The Grandmaster: Ο Wong Kar-wai επιστρέφει με kung fu

Η νέα ταινία του «μαέστρου» Wong Kar-wai διαθέτει άψογο στιλ και πολλή ουσία, αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν μας επιτρέπει να απορροφηθούμε από την δύναμή της.
The Grandmaster: Ο Wong Kar-wai επιστρέφει με kung fu
του Λουκά Τσουκνίδα

Έξι χρόνια μετά το αμερικάνικο “My Blueberry Nights”, ο Γουόνγκ Καρ-βάι επιστρέφει στις σκοτεινές αίθουσές μας με ένα κινέζικο έπος πολεμικών τεχνών που, αν και φέρνει στο νου όσα έχουμε δει με τα κιλά μετά το “Τίγρης και Δράκος” του Ανγκ Λι, δε θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικό. Δυστυχώς, η “κομμένη” εκδοχή (η αρχική ήταν τετράωρη) της προσωπικής ιστορίας του μυθικού Ιπ Μαν, δασκάλου του Μπρους Λι, την οποία καλούμαστε να δούμε, αδικεί την κινηματογραφική μαστοριά του σκηνοθέτη και αποτυγχάνει να μας συστήσει ουσιαστικά την προσωπικότητα που αποπειράται να απεικονίσει. Τουλάχιστον, διαθέτει καλό ξύλο.

Η υπόθεση

Βρισκόμαστε στη δεκαετία του '30, στην πόλη Φοσάν της Νότιας Κίνας. Ο Ιπ Μαν, οικογενειάρχης και άριστος γνώστης μιας απ' τις πολλές τεχνικές του κουνγκ-φου, καλείται να αντιμετωπίσει τον αποχωρούντα απ' την ενεργό δράση δάσκαλο Γκονγκ στην αποχαιρετιστήρια τελετή του, σε μια φιλική αναμέτρηση. Την ώρα που κερδίζει την εκτίμηση του σοφού δασκάλου, αλλά και της μονάκριβης κόρης του, οι Ιάπωνες έχουν εισβάλλει στον Βορρά και προελαύνουν προς το Νότο. Σύντομα, η κατοχή θα αλλάξει τις ισορροπίες και στην ζωή του Ιπ Μαν θα έρθουν τα πάνω-κάτω. Χρόνια αργότερα, μόνος πια και χωρίς περιουσία, θα βρεθεί στο Χονγκ-Κονγκ όπου θα προσπαθήσει να βιοποριστεί διδάσκοντας την τέχνη του. Εκεί θα συναντήσει μια παλιά του γνώριμη...



Η κριτική

Προσπάθησα πολύ ώστε η παραπάνω περίληψη να δίνει την αίσθηση ότι η ταινία αποτελεί μια τυπική αφήγηση και ίσως η 4ωρη εκδοχή της να είναι ακριβώς αυτό, με τις “καρβαϊ-κές” σκηνές να προσδίδουν στο δράμα τον πολυεπίπεδο, όσο και λυρικό χαρακτήρα που ο κινέζος δημιουργός έχει πατεντάρει και να χαλαρώνουν λίγο το ρυθμό μετά τις καταιγιστικές σκηνές δημιουργικού ξύλου. Μέχρι να βγει το DVD όμως, αυτό που έχουμε είναι ένα δίωρο συνονθύλευμα των παραπάνω, με σφήνες από ένα μάτσο στομφώδεις σκηνές που ξεχνάμε αμέσως και μπόνους έναν τουλάχιστον χαρακτήρα που δε συνδέεται με κανέναν τρόπο με όλα τα υπόλοιπα, εκτός από μία, υπερβολικά σύντομη συνάντηση με την πρωταγωνίστρια.

Παρ' όλ' αυτά, οφείλω να παραδεχτώ ότι ο Καρ-βάι ακροβατεί ανάμεσα στην ποζεριά και στην ουσία με εκπληκτική άνεση, καταφέρνοντας τις περισσότερες φορές να προσγειώνεται στην πλευρά της δεύτερης, δίνοντάς μας εν τω μεταξύ μερικές βαρβάτες δόσεις καλοφτιαγμένου σινεμά. Η προσεκτική προσέγγισή του στον λυρισμό, η έμφαση στους χαρακτήρες και τις μεταξύ τους εντάσεις αντί για τη σαπουνοπερίστικη διόγκωση των συναισθημάτων και η εκπληκτική χρήση της φωτογραφίας και του μοντάζ, όχι μόνο στις απολαυστικές σκηνές πολεμικών τεχνών, αλλά και στις υπόλοιπες, συναισθηματικά φορτισμένες “αναμετρήσεις”, κάνουν την ταινία του ενδιαφέρουσα κι όχι μόνο οπτικά.

Όμως ο κατακερματισμός της ιστορίας του σε μεγαλόσχημα κεφάλαια, ουσιαστικά ασύνδετα μεταξύ τους και η προσπάθεια να αντικαταστήσει ότι έχει “κοπεί” μέσω της εκτός πλάνου αφήγησης και των καρτών, καθώς και η σχετικά “χαλαρή” σχέση όλων αυτών με τη ζωή του Ιπ Μαν, η οποία θεωρούμε ότι είναι το ζητούμενο, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στον θεατή να απορροφηθεί από αυτό που βλέπει. Με λίγα λόγια, το ενδιαφέρον χάνεται από ένα σημείο και μετά και η τρίτη πράξη δεν προκαλεί την κλιμάκωση των συναισθημάτων που ίσως ήθελε ο Καρ-βάι επειδή, απλούστατα, δεν έχει προετοιμαστεί το έδαφος για κάτι τέτοιο.

Ο Τόνι Λιουνγκ είναι εξαιρετικός στον κεντρικό ρόλο, χωρίς βέβαια να σώζει την ταινία απ' τα ελαττώματά της, ενώ η Ζανγκ Ζιγί παίζει κάπως στον “αυτόματο πιλότο”, χωρίς να απομακρύνεται καθόλου από τις πιο γνώριμες ερμηνείες της. Το υπόλοιπο καστ μοιάζει σαν ένα σύνολο πολύ καλών ηθοποιών, νέων και βετεράνων, αλλά στο τέλος βγαίνει εξαιρετικά αδικημένο από μια ιστορία που φτιάχτηκε για να εστιάζει σε δύο ανθρώπους εν μέσω μιας προσχηματικής ενασχόλησης με το ιστορικό πλαίσιο και τις ποικίλες παραδόσεις των κινέζικων πολεμικών τεχνών.

Το “The Grandmaster” είναι μια όμορφη καταστροφή, που στο τέλος δε βγάζει νόημα ούτε καν ο τίτλος της.

Βγαίνουν ακόμη:
Το μετριότατο αισθηματικό δράμα, με δόσεις μυστηρίου, “The Best Offer” του Τζιουζέπε Τορνατόρε, η γελοία εφηβική ταινία δράσης “Percy Jackson: Sea of Monsters”, η θλιβερή γαλλική κωμωδία “The Brats”, το ντοκιμαντέρ “Dancing Dreams” και... “Τα Στρουμφάκια Νο2”. . .

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v