Στο μυαλό του Quentin Tarantino

Ο Quentin Tarantino επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη με το “Django Unchained” και εμείς βρίσκουμε την ευκαιρία να θυμηθούμε… σκυλιά, χαρτοφύλακες, μανιακούς δολοφόνους της ασφάλτου, άδωξους μπάσταρδους και δύο δεκαετίες που καθόρισαν τον όρο «σινεφίλ».
Στο μυαλό του Quentin Tarantino
του Γιώργου Κόκουβα

Σε ένα καλιφορνέζικο βίντεο κλαμπ κάπου στα ‘80s, ένας εικοσάρης που έχει προσληφθεί ως υπάλληλος, επιδίδεται στην ψυχαναγκαστική συνήθεια της απομνημόνευσης των ταινιών που επιλέγουν οι πελάτες του. Προσέχει τι είδους ταινίες προτιμά ο κόσμος, κάθεται και συζητά μαζί τους επί ώρες για τα φιλμ που νοικιάζει, και όταν γυρίζει από την δουλειά, στρώνεται μπροστά από μία οθόνη και «καταβροχθίζει» ολόκληρες δεκαετίες φιλμογραφίας.

Είναι ο πιτσιρικάς τότε, και «τρελός» για το σινεμά έκτοτε, Quentin Tarantino, που παράτησε το σχολείο στα δεκαέξι, παράτησε και τα μαθήματα υποκριτικής «επειδή βαριόταν», και προτίμησε τον «παράδεισο» του βίντεο κλαμπ και της σκοτεινής αίθουσας. Πολλά χρόνια μετά, θα γινόταν ο πιο ταλαντούχος σκηνοθέτης της γενιάς του, επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής του ανεξάρτητου σινεμά, καθώς και της μεταμοντέρνας λογικής της πρόσμιξης ειδών, υφών και σινεφίλ αναφορών. Κι όταν θα τον ρωτήσουν αργότερα αν παρακολούθησε μαθήματα σκηνοθεσίας θα πει αποστομωτικά: «Όταν με ρωτούν αν πήγα σε σχολή κινηματογράφου, τους απαντώ “όχι, πήγα κινηματογράφο”».

Ο άνθρωπος που έμπλεξε τα σπαγγέτι ουέστερν με το νουάρ, την ωμή βία με το εικαστικό στιλιζάρισμα, τις ασιατικές πολεμικές τέχνες με την μη γραμμική αφήγηση, επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη αυτή την εβδομάδα με το πολυαναμενόμενο «Django Unchained», που ήδη έχει λάβει θετικές κριτικές και αρκετές υποψηφιότητες για τα επερχόμενα Όσκαρ (δείτε εδώ τις υποψηφιότητες), και το in2life βρίσκει την αφορμή να θυμηθεί τις αγαπημένες στιγμές από μια καριέρα γεμάτη από σκοτωμούς, γραβάτες, εκδικήσεις και ατόφιο, ευφυές σινεμά.

Η αρχή ενός θρύλου



Λίγοι γνωρίζουν πως η πρώτη ταινία του Ταραντίνο γυρίστηκε το 1987, λεγόταν «My Best Friend’s Birthday» και πραγματοποιήθηκε χάρη στην παρότρυνση του Lawrence Bender, μελλοντικού παραγωγού των περισσότερων ταινιών του, τον οποίο γνώρισε σε ένα πάρτι στο Hollywood. Αν αναρωτιέστε γιατί δεν είναι τόσο γνωστή, είναι επειδή η αυθεντική κόπια της ταινίας κάηκε σε πυρκαγιά την ίδια χρονιά και ο Ταραντίνο αρκέστηκε στο να ξαναγράψει το σενάριο, σε ένα project που ονομάστηκε «True Romance» και σκηνοθετήθηκε το 1993 από τον Tony Scott. Άλλο ένα ημιτελές έργο του, το «Love birds in bondage», σε συνεργασία με τον Scott Magill γυρίστηκε εν μέρει το 1983, αλλά επίσης αγνοείται η τύχη του.



