«Το ελληνικό τσίγκινο παιχνίδι»: Όταν τα παιχνίδια ζωντανεύουν

Καραβάκια, τρένα, ρομπότ και κάθε λογής τσίγκινο παιχνίδι που μεγάλωσε γενιές και γενιές παιδιών, ξαναβρίσκει μια θέση στην καρδιά μας, μέσα από τις σελίδες μιας νέας έκδοσεις, που συγκεντρώνει αναμνήσεις με μυρωδιά παλιάς εποχής.
«Το ελληνικό τσίγκινο παιχνίδι»: Όταν τα παιχνίδια ζωντανεύουν
της Μάνιας Ζούση

Καραβάκια, αεροπλάνα και αυτοκίνητα, τρένα, διαστημόπλοια και ρομπότ, σκιέρ και κλόουν, κοκόρια, μαϊμούδες, άλογα και πάπιες, ζωντανεύουν σε ένα μικρό κομψό βιβλιαράκι αφιερωμένο στο ελληνικό τσίγκινο παιχνίδι.

«Το ελληνικό τσίγκινο παιχνίδι» από τις εκδόσεις «Gramma», καταγράφει μέσα από σειρά φωτογραφιών, αντιπροσωπευτικά δείγματα τσίγκινων παιχνιδιών από επώνυμους και ανώνυμους κατασκευαστές, τεχνίτες και μαστόρους, αναβιώνοντας το κλίμα μιας άλλης, μακρινής εποχής, σχεδόν ξεχασμένης.

Ένα βιβλίο που διασώζει ορισμένα από τα τσίγκινα παιχνίδια με τα οποία έπαιξαν, χάρηκαν και μεγάλωσαν γενιές και γενιές παιδιών, παιχνίδια που βγήκαν από τις βιτρίνες συλλεκτών, ζωντανεύοντας ξανά . Πρόκειται για παιχνίδια φτιαγμένα από τσίγκο, βαμμένα με αριστουργηματικό τρόπο, γεμάτα φαντασία, ευρηματικότητα, ποικιλία χρωμάτων και μαστοριά.

Εμπνευστής της έκδοσης, ο σχεδιαστής και μακετίστας Πάνος Κωνσταντόπουλος, που εξηγεί πώς η αγάπη του για αυτά τα παιχνίδια και η προσωπική του συλλογή υπήρξαν αφορμή για τη δημιουργία του βιβλίου. Ενός βιβλίου που διηγείται την « ιστορία των παιχνιδιών αρχίζοντας από τους κατασκευαστές που έλιωναν τις λάτες, προχωρά στους μικροπωλητές με τους γεμάτους πάγκους, θυμάται ιστορίες γιορτών, γενεθλίων, λούνα παρκ, ιστορίες πολιτικής και τέχνης, ιστορίες παιχνιδιών που σηματοδοτούν με έναν τρόπο και την ιστορία της Ελλάδας από τη δεκαετία του ‘ 30 έως και το ‘ 70, όπου επήλθε και το τέλος του ελληνικού τσίγκινου παιχνιδιού μέσα από την επέλαση του πλαστικού , και του εισαγόμενου.

Παρουσιάζονται παιχνίδια από τη συλλογή του Μάνου Χαριτάτου, προέδρου του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, του Σπύρου Κυπριώτη, της συλλογής του παιδικού τμήματος του Μουσείου Μπενάκη και του δημιουργού του βιβλίου. Φιλοξενούνται κείμενα της υπεύθυνης του τμήματος παιχνιδιού του Μουσείου Μπενάκη, Μαρίας Αργυριάδη που παρουσιάζει μια σύντομη ιστορική καταγραφή του ελληνικού τσίγκινου παιχνιδιού και της παραγωγής του από τα χέρια των κατασκευαστών και μαστόρων, στις οικοτεχνίες, βιοτεχνικές και βιομηχανικές μονάδες των κατοπινών εργοστασίων.

Μνήμες και βιώματά τους περιγράφουν ο σκιτσογράφος Στάθης Σταυρόπουλος και ο στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος που θυμάται : «Η κεντρική Αθήνα έχει τρεις μεγάλους δρόμους: Πανεπιστημίου, Σταδίου, Αιόλου. Η Πανεπιστημίου ήταν και είναι πολύ καθώς πρέπει και δεν έχει και πολλά μαγαζιά. Η Σταδίου έχει πολλά μαγαζιά. Και η Αιόλου ακόμη περισσότερα. Από την Αιόλου ψώνιζε η φτωχολογιά. Και τις γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα ο δρόμος πλημμύριζε από πάγκους μικροπωλητών. Το εμπόρευμα: παιχνίδια φτηνά, φτιαγμένα από τσίγκο, μεταποιημένα – συνήθως – κουτιά από «Γάλα Βλάχας» ή κάτι ανάλογο και βαμμένα με φίνο τρόπο, αριστουργηματικό! Τα παιχνίδια της Σταδίου και της Πανεπιστημίου δεν ήταν για μας. Οι τιμές τους ήταν απλησίαστες για τους φτωχούς γονείς μας. Αλλά τα παιχνίδια της Αιόλου ήταν ό, τι πρέπει. Με λίγα χρήματα, αυτοκινητάκια, καρότσια, πολυβόλα, τανκς, μοτοσυκλέτες, ντουφέκια, λεωφορεία και τρένα, στρατιωτικά τζιπ. Ακόμα και οχήματα της Πυροσβεστικής και ροκάνες για φασαρία! Ό, τι θες! Με δυο τρεις δραχμούλες. Με τέτοια παιχνίδια μεγαλώσαμε».

Ο γραφίστας Δημήτρης Αρβανίτης σημειώνει: «…οι συλλογές με παλιά παιχνίδια καταγράφουν εποχές και καιρούς, ιχνηλατούν το πέρασμα του χρόνου και ορθώνουν το ανάστημά τους στην ηλεκτρονική εποχή…λατρεύω τόσο αυτόν τον μοναδικά σχεδιασμένο κόσμο των παιχνιδιών που έρχονται μέσα από τα χρόνια, που θα μπορούσα να χαθώ στα σχέδιά τους σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, τον Γκιούλιβερ στη χώρα των Λιλιπούτειων και τον Πινόκιο στο κασελάκι με τα εργαλεία του πλάστη του. Τα παιχνίδια έχουν πάντα έναν διπλό ρόλο, να μας μεγαλώνουν αλλά και να μας κρατούν παιδιά».

Το 1960 ο τσίγκος θεωρήθηκε επικίνδυνο υλικό και τα τσίγκινα παιχνίδια στην Ευρώπη και στην Ελλάδα αντικαθίστανται σταδιακά από τα πλαστικά. Έτσι πολλές βιοτεχνίες αναγκάστηκαν να κλείσουν, καθώς το κόστος των τσίγκινων παιχνιδιών ήταν δυσβάσταχτο λόγω των πολλών φάσεων εργασίας και της δουλειάς που η περισσότερη γινόταν με το χέρι.

Μπορεί τα χρόνια να έχουν περάσει, τα παιχνίδια, ο τρόπος και τα γούστα των παιδιών να έχουν αλλάξει, αλλά ο σκοπός του παιχνιδιού εδώ και χιλιάδες χρόνια παραμένει πάντα ο ίδιος : η χαρά και η γιορτή.

*"Το ελληνικό τσίγκινο παιχνίδι", Εκδόσεις Gramma
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v