Περαίωση: «Φόρος» τιμής στην αστυνομική λογοτεχνία

Το δεύτερο μυθιστόρημα της "Τριλογίας της Κρίσεως" του Πέτρου Μάρκαρη αποτελεί ένα λογοτεχνικό έργο… κρίσης ανάμεσα στο καθήκον και τη συνείδηση που βάζει αμέσως τον αναγνώστη στο κλίμα της αστυνομικής λογοτεχνίας που σέβεται τον εαυτό της.
Περαίωση: «Φόρος» τιμής στην αστυνομική λογοτεχνία
Όποιος διαβάσει για πρώτη φορά Μάρκαρη, όποιος δηλαδή διαβάσει την “Περαίωση” ως πρώτη επαφή με το μαρκαρικό corpus, θα ευχαριστηθεί την ανάγνωση και θα μπει στο κλίμα της αστυνομικής λογοτεχνίας που σέβεται τον εαυτό της. Και μ’ αυτό εννοώ ότι ο συγγραφέας στήνει μια πλοκή όπου η διαδοχή των γεγονότων διέπεται από αλληλουχία, το ενδιαφέρον είναι αυξημένο, ο ρυθμός είναι σταθερός, η ανακάλυψη του δράστη έρχεται με νομοτελειακά βήματα.

Εν προκειμένω, ένας ανώνυμος δολοφόνος αρχίζει να εκτελεί φοροφυγάδες, που χρωστάνε πολλά στο δημόσιο, έχοντάς τους πρώτα προειδοποιήσει πόσα χρωστάνε και ότι πρέπει να τα καταβάλλουν. Δυο απ’ αυτούς δεν το έκαναν και “περαιώθηκαν”, ενώ άλλοι θορυβημένοι έσπευσαν να πληρώσουν τους αναλογούντες φόρους. Με επιστολές του στο διαδίκτυο δηλώνει τις προθέσεις του και ως “Εθνικός φοροεισπράκτορας” κερδίζει την αποδοχή του ελληνικού λαού, ώσπου ζητάει 10% από τα ποσά που εισπράχθηκαν. Η κυβέρνηση, όπως πάντα, ακροβατεί ανάμεσα στην αποδοχή του από τον λαό και στην ανάγκη αυτός να συλληφθεί ως δολοφόνος. Η αστυνομία πιέζεται πάλι να κάνει τη βρόμικη δουλειά…

Έτσι, ο αναγνώστης παρακολουθεί μια ενδιαφέρουσα υπόθεση, όπου ο έξυπνος περαιωτής σκοτώνει και διαφεύγει, αφήνει πτώματα σε αρχαιολογικούς χώρους σκοτωμένα με κώνειο!, αφήνει μηνύματα στο διαδίκτυο και είναι πάντα μπροστά από τις επινοήσεις της αστυνομίας και της ΕΥΠ. Ο αναγνώστης βλέπει παράλληλα και πολλά κοινωνικά προβλήματα να τοποθετούνται στρατηγικά μέσα στο έργο, από τη φοροδιαφυγή έως τη διαπλοκή κυβέρνησης και συνδικαλισμού ή άλλων επιχειρηματικών συμφερόντων, από την ανεργία των νέων που τους οδηγεί στη μετανάστευση μέχρι τις διαδηλώσεις ομάδων του πληθυσμού που πλήττονται απηνώς από τα οικονομικά μέτρα.
 
Ο αναγνώστης τέλος, βλέπει τον αστυνόμο Χαρίτο να μην είναι μόνο ο σκληρός μπάτσος που σκέφτεται σαν κομπιούτερ και εκτελεί σαν ράμπο, αλλά να έχει αδυναμίες και ατέλειες, να βιώνει τη καθημερινότητα της οικογενειακής ζωής και την κοινωνική οδύνη, να έχει προσωπικά κωλύματα αλλά και συνδυαστικούς συλλογισμούς χάρη στη μεγάλη του πείρα.

Ένας όμως τακτικός αστυνομικόφιλος που έχει διαβάσει κατά καιρούς και άλλα έργα του Μάρκαρη θα σταματήσει πιο επιφυλακτικά πάνω στο μυθιστόρημα. Πρώτα απ’ όλα, θα αναρωτηθεί αν αυτό είναι υψηλή λογοτεχνία με αισθητικές αξιώσεις, με ατμόσφαιρα και με γλώσσα που ξεφεύγει από τον δημοσιογραφικό λόγο. Η απάντηση δεν είναι ξεκάθαρη. Από την άλλη, θα διίδει τη μανιέρα στην οποία έχει εγκλωβιστεί ο συγγραφέας. Εφόσον επέλεξε να διατηρεί τον Κώστα Χαρίτο ως κεντρικό άξονα των αφηγήσεών του, μαζί με την καθημερινότητά του, δεσμεύτηκε σε μια τυποποιημένη γραφή, αναμενόμενη ως ενός σημείου, και προδιαγεγραμμένη ως προς τα συστατικά της.

Από τη μία, η οικογενειακή ζωή του αστυνόμου που κινείται σε ένα συγκεκριμένο τέμπο, όπου ακόμα και τα καινούργια συμβάντα μένουν συντηρητικά σε μια στατική κατάληξη: η κόρη του Κατερίνα τελικά δεν θα φύγει για την Αφρική ως δικηγόρος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Από την άλλη, σε κάθε μυθιστόρημα του Μάρκαρη ακολουθεί ο ένας φόνος μετά τον άλλο, η κυβέρνηση πιέζει την αστυνομία που προσπαθεί να δράσει και να φερθεί διπλωματικά, τα ίχνη του άλλου είναι ελάχιστα… Αντίστοιχα, ο συμβολισμός του κώνειου και των αρχαιολογικών χώρων είναι ισχνός, όπως και το σπαθί στο προηγούμενο έργο του. Τέλος, πολλά τυπογραφικά λάθη δείχνουν μια βιασύνη, συγγραφική και εκδοτική, που υπαγορεύει την εντύπωση πως η λογοτεχνία γίνεται ancilla (υπηρέτρια) της επικαιρότητας και σπεύδει να προλάβει τις εξελίξεις.

Ένα τελευταίο στοιχείο που αξίζει, νομίζω, να συζητηθεί είναι η διάθεση του Μάρκαρη να δικαιολογήσει τον δράστη, να τον κάνει το αναγκαίο κακό που μπορεί να καθαρίσει –έστω και με παράνομους τρόπους την κόπρο του Αυγείου του ελληνικού κράτους. Ο συγγραφέας βρίσκει τις πράξεις του εκκαθαριστή να στηρίζονται σε γνήσια κίνητρα, αν και στο τέλος γίνεται ιδιοτελής, δικαιολογεί τις δολοφονίες του σαν διοχέτευση της πίεσης που, αν δεν εκτονωθεί έτσι, θα εκραγεί.

Ο δολοφόνος με τα δίκαια κίνητρά του είναι η βαλβίδα που αφήνει τον ατμό να διαρρεύσει. Από τη μία, λοιπόν, οι φόνοι έχουν κοινωνικό έρεισμα, από την άλλη, παραβιάζουν με μια ακραία αντιανθρωπιστική δράση τα δικαιώματα της ζωής και της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό η αστυνομική λογοτεχνία τελικά είναι συντηρητική, αφού επιβραβεύει τους μηχανισμούς καταστολής, που είναι σύμφωνοι με το αίσθημα δικαίου της κοινωνίας.

Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος

Πέτρος Μάρκαρης
“Περαίωση”
εκδόσεις Γαβριηλίδη
2011
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v