Η πρώτη ολοκληρωμένη ταινία του που είδε το φως της μεγάλης οθόνης –και μαζί το κόκκινο χαλί του Sundance Festival, του κατεξοχήν φεστιβάλ των ανεξάρτητων δημιουργών, να στρώνεται γεμάτο βραβεία μπροστά του- ήταν το «Reservoir Dogs». Μια κλοπή πάει στραβά και μια χούφτα κοστουμάτοι κακοποιοί με χρώματα αντί ονομάτων κλείνονται μέσα σε μια αποθήκη και αρχίζουν να υποψιάζονται ο ένας τον άλλον. Κάπως έτσι αρχίζει να εγκαθιδρύεται το στιλ του Ταραντίνο, το οποίο συνίσταται αφενός στην ανάληψη πολλαπλών ρόλων από τον ίδιο (γράφει, σκηνοθετεί, παίζει και γίνεται παραγωγός) και αφετέρου στην βία (λεκτική ή μη – η λέξη «fuck» ακούγεται στην ταινία 272 φορές!) που μπλέκεται με χιούμορ (θρυλικός ο εναρκτήριος διάλογος κατά τον οποίο αναλύουν το «Like A Virgin» της Madonna) και αισθητική πολλών κινηματογραφικών ειδών.



Το άστρο του Αμερικανού σκηνοθέτη φθάνει στο απόγειό του με την επόμενη ταινία του, το «Pulp Fiction», το οποίο πήγε… καρφωτό στα Όσκαρ (απέσπασε αυτό του καλύτερου σεναρίου) και στις Κάννες, όπου «έκλεψε» τον Χρυσό Φοίνικα. Λίγο καιρό νωρίτερα, το Hollywood τον είχε προσεγγίσει με πολλές υποσχέσεις και προτάσεις να σκηνοθετήσει blockbusters όπως το «Men in Black», αλλά εκείνος προτίμησε να απομονωθεί και να γράψει το σενάριο του «Pulp Fiction». Ο κινηματογραφικός χρόνος σταματά να είναι γραμμικός, το μεταμοντέρνο σινεμά συναντά το νεονουάρ και η βία στιλιζάρεται τόσο, που γίνεται «απολαυστική».

Το «παρεάκι» του Quentin

Παράλληλα με τις πρώτες επιτυχίες του στα ‘90s, που από πολλούς θεωρούνται οι καλύτερες ως τώρα δημιουργίες του, αρχίζει να συμπράττει με ένα δίκτυο ανθρώπων που θα δημιουργήσουν «κύμα» στους κύκλους των σινεφίλ: Ο Robert Rodriguez είναι ο σημαντικότερος εξ αυτών, αφού η φιλία του με τον Tarantino οδηγεί σε ταινίες που γύρισαν μαζί. Αργότερα, ο Tarantino θα γίνει «guest σκηνοθέτης» στο περίφημο «Sin City» του Rodriguez και στην συνέχεια θα επιχειρήσουν να αναβιώσουν μαζί το πνεύμα του Grindhouse, με τις συνδυασμένες προβολές του «Death Proof» και του «Planet Terror».



Η επιτυχία του Tarantino και η επιρροή που αποκτά στους κύκλους του Hollywood του επιτρέπουν να «εισάγει» ανεξάρτητες ταινίες νέων δημιουργών και να τους δίνει βήμα στο ευρύ κοινό, σε μια σειρά φιλμ που χαρακτηρίστηκαν «Quentin Tarantino Presents movies» - η πιο επιτυχημένη εξ αυτών υπήρξε το αιματηρό «Hostel».

Μπαίνουμε στο 2000…



… και ο Tarantino έχει ήδη βάλει πλώρη για μια περιπέτεια βγαλμένη μέσα από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – ήταν το σενάριο που το 2009 θα γινόταν η ταινία «Άδωξοι Μπασταρδοι». Τα γυρίσματά της ωστόσο καθυστέρησαν τόσο πολύ, αφού ένα νέο concept είχε προκύψει στο τρελό όσο και ευφυές κινηματογραφικό μυαλό του σκηνοθέτη: Η διπλή εκδίκηση της Νύφης στα «Kill Bill». Η μούσα του, Uma Therman, αναλαμβάνει να βγάλει από την μέση τον Bill και την συμμορία του, και ο Tarantino κατορθώνει να χωρέσει σε δύο ταινίες όλη την παράδοση στις κινεζικές πολεμικές τέχνες, τις αρετές του ιαπωνικού σινεμά, των spaghetti westerns και του ιταλικού σινεμά τρόμου.



