιδίδεται σ' ένα αμοιβαίο φλερτ με τη νεαρή βοηθό-σεφ της κυρίας Μαλορί...

Μέχρι εδώ, όλα καλά. Το τραπέζι έχει στρωθεί για ένα γεύμα διαπολιτισμικής κωμωδίας με προβλέψιμη εξέλιξη, έρωτες, πείσματα, μουσικομαγειρέματα και λυτρωτική για τους χαρακτήρες και τους θεατές κατάληξη. Όμως οι δημιουργοί δεν αρκούνται στη δοκιμασμένη συνταγή κι έτσι, σαν αρχάριοι ταβερνιάρηδες, ρίχνουν στη σούπα τους ότι υλικό βρίσκουν διαθέσιμο. Το αποκορύφωμα; Η επίθεση των εθνικιστών του χωριού στο ινδικό εστιατόριο το βράδυ της γαλλικής εθνικής εορτής, επειδή ο ρατσιστής σεφ του υπεργαμάτου εστιατορίου οσμίζεται στη μυρωδιά του κάρι την διάλυση της εθνικής του ταυτότητας απ' τους ινδούς εισβολείς... Κλισέ πάνω σε κλισέ πάνω σε κλισέ, πολιτισμικά, πολιτικά και αφηγηματικά μέχρι που οι χαρακτήρες και οι πράξεις τους δε βγάζουν πια κανένα νόημα πέρα απ' την αποθέωση της γαστριμαγικής απόλαυσης ως μητέρας των απολαύσεων και της “πραγματικής ευτυχίας” κι ως απορρυπαντικό που καθαρίζει κάθε πολιτισμικό λεκέ απ' το ολόλευκο σεντόνι της “πολιτισμένης” κοινωνίας μας.

Εντάξει, μπορεί για κάποιον το “θετικό μήνυμα” να είναι καλύτερο απ' το καθόλου μήνυμα ή ακόμη-ακόμη, ένα καλοσερβιρισμένο ψέμα που σε κάνει να νιώθεις καλά να έχει τον ίδιο μηδενικό αντίκτυπο με μια αλήθεια ξεροσφύρι που σε κάνει να νιώθεις χάλια. Άσχετα από τα άπειρα αφηγηματικά της ελαττώματα, τις τρύπες και τις ευκολίες, η ταινία του Χάλστρεμ εστιάζει σε κάτι που όλοι θέλουμε ν' αποτελούμε κοινωνούς του, την ανανεωμένη κουλτούρα του φαγητού που θέλει τους δυο εχθρούς, το παραδοσιακό με το μοντέρνο, να αγκαλιάζονται και να μετασχηματίζονται σε κάτι πιο εξελισσόμενο και πιο ευπώλητο από ποτέ. Όμως το κάνει με τρόπο που δεν είναι καν δημαγωγικός. Είναι διαφημιστικός και απευθύνεται σε καταναλωτές εικόνων περισσότερο παρά σε αποδέκτες μιας, απλοϊκής έστω, αφήγησης.

Το “έγκλημα” των δημιουργών είναι ότι, μ' αυτόν τον τρόπο, υποβαθμίζουν το ίδιο το ζήτημα που επιχειρούν να θέσουν στο φόντο της ιστορίας τους, εμμένοντας στην εντύπωση ότι ένα καλό μπιφ μπουργκινιόν (που γίνεται καλύτερο από μια πρέζα π.χ. κουρκουμά) αποτελεί την τέλεια αναλογία για τη λύση του προβλήματος που ταλανίζει την Ευρώπη εδώ και χρόνια και πιθανότατα θα συνεχίσει να την ταλανίζει όσες φορές κι αν οι απανταχού “ντόπιοι” δοκιμάσουν ιντερνάσιοναλ φαΐ. Όχι κύριοι, δεν αντιμετωπίζεις τον ρατσισμό με φιούζιον κουζίνα ούτε νουθετείς κανέναν θεατή με κινηματογραφικά άρλεκιν σαν το “The Hundred-foot Journey”.

Βγαίνουν ακόμη:
Το συμπαθητικό πολιτικό θρίλερ “'71”, το αγιογραφικό “Get On Up” για τη ζωή του Τζέιμς Μπράουν, το “στημένο” ιταλικό δράμα “Il Capitale Humano”, το υπερφίαλο γαλλικό αστυνομικό θρίλερ “Mea Culpa”, η ταινία επιστημονικής φαντασίας “Mindscape”, το θρίλερ τρόμου “Annabelle” και η ταινία κινουμένων σχεδίων “The Boxtrolls”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v