Mud: Μια από τις καλύτερες ταινίες της φετινής σεζόν

Μία από τις καλύτερες ταινίες της φετινής σεζόν, το Mud στηρίζεται στο καλογραμμένο του σενάριο και τις εξαιρετικές ερμηνείες όλου του καστ.
Mud: Μια από τις καλύτερες ταινίες της φετινής σεζόν
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Μετά το αναπάντεχο “Shotgun Stories” και το εξαιρετικό “Take Shelter”, ο Τζεφ Νίκολς επιστρέφει στα βάθη της πολιτείας του Άρκανσο για να στήσει ακόμη μια ιστορία ενηλικίωσης και περάσματος απ' την υποκειμενική στην αντικειμενική επίγνωση του κόσμου. Κι αν το “Mud” αποδεικνύεται πιο συμβατικό απ' τις δυο προηγούμενες ταινίες του, δε χάνει καθόλου σε ατμόσφαιρα, ερμηνείες και ρυθμό, ούτε και στην καθαρότητα των χαρακτήρων που είναι συνυφασμένοι με το περιβάλλον τους, αλλά μοιάζουν διαρκώς ικανοί να υπερβούν τα δεσμά που τους έχει επιβάλλει. Ή, τουλάχιστον, να προσπαθήσουν.

Η υπόθεση

Ο μικρός Έλις ζει με τον ψαρά πατέρα του και τη μητέρα του σ' ένα πλωτό σπίτι στο ποτάμι. Ο καλύτερός του φίλος, ο Νέκμποουν, ζει με τον βουτηχτή θείο του σ' ένα τροχόσπιτο στην διπλανή κωμόπολη. Μια μέρα, οι δυο τους, πηγαίνουν κρυφά ως το απέναντι νησάκι όπου έχουν μάθει πως μια βάρκα έχει κολλήσει επάνω σε ένα δέντρο μετά την τελευταία θεομηνία. Όταν φτάνουν όμως για να εγκατασταθούν στο νέο κρυσφήγετό τους ανακαλύπτουν ότι ήρθαν δεύτεροι. Ο Μαντ, ένας παλιός κάτοικος του ποταμού και νυν φυγάς, τους πλησιάζει και ζητά τη βοήθειά τους. Παρά τις επιφυλάξεις του Νέκμποουν, ο Έλις δέχεται κι η πρώτη μεγάλη περιπέτεια της ζωής τους αρχίζει...



Η κριτική


Μέσα σ' ένα σκηνικό που γνωρίζει άριστα, ο Νίκολς δε θα μπορούσε να χαθεί κι έτσι με την κάμερά του στο χέρι μας ξεναγεί στα άδυτα των τελευταίων πλωτών οικισμών, στο περιθώριο του περιθωρίου δηλαδή, αφού η κοντινή κωμόπολη δεν είναι και υπόδειγμα ημιαστικού κέντρου. Οι δυο πιτσιρίκοι, γνήσια τέκνα αυτού του περιθωρίου και μεγαλωμένοι από ανθρώπους οι οποίοι ζουν απ' το ποτάμι, είναι δυο χαρακτήρες συμπληρωματικοί μεταξύ τους.

Ο Έλις είναι χαρισματικός, αυθόρμητος και ατρόμητος, φτιαγμένος για ν' ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει, ενώ ο Νέκμποουν συγκρατημένος και λογικός, συνειδητοποιεί θαρρείς τα όριά του και δε σκοπεύει να τα επιμηκύνει. Ο Έλις έχει οικογένεια που, με τα όποια προβλήματά της, αποτελεί μια βάση όπου πατά για να αντλήσει τη σιγουριά του και μια σταθερά την οποία μπορεί ν' αμφισβητήσει. Ο Νέκμποουν γνωρίζει πώς είναι να είσαι μόνος σου στον κόσμο κι εκτιμά τη σταθερότητα που του δίνει ο θείος του. Ο Μαντ γοητεύει τον πρώτο και προβληματίζει τον δεύτερο. Του θυμίζουν τον εαυτό του, τους λέει, πριν τους μπλέξει στα δικά του προβλήματα.

