Η «σκοτεινή» Γαλλία του (αριστοτέχνη) Maurice Attia

Δύο εξαιρετικά βιβλία πραγματική πρόκληση για το μυαλό, χάριν στην τεχνική της αφήγησης, τους πολυδιάστατους χαρακτήρες και τα ιστορικά γεγονότα που περιγράφονται με τη δύναμη επιτόπιου ρεπορτάζ, χρίζουν επάξια τον Attia έναν από τους καλύτερους του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Το πρώτο του βιβλίο («Το μαύρο Αλγέρι») ήταν έκπληξη σε τέτοιο βαθμό που άφηνε πολλές υποσχέσεις, αλλά και εκκρεμότητες για το δεύτερο της τριλογίας του. Τελικά «Η κόκκινη Μασσαλία» αναδείχτηκε ανώτερη (κατά πολύ...) των προσδοκιών και ο Maurice Attia κερδίζει επάξια θέση στους ικανότερους και καλύτερους του αστυνομικού μυθιστορήματος.

«Τα πιο αγαπημένα μου πλάσματα μου τα έπαιρνε ο θάνατος ή η ζωή. Κι εγώ πέρασα από τη μοναξιά του βυθίσματος στο κώμα στη μοναξιά της νοσηρής μέθης – παρενθέσεις μιας ενοχής χωρίς όρια…» Κι αυτός είναι ο πλέον χαρακτηριστικός μονόλογος του κεντρικού ήρωα του Attia, του αστυνόμου Πάκο Μαρτίνεθ, φράση που αποτυπώνει και το προσωπικό του στίγμα.

Αυτό που δεν μπορεί να πει ο Μαρτίνεθ είναι ότι καλείται να αποδώσει δικαιοσύνη την ώρα που η κοινωνία του γύρω βράζει. Στο πρώτο βιβλίο, είναι η εξεγερμένη Αλγερία, με τους Γάλλους της μητρόπολης εναντίον των Αλγερινών και των Γάλλων της Αλγερίας και γενικώς όλους εναντίον όλων, σε διάφορους συνδυασμούς. Σ’ αυτό το περιβάλλον η εξιχνίαση ενός εγκλήματος φαίνεται μάλλον αμελητέο καθήκον…

Στο δεύτερο είναι η Γαλλία λίγο πριν από την εξέγερση του Μάη του ’68, με τις πολλές και διασπασμένες ομάδες αριστερών και τους Γάλλους του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», που βλέπουν παντού κομμουνιστικούς κινδύνους. Και σ’ αυτό το περιβάλλον ένας φόνος αποδεικνύεται τελικά κάτι πολύ διαφορετικό απ’ αυτό που δείχνει.

Μέσα σ’ αυτό το ταραγμένο πλαίσιο κινούνται οι ήρωες του Attia και προσπαθούν να βρουν τη δική τους θέση σε σχέση με τους άλλους, αλλά και σε σχέση με τον κόσμο, εξίσου ταραγμένοι κι αυτοί: έρωτες, αγωνίες, φόβοι (κυρίως…), απωθημένα, προσωπικές ιστορίες, αποκαλύπτονται αργά σ’ ένα γαϊτανάκι που ξεκινά απλώς με αφορμή τους φόνους, με συνδετική μορφή τη φιγούρα του Πάκο Μαρτίνεθ.

Ο Attia έχει καταφέρει να συγγράψει δύο πολυδιάστατα βιβλία, που είναι πραγματική πρόκληση για το μυαλό: από τις σινεφίλ αφηγήσεις του Μαρτίνεθ μέχρι τους τίτλους των κεφαλαίων του, όλα σχετίζονται για να αποδώσουν αυτό το πολύπλοκο μωσαϊκό που περιγράφει. Οι χαρακτήρες του εξίσου πολυδιάστατοι, μοιάζουν να είναι μισοί και να αλληλοσυμπλήρωνονται: ισχυρές γυναίκες που καθοδηγούν (ουσιαστικά) τους άντρες, άντρες με τις εμμονές τους που (ουσιαστικά) κινούν τα νήματα της ιστορίας σ’ ένα αέναο παιχνίδι αναζήτησης ενός πράγματος που βαφτίουν ευτυχία, αλλά στην πραγματικότητα αγνοούν παντελώς (και που πιο πολύ μοιάζει με «ΜακΓκάφιν» -βλ. «Η κόκκινη Μασσαλία»- παρά με Άγιο Δισκοπότηρο).

Εξαιρετική και η τεχνική της αφήγησης: οι εναλλαγές των προσώπων που περιγράφουν την ιστορία, ο διαφορετικός χρόνος που χρησιμοποιεί ο καθένας (ο Μαρτίνεθ σε παρελθοντικό, οι περισσότεροι άλλοι σε ενεστώτα) στην αφήγησή του, ακόμα και η ελλειπτική εκφορά του λόγου (θυμίζει λίγο Ελρόι σε ορισμένα σημεία), «εγκλωβίζουν» σε μια ανάγνωση χωρίς διακοπές… Συν τα ιστορικά γεγονότα που περιγράφονται, συχνά με τη δύναμη ενός επιτόπιου ρεπορτάζ και με λεπτομέρειες που τα κάνουν σχεδόν απόλυτα κτήμα του αναγνώστη.

Και «Το μαύρο Αλγέρι» και η «Κόκκινη Μασσαλία» είναι εξαιρετικά από κάθε άποψη και, χονδρικά, απ’ τα βιβλία που ξεκινούν (και σηκώνουν) πολλή συζήτηση. Τόσο που η έκδοση του «Paris blues» (που κλείνει την τριλογία) να μοιάζει με μεγάλο χριστουγεννιάτικο (τότε αναμένεται η έκδοσή του) δώρο…

Χρήστος Ζαρίφης

(Maurice Attia, «Το μαύρο Αλγέρι», εκδόσεις Πόλις, σελίδες: 400, τιμή 18 ευρώ – «Η κόκκινη Μασσαλία», εκδόσεις Πόλις, σελίδες 548, τιμή 20 ευρώ)
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v