The Good Lie: Τρυφερή ματιά στην σύγχρονη προσφυγιά

Ο Φιλίπ Φαλαρντό, μετά τον υπέροχο "Κύριο Λαζάρ" σκηνοθετεί με σεβασμό και τρυφερότητα ένα δράμα για μια παρέα προσφύγων από το Σουδάν.
The Good Lie: Τρυφερή ματιά στην σύγχρονη προσφυγιά
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Μετά τον υπέροχο “Κύριο Λαζάρ”, ο Φιλίπ Φαλαρντό επιστρέφει με μια ταινία για τα “χαμένα παιδιά” του σουδανέζικου εμφυλίου, υποβοηθούμενος από αμερικάνικα χρήματα και τη Ρις Γουέδερσπουν στο ρόλο του “κράχτη”. Το “The Good Lie” είναι το οδοιπορικό μιας παρέας ορφανών παιδιών απ' το διαλυμένο χωριό τους μέχρι την εγκατάστασή τους στις ΗΠΑ, μια συγκινητική ιστορία δοσμένη απλά, με μπόλικες ευκολίες μεν, αλλά και σεβασμό στους κεντρικούς χαρακτήρες και το πολύ πραγματικό δράμα τους.

Η υπόθεση

Τέσσερα παιδιά, με αρχηγό τον μεγαλύτερό τους Θίο, περπατούν απ' τη μία άκρη του Σουδάν προς την άλλη, κυνηγημένοι απ' τα δεινά του εμφυλίου. Στο δρόμο η παρέα μεγαλώνει, ώσπου ο Θίο συλλαμβάνεται και ο κλήρος του ηγέτη πέφτει στον αδερφό του Μαμέρ. Χρόνια μετά, ο Μαμέρ, η αδερφή του Αμπιτάλ και οι συνοδοιπόροι τους Τζερεμάια και Πολ, μεταφέρονται στις ΗΠΑ για να χτίσουν μια νέα ζωή. Οι δυσκολίες στη νέα τους πατρίδα είναι μεγάλες κι ο νέος χωρισμός των αγοριών απ' την αγαπημένη τους αδερφή δυσχεραίνει την προσπάθειά τους να προσαρμοστούν...



Η κριτική

“Τα χαμένα παιδιά” είναι τα ορφανά του Σουδάν που, αφού επέζησαν περνώντας διά πυρός και σιδήρου, βρέθηκαν στοιβαγμένα σε αχανείς καταυλισμούς προσφύγων περιμένοντας κάτι που κανείς δεν μπορούσε να τους υποσχεθεί, την ευκαιρία σε μια καλύτερη, ειρηνική έστω, ζωή.

Ο Φαλαρντό ξοδεύει το πρώτο μέρος της ταινίας του για να σκιαγραφήσει τη φρίκη απ' την οποία ξεφεύγουν οι πρωταγωνιστές του, αλλά και το τίμημα του ξεριζωμού τους, τίμημα που είναι αντίστοιχο για οποιονδήποτε εκδιώκεται με τη βία απ' τον τόπο που αποκαλεί “σπίτι”. Αποφεύγοντας τις υπερβολές, αποδίδει εξαιρετικά τη θανατερή ατμόσφαιρα που καθιστά τη φυγή κάθε λογικού, άοπλου ανθρώπου επιτακτική ενώ, παράλληλα, φροντίζει να μας υπενθυμίζει ότι μαζί με την αθωότητα χάνεται σταδιακά, για τους πρόσφυγες, και η αίσθηση του ανήκειν. Στην απελπισία της κατάστασης, δεν ξεχνά να αντιπαραβάλλει την ελπίδα, η οποία φωλιάζει στη θέληση των παιδιών να επιζήσουν και να το κάνουν σαν οικογένεια, ασχέτως δεσμών φυλής ή αίματος.

Οι πρωταγωνιστές του εδώ, μια χούφτα παιδιά που ίσως να μην έχουν ξαναπαίξει ποτέ τους, κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο με τις ερμηνείες τους και βγάζουν ασπροπρόσωπο τον σκηνοθέτη για την επιλογή και, πιθανόν, την καθοδήγησή του. Όταν το σενάριο πηδάει μπροστά στο χρόνο, στο πέρας των δεκατριών ετών απ' τη μέρα που φτάνουν στον καταυλισμό, δίνουν τη σκυτάλη στους ενήλικους συναδέλφους τους για να τραβήξουν το δεύτερο μέρος της περιπέτειας, την καινούργια αρχή στο Κάνσας Σίτι των ΗΠΑ. Με την κάμερα του Φαλαρντό διαρκώς επάνω τους και την χαμηλών τόνων συνδρομή των δύο εξαιρετικών συμπρωταγωνιστών τους, της Ρις Γουίδερσπουν και του Κόρι Στολ, οι τέσσερις νεαροί ηθοποιοί (ένας βρετανός, αλλά και τρεις σουδανοί, παιδιά του εμφυλίου κι οι ίδιοι με τραυματικές προσωπικές εμπειρίες) καταφέρνουν να ξεπεράσουν τις ευκολίες του σεναρίου και να μας συγκινήσουν κουβαλώντας την εμπειρία των χαρακτήρων τους σε κάθε σκηνή.

Η Αμερική αποδεικνύεται, εκτός από τεράστιο πολιτισμικό σοκ, ένα μίγμα φιλόξενου και αφιλόξενου τόπου και οι άνθρωποί της κλειστοί στον εαυτό τους και στον ρόλο που έχουν αναλάβει. Όσα για τους πρόσφυγές μας μοιάζουν απλά, εδώ δεν είναι καθόλου κι έτσι μένουν πάλι μόνοι να στηρίξουν ο ένας τον άλλο στις διαφορετικές φιλοδοξίες του για τη νέα τους ζωή. Ο χωρισμός με την Αμπιτάλ διαταράσσει τις ισορροπίες ανάμεσά τους, τους δίνει όμως κι έναν κοινό σκοπό, όπως τότε που βρέθηκαν να περπατούν μαζί μακριά απ' το θάνατο. Ο Φαλαρντό χρησιμοποιεί εδώ τη Γουίδερσπουν και τον Στολ, όχι σαν καλούς, ενοχικούς λευκούς που πατρονάρουν τους άμοιρους σουδανούς προς την επιτυχία, αλλά σαν καθημερινούς ανθρώπους που, παρά την απομόνωσή τους, έχουν ακόμη τη δυνατότητα να συμπάσχουν και να δίνουν ένα χέρι βοήθειας. Η παρουσία τους είναι διακριτική και η, αναμενόμενη μάλλον, επιτυχία των παρεμβάσεών τους παρουσιάζεται χωρίς έντονες θριαμβολογικές κορυφώσεις.

Το “The Good Lie” είναι ένα δράμα φτιαγμένο για να μας κάνει να νιώσουμε όμορφα με τους χαρακτήρες, όσο και να αισθανθούμε άβολα με την περιπέτειά τους και όσα μαθαίνουμε απ' αυτήν. Το πετυχαίνει χωρίς να αποφεύγει τις συμβάσεις, αλλά προσεγγίζοντας το θέμα του με σεβασμό και τρυφερότητα.

Βγαίνουν ακόμη:
Η μέτρια, στερεοτυπική περιπέτεια φαντασίας “Dracula Untold”, το νορβηγικό δράμα “Blind”, η κακή ρομαντική κομεντί “What If” και η νεανική περιπέτεια “The Giver”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v