Σ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο Έλις κινείται στη σκιά της επερχόμενης πρώτης μεγάλης αλλαγής της ζωής του. Τα σπίτια στο ποτάμι θα γκρεμιστούν για υγειονομικούς λόγους κι η οικογένειά του θα πρέπει να μετακομίσει στην κωμόπολη. Ανάμεσα στον πατέρα του που φοβάται την αλλαγή και στη μητέρα του που την επιζητά, ο μικρός αμφιταλαντεύεται ισορροπώντας την περίεργη, περιπετειώδη φύση του με την αγάπη του για το μέρος που μεγάλωσε και γνωρίζει τόσο καλά. Στο ποτάμι, στον μικρόκοσμό του, είναι κύριος του εαυτού του, η πόλη όμως είναι άλλο καπέλο και το ξέρει. Φοβάται, με τον τρόπο του, ότι όσα γνωρίζει δεν πιάνουν έξω από εκεί.

Αυτός είναι ο χαρακτήρας στον οποίο ο Νίκολς εστιάζει όσο προχωρά η ταινία, βάζοντας τον Νέκμποουν στο φόντο της σχέσης που αναπτύσσει ο Έλις με τον Μαντ. Ο καινούργιος τους φίλος μεγάλωσε μόνος του στο δάσος, φτιάχνοντας τον κόσμο στα μέτρα του, χωρίς τη διάθεση ή την ικανότητα ν' αλλάξει σκοπιά όταν θα έβγαινε από εκεί. Δεν προσαρμόστηκε ποτέ και να που γύρισε στα γνώριμά του μέρη, με τα φυλαχτά και τη μοναξιά του, ελπίζοντας η κοπέλα που αγαπά να τον ακολουθήσει στο παραμύθι που προσπαθεί διαρκώς να υφάνει για τους δυο τους. Ο Έλις είναι το ίδιο αγνός στις προθέσεις και την οπτική του, αλλά η αφέλειά του πάει με την ηλικία του και δεν είναι επιλογή ή στάση ζωής. Με λίγα λόγια, έχει όλα τα φόντα να μη γίνει ο Μαντ και πλέον έχει και το αντιπαράδειγμα.

Το σενάριο του Νίκολς περιλαμβάνει κι άλλα πολλά, ενδιαφέροντες περιφερειακούς χαρακτήρες που υπογραμμίζουν τις πράξεις και τις επιλογές των πρωταγωνιστών και μια πλοκή που, αντίθετα με τη στοιχειωτική αδράνεια του “Shotgun Stories”, εξελίσσεται ραγδαία προς ένα ξεκάθαρο τέλος τοποθετώντας μας βίαια στη θέση του θεατή, πάνω που ίσως και να μπαίναμε στα παπούτσια των ηρώων. Αν αυτή η πιο συμβατική επιλογή του έχει να κάνει με τη δική του εξέλιξη ως σεναριογράφος ή με μια συνειδητή επιλογή να στήσει ένα πιο προσιτό στο ευρύ κοινό μύθο, απ' τους δυο προηγούμενους, δεν μπορώ να ξέρω.

Για ακόμη μία φορά πάντως, τον δικαιώνει το καστ. Ο Μάθιου Μακόνεχι είναι εξαιρετικός στο ρόλο του Μαντ και παρά την καλογυμνασμένη φιγούρα του πείθει ως περιφερόμενος αντιήρωας που ψάχνει μάταια για μια σταθερά, είτε αυτή είναι η γυναίκα που δεν έπαψε ποτέ να αγαπά είτε ο πατέρας που του έλειψε μικρός. Την παράσταση όμως κερδίζει ασυζητητί ο Τάι Σέρινταν στο ρόλο του Έλις, ένας μικρός που καταλαμβάνει κάθε πτυχή του χαρακτήρα του και τον κάνει αξιομνημόνευτο, απογειώνοντας τη γραφή του Νίκολς. Οι υπόλοιποι, απ' την Ρις Γουίδερσπουν, τον Σαμ Σέπαρντ και τον έτερο μικρό Τζέικομπ Λόφλαντ, έως τον σταθερό συνεργάτη του Νίκολς, Μάικλ Σάνον, δεν υστερούν σε τίποτα, όσο κι αν οι ρόλοι τους είναι σχετικά μικροί.

Το “Mud” είναι μια απ' τις καλύτερες ταινίες της φετινής σεζόν.

Βγαίνουν ακόμη:

Η μέτρια κωμική περιπέτεια “Red 2”, η γαλλική κωμωδία “Populaire”, το βιογραφικό δράμα “A Green Story”, το ντοκιμαντέρ “Ανακυκλώνοντας τη Μήδεια” και η ταινία κινουμένων σχεδίων “Turbo”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v