Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους: Το τέλος της ελπίδας

Μια ιστορία σκοτεινή, με περιθωριακούς ήρωες, νευρώδη γραφή και απαισιόδοξο μήνυμα. Μια βουτιά στα άδυτα μιας απόλυτα βίαιης κοινωνίας. Το βιβλίο του Κόρμακ ΜακΚάρθυ δεν αποτελεί εύκολο ανάγνωσμα. Εγείρει, όμως, έντονα συναισθήματα, κι αυτό είναι το ζητούμενο.
Υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με το τι είναι αυτό που κάνει ένα βιβλίο best seller και έναν συγγραφέα αναγνωρίσιμο, ίσως και διάσημο. Μία από αυτές, εκείνη που θέλει τα «εύκολα» αναγνώσματα και τις καλές δημόσιες σχέσεις να ευθύνονται για το ευπώλητο των βιβλίων και την αναγνωρισιμότητα του συγγραφέα αντίστοιχα, είναι που εξηγεί το παράδοξο ενός από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς, του βραβευμένου με Πούλιτζερ, Εθνικό Βραβείο Βιβλίου και Βραβείο Κριτικών Κόρμακ ΜακΚάρθυ, να έχει μείνει μέχρι πρότινος καλά κρυμμένος από τα φώτα της δημοσιότητας.

Ιστορίες σκοτεινές, κλειστοφοβικές, με ατμόσφαιρα βγαλμένη απευθείας από φιλμ νουάρ και με ήρωες ακραίους, περιθωριακούς, σχεδόν άγριους χαρακτηρίζουν τη λογοτεχνία του. Μια τέτοια είναι και η ιστορία του «Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους», που κυκλοφόρησε λίγες μόλις μέρες πριν η υποψήφια για Όσκαρ ομότιτλη ταινία των αδελφών Κοέν βγει στις ελληνικές αίθουσες.

Ο Λουέλιν Μος, ένας τριαντάρης τυχοδιώκτης, ανακαλύπτει στο δρόμο του ένα χαρτοφύλακα με χρήματα, προϊόν του παράνομου εμπορίου ηρωίνης που ανθεί στα σύνορα Αμερικής – Μεξικού. Με την απόφασή του να τον κρατήσει, πυροδοτεί ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό, στο οποίο εμπλέκονται πρόσωπα σκοτεινά, έμποροι, σερίφηδες, πληρωμένοι ανθρωποκυνηγοί, κι ένας δολοφόνος αίνιγμα, η απόλυτη ενσάρκωση του παραλόγου και του κακού. Η περιπέτεια που ακολουθεί αποκαλύπτει μια ολόκληρη κοινωνία υποταγμένη στη βία, όπου το καλό δεν μπορεί εύκολα να αντιπαρατεθεί στο κακό και η μοίρα των ανθρώπων μοιάζει καταδικασμένη.

Το πρώτο που θα ξενίσει τον ανυποψίαστο αναγνώστη είναι το γεγονός ότι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, οι ήρωες δε δικαιολογούνται. Αναπτύσσονται αρκετά, ξέρουμε –περισσότερο «αισθανόμαστε»– όσα χρειάζεται να ξέρουμε γι’ αυτούς, αλλά τις περισσότερες φορές το κίνητρό τους απλά απουσιάζει, με αποτέλεσμα η κατανόησή τους να είναι πρακτικά αδύνατη. Αυτή πρέπει να ήταν, όμως, και η πρόθεση του συγγραφέα, να προσωποποιήσει την αλόγιστη βία που δεν εξηγείται με κοινωνιολογικές αναλύσεις σε ήρωες που δε δικαιολογούνται από κανένα πρόχειρο ψυχογράφημα.

Η δεύτερη –και ίσως σημαντικότερη– ιδιαιτερότητα του βιβλίου είναι η παντελής απουσία έστω και μιας υποψίας αισιοδοξίας, οποιασδήποτε ελπίδας για ένα αίσιο τέλος. Η ελάχιστη προσμονή που δημιουργείται στον αρχάριο για το σύμπαν του ΜακΚάρθυ αναγνώστη χάνεται πολύ γρήγορα, αφού το τέλος –ή αυτό που λογικά θα έπρεπε να είναι το τέλος– της κεντρικής ιστορίας έρχεται αρκετά πριν το τέλος του βιβλίου.

Αυτό πρέπει να είναι που έκανε πολλούς φανατικούς αναγνώστες αλλά και αναλυτές του ΜακΚάρθυ να θεωρήσουν τις ιστορίες του «παραβολές»: η κεντρική πλοκή μοιάζει τελικά όχημα, κι όχι αυτοσκοπός. Η ιστορία είναι απλά ένα παράδειγμα, που σαν αυτό υπάρχουν χιλιάδες, και τελικά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν τα γεγονότα που διηγείται συνέβησαν ή όχι. Αυτή είναι το μέσο, και το μέσο είναι το μήνυμα.

Και, ακόμη κι αν το μήνυμα είναι δυσοίωνο, ακόμη κι αν φαντάζει αδικαιολόγητα απαισιόδοξο ή ανυπόστατο σε κάποιους από εμάς, ο συγγραφέας έχει καταφέρει να το περάσει, μέσα από μια σκοτεινή ιστορία με αποπνικτική ατμόσφαιρα, νευρική γραφή και περιθωριακούς χαρακτήρες, χωρίς κανένα ύφος διδακτισμού και χωρίς να καταφεύγει σε εύκολα συμπεράσματα. Το «Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους» δεν είναι ένα εύκολο ανάγνωσμα. Δεν είναι καν ένα ευχάριστο ανάγνωσμα. Είναι, όμως, ένα βιβλίο που εγείρει προβληματισμούς. Και είναι ένα βιβλίο που δημιουργεί συναισθήματα έντονα, από εκείνα που καμιά φορά ξεχνάμε ότι πρέπει να δημιουργεί η καλή λογοτεχνία. Κι αυτό είναι ένα επίτευγμα εξαιρετικά δύσκολο.

Ηρώ Κουνάδη

Κόρμακ ΜακΚάρθυ, Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελίδες 273, τιμή 15 ευρώ
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v