Η συνέχεια ήταν άκρως… εύφορη, αφού οι «Άδωξοι Μπάσταρδοι» έγιναν η πιο εμπορική του ταινία, ενώ τρία και κάτι χρόνια μετά επέστρεψε με την πολυαναμενόμενη εκδίκηση του Django, ενός σκλάβου στον αμερικανικό Νότο, που λύνεται από τα δεσμά του και σπέρνει τον σινεφίλ τρόμο.

Ο ίδιος δήλωσε πως πρόθεσή του ήταν να γυρίσει ένα… σάουθερν (κατά το ουέστερν), ένα spaghetti western γυρισμένο στον «βαθύ» Νότο της Αμερικής. «Ήθελα να κάνω μια ταινία που να ασχολείται με το άθλιο παρελθόν της Αμερικής σε σχέση με τον θεσμό της δουλείας, αλλά να το κάνω σαν spaghetti western. Όχι σαν μια βαριά ταινία, μα σαν μια ταινία συγκεκριμένου είδους, αλλά να ασχολείται με όλα όσα δεν τολμούν να ασχοληθούν οι ΗΠΑ επειδή ντρέπονται γι’ αυτά, και τα άλλα κράτη επίσης δεν ασχολούνται επειδή νιώθουν πως δεν έχουν το δικαίωμα», δήλωσε ο ίδιος σε συνέντευξή του.

Όσα δεν είδαμε ακόμη…



Τι σχεδιάζει ο δαιμόνιος Quentin μετά από τον Django; Οι φήμες που κυκλοφόρησαν κατά περιόδους είναι πολλές: Κάποια στιγμή άφησε να εννοηθεί πως πρέπει να περιμένουμε την επιστροφή της «Νύφης» του, σε ένα τρίτο μέρος του “Kill Bill”, μόνο και μόνο για να το διαψεύσει λίγα χρόνια αργότερα. Είχε επίσης δείξει το ενδιαφέρον του να σκηνοθετήσει το «Casino Royale» της σειράς του James Bond, αλλά όταν η προοπτική ναυάγησε, δήλωσε πως δεν τον ενδιαφέρει κάποιο άλλο φιλμ με τον Βρετανό πράκτορα. Είναι, ακόμη, γνωστό πως σχεδίαζε μια ταινία με τίτλο «Double V Vega» και πρωταγωνιστές τον Mr. Blonde από το “Reservoir Dogs” και τον ήρωα του John Travolta από το “Pulp Fiction”. Δυστυχώς, την ταινία δεν την είδαμε ποτέ, και αν αναλογιστεί κανείς πως τα χρόνια πέρασαν, οι ηθοποιοί… γέρασαν και ο Tarantino είναι πιο πολυάσχολος από ποτέ, οι πιθανότητες να την δούμε στις οθόνες μας είναι μηδαμινές.

Αυτό που είναι, πάντως, πιθανότερο να δούμε στο εγγύς μέλλον, είναι μια ταινία που θα κλείσει μια άτυπη τριλογία μαζί με τα «Inglorious Basterds» και «Django Unchained», το «Killer Crows», που όπως δήλωσε πρόσφατα ο ίδιος ο σκηνοθέτης, θα έχει να κάνει και πάλι με μια κοινότητα μαύρων Αμερικανών, που συγκρούονται με τον στρατό των λευκών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αν πάλι αναρωτιέστε αν του μένει καθόλου χρόνος για προσωπική ζωή, ο ίδιος δηλώνει πως –παρά τις σχέσεις που έχει συνάψει με διάφορες ηθοποιούς και γυναίκες του χώρου του- διάλεξε έναν μοναχικό, όσο και κινηματογραφικό δρόμο: Γάμο και παιδιά ίσως κάνει πριν τα 60, λέει ο 50χρονος Tarantino, αλλά δεν βιάζεται. Έχει άλλες προτεραιότητες για τα πιο γόνιμα χρόνια της ζωής του: «Αυτό είναι το περιθώριο που έχω για να κάνω ταινίες».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v