Η Γενιά των 1.000€: Ιστορίες μιας (οικονομικά) ανασφαλούς γενιάς

Ένα βιβλίο "ζωντανό" που ξεκίνησε να γράφεται στο internet, και συνεχίζεται, μετά το τέλος του, εκεί, με σκοπό να καταδείξει μια προβληματική κατάσταση, την οικονομική και επαγγελματική ανασφάλεια των νέων της σημερινής Ευρώπης, είναι το εκδοτικό φαινόμενο των ημερών.
Ένα βιβλίο που ξεκίνησε να γράφεται στο ίντερνετ, ένα διήγημα που «γεννήθηκε» στη μπλογκόσφαιρα και απέκτησε τεράστια φήμη χάρη στο εξαιρετικά επίκαιρο θέμα του, το οικονομικό πρόβλημα, άμεσα συνυφασμένο με το επαγγελματικό αδιέξοδο, που απασχολεί τη συντριπτική πλειοψηφία των νέων της σύγχρονης Ευρώπης. Ένα βιβλίο «ζωντανό» που συνεχίζεται μετά το τέλος του online, στο blog που γράφουν από κοινού οι ήρωές του –ή, για την ακρίβεια, οι συγγραφείς του, μιας και οι ήρωες, παρά τα φαινόμενα, είναι προϊόν της φαντασίας τους.

Ο Αντόνιο Ινκορβάια και ο Αλεσάντρο Ριμάσα είναι παιδιά αυτής ακριβώς της γενιάς –που μπορεί στην Ελλάδα να τη λέμε γενιά των 700 ευρώ, στην ουσία, όμως, αντιμετωπίζει τα ίδια ακριβώς προβλήματα, στα ίδια ακριβώς μεγέθη, τηρουμένων των αναλογιών μισθών και κόστους ζωής της Δυτικής Ευρώπης– πράγμα που σημαίνει ότι γνωρίζουν εκ των έσω τα προβλήματά της. Έχοντας αλλάξει δυο-τρεις διαφορετικές δουλειές ο καθένας, δηλώνουν πλέον «και συγγραφείς», αποτελώντας το νέο φαινόμενο στις ευρωπαϊκές εκδόσεις –όχι τόσο ως προς τη λογοτεχνική, όσο ως προς την εμπορική επιτυχία του βιβλίου, που σε στιγμές μοιάζει να «χτυπά εκεί που πονάει», με μοναδικό σκοπό το βγαλμένο από ένα πιασάρικο θέμα κέρδος. Δεν είναι όμως έτσι. Τουλάχιστον όχι ακριβώς.

Ο Κλαούντιο είναι ένας ελπιδοφόρος νέος είκοσι επτά ετών, που ζει στο Μιλάνο και εργάζεται ως junior account στο τμήμα marketing μιας πολυεθνικής, με μισθό 1.000 ευρώ το μήνα, χωρίς κανένα εργασιακό δικαίωμα και με εξαιρετικά αβέβαιο μέλλον. Μοιράζεται το διαμέρισμά του με τρεις συνομήλικους συγκατοίκους, τη Ροσέλα, που αγωνίζεται ως baby sitter μέχρι να βρει μια μόνιμη δουλειά, τον Ματέο, αιώνιο φοιτητή με… γονική παροχή –αυτόν που εδώ θα ονομάζαμε χλιδάνεργο– και τον Αλέσιο, που έχει απαρνηθεί το όνειρο της δημοσιογραφίας για μια μόνιμη θέση στο ταχυδρομείο.

Οι καθημερινές περιπέτειες, τα όνειρα, τα άγχη –αυτά κυρίως–, οι προβληματισμοί, ο αγώνας για την επαγγελματική και οικονομική αποκατάσταση, οι προσωπικές ιστορίες, αλλά και η διασκέδαση των ηρώων αποτελούν τον άξονα της ιστορίας. Δοσμένα με εμφανέστατο το στοιχείο της υπερβολής, λίγο με τον τρόπο που τη χρησιμοποιεί η σάτιρα και λίγο με μια ελαφρά αίσθηση εσκεμμένης δραματοποίησης, τα επεισόδια της καθημερινότητάς τους γίνονται το όχημα για την κατάδειξη μιας κατάστασης που μπορεί να μην είναι μη αναστρέψιμη, είναι όμως σίγουρα κατακριτέα.

Αυτός, τελικά, νομίζω πως ήταν και ο σκοπός των δύο συγγραφέων –να γίνουν η «φωνή» της γενιάς τους, εκφράζοντας οργή απέναντι στο σύγχρονο εργασιακό καθεστώς και συμπαράσταση προς τα υπόλοιπα θύματά του, αλλά και μεταφέροντας στους «απέξω» την εικόνα ενός προβλήματος, τυλιγμένου με μια δόση υπερβολής που είναι, εν τέλει, αυτή που θα σε κάνει να ασχοληθείς μαζί του.

Σκοπός για τον οποίο δε χρειαζόταν να επιστρατευθεί ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, περίτεχνη αφήγηση ή ολοκληρωμένοι χαρακτήρες. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και το πρόβλημα του βιβλίου: οι ήρωες είναι μονοδιάστατοι, το κύριο πρόβλημά τους –η οικονομική ανασφάλεια– εμφανίζεται κάθε δεύτερη σελίδα, με αποτέλεσμα από κάποιο σημείο κι έπειτα να καταντά κουραστικό, και η αφήγηση, δοσμένη σε πρώτο πρόσωπο μέσα από τα μάτια του Κλαούντιο, είναι μάλλον μονότονη εκεί που θα μπορούσε να γίνεται συναρπαστική.

Ο αντίλογος εδώ λέει πως δε γράφονται όλα τα βιβλία με απώτερο σκοπό το νόμπελ λογοτεχνίας –και δε θα μπορούσα παρά να συμφωνήσω. «Η γενιά των 1000 ευρώ» είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε για να καταδείξει μια προβληματική κατάσταση, γνωστοποιώντας την σε ένα κοινό ευρύτερο από αυτό της μπλογκόσφαιρας, σατιρίζοντάς την και, εν τέλει, εκφράζοντας συμπαράσταση σε όλους εκείνους που επηρεάζει. Και, ως τέτοιο, διαβάζεται ευχάριστα.

Ηρώ Κουνάδη

Αντόνιο Ινκορβάια, Αλεσάντρο Ριμάσα, "Η Γενιά των 1.000 €", εκδόσεις Καστανιώτη, σελίδες 176, τιμή 10 ευρώ
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v