Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες: «Η ρατσιστική βία… δεν κάνει διακρίσεις»

Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες: «Η ρατσιστική βία… δεν κάνει διακρίσεις»
του Γιώργου Κόκουβα

Το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες είναι η παλαιότερη και μεγαλύτερη Μη Κυβερνητική Οργάνωση που προσφέρει την βοήθειά της στους πρόσφυγες οι οποίοι ζητούν άσυλο στην χώρα μας. Και, καλώς ή κακώς, αυτοί τα τελευταία χρόνια, δεν είναι λίγοι. Η εκπρόσωπος του Συμβουλίου, κ. Αθηνά Κωνσταντίνου, μου μιλά για τους τρομακτικούς αριθμούς, για την κατάσταση στα σύνορα όταν «σκάνε καραβιές» και για τις ουρές που σχηματίζονται κάθε Σάββατο έξω από το Αλλοδαπών. 

«Αυτή τη στιγμή εκκρεμούν πάνω από 40.000 αιτήματα για άσυλο», αναφέρει η κ. Κωνσταντίνου. «Ως Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, έχουμε παρουσία στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και σε σημεία εισόδου όπως ο Έβρος, αλλά πραγματοποιούμε και έκτακτες αποστολές όταν, όπως λένε σε αυτές τις περιπτώσεις, “σκάνε καραβιές” με πρόσφυγες. Πρόσφατα για παράδειγμα σπεύσαμε σε περιοχές όπως η Σύμη, η Κως, η Λέρος, η Ξάνθη και η Κομοτηνή», μας λέει. Το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες συνεισφέρει κυρίως με νομική και κοινωνική συμβουλευτική τους πρόσφυγες – μέχρι πρότινος διέθετε και δομή για ψυχολογική στήριξη, αλλά λόγω ανύπαρκτων κονδυλίων, έκλεισε. 

Αρχικά, ζητάμε από την εκπρόσωπο του ΕΣΠ να μας ξεδιαλύνει κάτι βασικό: Ποιος είναι με απλά λόγια ο πρόσφυγας και σε τι διαφέρει από τον μετανάστη; Ο ΟΗΕ έχει επίσημο ορισμό (τον οποίον μπορείτε να διαβάσετε εδώ) αλλά για να το θέσουμε απλά: «Πρόκειται για ανθρώπους των οποίων κινδυνεύει η ζωή και έχουν φύγει από την χώρα τους γιατί έχουν βασανιστεί, έχουν πέσει θύματα trafficking, έχουν δει να σφάζουν την οικογένειά τους εν ψυχρώ, βρίσκονταν σε εμπόλεμη ζώνη ή κινδύνευαν λόγω πολιτικών πεποιθήσεων ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Ο μετανάστης, από την άλλη, επιλέγει να φύγει από την χώρα του για οικονομικούς λόγους, για ένα καλύτερο αύριο. Βέβαια, ποιος μπορεί να πει πως όταν κάποιος δεν έχει να φάει λόγω οικονομικών προβλημάτων, δεν κινδυνεύει στην ουσία η ζωή του;», θέτει το ερώτημα η κ. Κωνσταντίνου.

Αυτό που αναζητούν οι πρόσφυγες είναι το πολιτικό άσυλο – και στο δικαίωμά τους να το αιτηθούν τους βοηθά το Συμβούλιο. Στην πράξη, υπάρχουν και άλλες δύο μορφές προστασίας, τις οποίες επιδιώκουν, εφόσον δεν δοθεί το άσυλο: Η επικουρική και το ανθρωπιστικό καθεστώς. «Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη και από το ευρωπαϊκό και από το διεθνές δίκαιο να σεβαστεί όλα τα παραπάνω, αλλά δεν το κάνει. Μέσα στο 2012 μόνο, απορρίφθηκαν 11.097 αιτήσεις για άσυλο, ενώ το ποσοστό αναγνώρισης ασύλου είναι περίπου 10% - έχει γίνει (ανεπαίσθητη βέβαια) πρόοδος σε σχέση με το παρελθόν που το ποσοστό ήταν μικρότερο από 1%- σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου. Συγκεκριμένα, οι περισσότεροι αιτούντες αποκτούν την προστασία στη συνέντευξη σε «β’ βαθμό» ενώπιον των Επιτροπών Προσφυγών - εκεί δηλαδή έχει γίνει η πρόοδος και φαίνεται ότι η εξέλιξη θα είναι ενθαρρυντική καθώς πρόσφατα ενισχύθηκαν οι εν λόγω Επιτροπές με νέες προσλήψεις από την Υπηρεσία Ασύλου στο πλαίσιο της στελέχωσής της.

»Συναντάμε εμπόδια στο έργο μας, αλλά πρακτικά εμπόδια, και όχι “κακή πίστη”. Αυτό που θα θέλαμε να πούμε είναι πως παρά τα εμπόδια, υπάρχουν συνεργάσιμοι άνθρωποι στις αρχές, που μας έχουν γνωρίσει, μας εμπιστεύονται και μας αξιοποιούν, αφού στην ουσία καλύπτουμε κενά της πολιτείας. 

