«Θυμάμαι»: Η ελληνική επαρχία στην σκιά ενός ανεξιχνίαστου φόνου

Με σκοπό όχι τόσο να διαλευκάνει το έγκλημα δύο ανήλικων κοριτσιών αλλά να αναλύσει τις αντιλήψεις της επαρχιακής κοινωνίας που τις περιβάλλει, η Βασιλική Πέτσα πετυχαίνει στο πρωτόλειό της να δημιουργήσει προβληματισμούς και υπαρξιακές ανησυχίες.
Πώς μπορεί να συλληφθεί ο φόνος και μάλιστα από ανήλικες; Πώς μπορεί να εξεταστεί το πώς και το γιατί; Δεν μπορεί, και γι’ αυτό η αφήγηση αναγνωρίζοντας την αδυναμία της αυτοκατακερματίζεται και διολισθαίνει στην περιφέρεια και όχι στο κέντρο.

Η ιδέα είναι απλή και εύχρηστη. Φυσικά δεν την επινόησε η νεαρή συγγραφέας, αλλά την εφάρμοσε με λιτό αλλά πειστικό τρόπο. Η ιδέα στηρίζεται στην άρση της μονοφωνίας του πεζού και η Πέτσα έφτιαξε ένα καλειδοσκόπιο μέσα από το οποίο ο αναγνώστης παρακολουθεί περιμετρικά όλη την ιστορία και κυρίως τις εκτιμήσεις διαφόρων πάνω στο θέμα. Για ποια ιδέα μιλάμε; Μα για 36 μικρά κεφάλαια σε καθένα εκ των οποίων αφηγητής είναι και άλλο πρόσωπο. Όλοι καταθέτουν τα λίγα που ξέρουν ή καλύτερα τα λίγα που έπεσαν στην αντίληψή τους γύρω από δυο φιλενάδες που σε ένα χωριό σκότωσαν έναν ηλικιωμένο. Κάθε αφήγηση βάζει και ένα κομμάτι παζλ στην επιφάνεια εργασίας αφήνοντας στάλα-στάλα να φανεί ολόκληρο το σχέδιο.

Ο στόχος δεν είναι να διερευνηθεί πώς έγινε το έγκλημα, αφού η αστυνομική διάσταση του θέματος μάλλον μένει στα αζήτητα. Περισσότερο επιδιώκεται να αναλυθεί η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η επαρχιακή δομή της κοινωνίας, πάνω στην οποία αναφύεται μια νοοτροπία ανθρώπων και στάσεων που περιβάλλει τους στενά εμπλεκομένους, χωρίς να τους γνωρίζει σε βάθος.

Όσο το διαβάζει κανείς ανακαλύπτει ότι οι αφηγήσεις περιστρέφονται γύρω από το κέντρο του φόνου χωρίς να τον αγγίζουν. Καθένας από τους αφηγητές μιλάει για τη δική του στάση, για το δικό του χωραφάκι που ίσως μόλις εφάπτεται με το οικόπεδο του εγκλήματος, με αποτέλεσμα να καλύπτονται πολλοί πόντοι της περιφέρειας αλλά ποτέ αυτό καθεαυτό το γεγονός της δολοφονίας. Πρόκειται για μια "εκκέντρωση", σύμφωνα με τις αποδομιστικές θεωρίες, όπου το κέντρο είτε δεν έχει σημασία ή ολοένα και αναβάλλεται ως σκοπός, γιατί πολύ απλά δεν είναι η ουσία της αφήγησης. Δεν μας νοιάζει τόσο η πράξη του φόνου αλλά όλες οι μεμονωμένες οπτικές γωνίες ενός μικρού μέρους, το οποίο μόλις και περιστασιακά ρυτιδώνεται από την πτώση μιας πέτρας μέσα στη λίμνη.

Ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί τον σκότωσαν, αλλά υποθέτουμε πολλά, ποτέ δεν μαθαίνουμε αν τον σκότωσαν, παρά μόνο ότι η φυλακή ήταν η προσωρινή κατάληξη, ποτέ δεν μαθαίνουμε όσα προηγήθηκαν αλλά σχηματίσαμε μια αδρή εικόνα για όσα ακολούθησαν. Η ψυχολογία τους σκιαγραφείται περιμετρικά αλλά ποτέ κατευθείαν, δένει με τα ξεφτίδια της αφήγησης παρά από τη ρητή οριοθέτησή της. Παράλληλα, το χαμένο κέντρο του εγκλήματος γεννά πολλά περιφερειακά στιγμιότυπα που κινητοποιούν κοινωνικούς προβληματισμούς και υπαρξιακές ανησυχίες. Ως πρωτόλειο εξερευνά τον κόσμο της αφήγησης, και μάλιστα της πολλαπλής, δοκιμάζει τις αντοχές της αποσπασματικότητας και της πολυεστιακότητας, ρίχνει τις ποικίλες οπτικές γωνίες για να φωτίσει πιο πολύ τις ίδιες τις ματιές που κοιτάζουν και όχι τόσο αυτό που κοιτάζουν, πετυχαίνει με απλά υλικά (βάλε και την πολυγλωσσία που στίζει κάθε αφηγητή) να δαμάσει εν σμικρώ μια μεγάλη υπόθεση.

Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος

Βασιλική Πέτσα, “Θυμάμαι”, σελίδες: 90, εκδόσεις Πόλις (2011), τιμή: 9 ευρώ. 
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v