»Αυτό που κάνουμε στην πράξη, είναι να επισκεφθούμε τα σημεία εισόδου και τα κρατητήρια όπου κρατούνται οι πρόσφυγες, και να τους ενημερώσουμε αρχικά για την ύπαρξή μας – συνήθως δεν έχουν ιδέα για το τι δικαιούνται. Προτείνουμε σε όσους έχουν μπει παράτυπα στην χώρα να τους βοηθήσουμε να κάνουν αίτηση για άσυλο, μια διαδικασία που μπορεί να τραβήξει ως και οκτώ χρόνια. Φανταστείτε τι μπορεί να συμβεί σε αυτό το διάστημα: Μπορεί ο πρόσφυγας να έχει υποστεί τα πάντα, μπορεί και να έχει απελαθεί. Το νομικό πλαίσιο ορίζει συγκεκριμένες διαδικασίες, αλλά στην πράξη οι πρόσφυγες είναι τόσοι πολλοί που δεν τηρείται. 

»Πάρτε για παράδειγμα την διαδικασία της αίτησης, που πρέπει να γίνει στο “Αλλοδαπών” στην Πέτρου Ράλλη. Κάθε Σάββατο πρωί, βγαίνει ένας άνθρωπος της υπηρεσίας και παίρνει τους είκοσι πρώτους. Όπως καταλαβαίνετε, οι χιλιάδες άνθρωποι που θέλουν να υποβάλλουν αίτηση, συνωστίζονται έξω από τον χώρο από το βράδυ της Πέμπτης, αλλά δεν καταφέρνουν να βρεθούν στους είκοσι πρώτους επί πολλούς μήνες. Στην συνέχεια, όσοι περάσουν από αυτή την πρώτη συνέντευξη, πρέπει να περιμένουν να τους καλέσουν και για μια δεύτερη, ένας φαύλος κύκλος γραφειοκρατίας που έχει σαν αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι πρόσφυγες να μην θέλουν να υποβάλλουν αίτηση στην Ελλάδα, αλλά κάπου αλλού. Έτσι, πολλοί δοκιμάζουν να φύγουν παράνομα σε άλλη χώρα, στην οποία αν τους πιάσουν, είναι υποχρεωμένοι από τον νόμο να τους ξαναστείλουν στην χώρα εισόδου, που φυσικά είναι η Ελλάδα. 

»Καταλαβαίνετε πως οι πρόσφυγες γίνονται “πινγκ-πονγκ”. Βέβαια, υπάρχουν κάποιες χώρες που έχουν ακόμα τις κατάλληλες δομές για να τους κρατήσουν και δεν τους στέλνουν πίσω. Υπήρξε μάλιστα περίπτωση, στην οποία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε κράτος (και συγκεκριμένα το Βέλγιο) επειδή έστειλε πίσω παράτυπους μετανάστες, ενώ γνώριζε ότι έτσι θα καταπατηθούν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους».

Ρωτάμε την κ. Κωνσταντίνου αν είναι πιο επικίνδυνα τα πράγματα στο στάδιο της εισόδου των προσφύγων στη χώρα ή κατά την διάρκεια παραμονής τους, εξαιτίας της ρατσιστικής έξαρσης την τελευταία περίοδο. «Τα φαινόμενα ρατσιστικής βίας… δεν κάνουν διακρίσεις. Χτυπούν είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση, και άλλωστε δεν κάνουν διάκριση ούτε στους νόμιμους ή στους μη νόμιμους μετανάστες. Όπως όλοι διαβάζουμε, η Χρυσή Αυγή ζητά χαρτιά από ανθρώπους, ενώ η άνοδός της σε συνδυασμό με την όξυνση της οικονομικής κρίσης και την ανικανότητα να διαχειριστούμε την μεταναστευτική ροή – ή την έλλειψη ενημέρωσης και βασικής εκπαίδευσης αν θέλετε – κάνει την κατάσταση ακόμη πιο εκρηκτική», μας λέει. 



Υπάρχει, άραγε, κάποιο «φως»; «Το 2011 ανακοινώθηκε η δημιουργία της Υπηρεσίας Ασύλου του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Το 2012 στελεχώθηκε, και τώρα αναμένουμε να λειτουργήσει. Γνωρίζουμε μάλιστα ότι η διευθύντρια της υπηρεσίας, η κ. Σταυροπούλου, είναι πολύ ικανή και πεπειραμένη. Ωστόσο, προσωπικά είμαι απαισιόδοξη: Είναι τόσο προβληματική η κατάσταση που είναι δύσκολο να ανταπεξέλθει μια υπηρεσία. 

»Αυτό που θα θέλαμε να ακουστεί είναι πως οργανώσεις όπως η δική μας και αρκετές άλλες που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό καλύπτουν κενά της πολιτείας, αλλά αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα αυτή τη στιγμή: Το υπουργείο δεν έχει προκηρύξει τα ευρωπαϊκά προγράμματα που χρηματοδοτούν τέτοιες δράσεις και στην ουσία μένουμε ξεκρέμαστοι, με κίνδυνο να κλείσουν αρκετές δομές οργανώσεων». 
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v