Έγινα ναυτικός γιατί αυτή ήταν η μοναδική επιλογή στον επαγγελματικό μου προσανατολισμό, δεδομένου ότι ήμουν πολύ δεμένος με την θάλασσα από παιδί και δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσω. Έτσι, οκτώ μήνες μετά την αποφοίτησή μου από το Γυμνάσιο, εγκατέλειψα μια Σχολή Λογιστών του Πειραιά, όπου φοιτούσα και έβγαλα φυλλάδιο «Μαθητευόμενου Ναυτικού». Άρχισα την ναυτική μου καριέρα στο εμπορικό πετρελαιοκίνητο – ιστιοφόρο, «Π/Κ Ισμήνη». Η επιλογή μου ήταν ενσυνείδητη και αποτέλεσμα εκτίμησης των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων του ναυτικού επαγγέλματος. Ένα από τα πλεονεκτήματα ήταν και το γεγονός ότι θα μπορούσα να σπουδάσω την ναυτική επιστήμη, δουλεύοντας και προσφέροντας οικονομική ενίσχυση στην οικογένειά μου.
Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, μετά την Γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο και συγκεκριμένα την σχολική χρονιά ‘53-‘54, που τελείωσα το Γυμνάσιο, οι σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν προνόμιο των μαθητών που προέρχονταν, κυρίως, από ευκατάστατες οικογένειες. Την εποχή εκείνη οι περισσότερες οικογένειες και μάλιστα οι πολυμελείς είχαν ανάγκη την οικονομική ενίσχυση των παιδιών τους, μόλις έφταναν σε ηλικία, που μπορούσαν να εργαστούν, αν υπήρχε δουλειά.
Η αλλαγή στην ποντοπόρο ναυτιλία σήμερα είναι εντυπωσιακή, τόσο στο ανθρώπινο δυναμικό όσο και στο μέγεθος, την ποιότητα και τον αριθμό των πλοίων. Μετά τον πόλεμο η ναυτιλία αριθμούσε μερικές δεκάδες πλοίων παλαιών, όσα είχαν κατορθώσει ν’ αποφύγουν την καταβύθισή τους από τα γερμανικά υποβρύχια. Η προσφορά της στην «Μάχη του Ατλαντικού» ήταν σημαντική. Η ανάπτυξή της άρχισε με την παραχώρηση από την Αμερικανική Κυβέρνηση των 100 λίμπερτυ με την εγγύηση του ελληνικού κράτους. Έκτοτε έγινε το λεγόμενο «Θαύμα της Ελληνικής Ναυτιλίας». Συντελεστές του, κατά κύριο λόγο, ήταν η ναυτοσύνη και η ναυτική συνείδηση του έλληνα ναυτικού, αλλά και το «δαιμόνιο των ελλήνων εφοπλιστών». Σήμερα, η ελληνική εμπορική ναυτιλία χαίρεται την παγκόσμια πρωτιά της, αλλά χωρίς έλληνες ναυτικούς. Οι έλληνες εφοπλιστές, αξιοποιώντας και σ’ αυτή την περίπτωση το δαιμόνιό τους, τους έδιωξαν πρόωρα από τα βαπόρια για μερικές χιλιάδες δολάρια τον χρόνο, που εξοικονόμησαν από την μισθοτροφοδοσία τους. Προφανώς, έχει τις ευθύνες του και το πολιτικό σύστημα του κράτους, όπως διαμορφώθηκε μετά την μεταπολίτευση. Όμως, το κακό είναι ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνία χάνουν πολλά από τον ενδεχόμενο πλήρη αφελληνισμό της ναυτιλίας. Αλλά και η ναυτιλία έχασε την ελληνική ναυτοσύνη, διακόπτοντας μια παράδοση χιλιάδων χρόνων.
Θα ήθελα να συμμεριστώ την βεβαιότητά σας ότι η ελληνική κοινωνία σήμερα αντιμετωπίζει τους ναυτικούς με θαυμασμό, αλλά φοβάμαι ότι διατηρώ πολλές επιφυλάξεις παρ' όλο ότι οι έλληνες ναυτικοί και οι οικογένειές τους αξίζουν αυτόν τον θαυμασμό και σεβασμό. Αυτό ισχύει για τις κοινωνίες των παραδοσιακών ναυτικών λαών του κόσμου. Διότι το ναυτικό επάγγελμα είναι μεν σκληρό, αλλά ενδιαφέρον και ηρωικό. Οι έλληνες ναυτικοί υπήρξαν οι πρώτοι χρηματοδότες της ελληνικής κοινωνίας αμέσως μετά τον πόλεμο. Μαζί με την ναυτιλιακή βιομηχανία συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Δυστυχώς, το κακό παράδειγμα το δίνει το ελληνικό κράτος, διότι όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τους ναυτικούς με θαυμασμό, αλλά τους θεωρεί και πολίτες δευτέρας κατηγορίας.
Τους έχει απογοητεύσει, υπεξαιρώντας την σύνταξή τους, στερώντας την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, διαλύοντας το Ν.Α.Τ. και τον Οίκο του Ναύτη. Κατασπατάλησε όλα τα αποθεματικά του Ν.Α.,Τ., παρόλο ότι, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο δεν είχε κανένας το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τα χρήματά του παρά μόνο για τους ναυτικούς και τις οικογένειές τους. Σημειώσατε ότι την εποχή του «ναυτιλιακού θαύματος» η σχέση των εργαζομένων ναυτικών προς τους συνταξιούχους ήταν 6/1. Σήμερα, κατά συνέπεια της κρατικής πολιτικής, αντιστράφηκε αυτή η σχέση και μας κατάντησαν «ζήτουλες», καταρρακώνοντας την υπερηφάνεια και αξιοπρέπειά μας. Επίσης, ουδέποτε φρόντισε να βελτιώσει την ναυτική εκπαίδευση, γιατί το πολιτικό σύστημα δεν ενδιαφέρεται για τον ναυτικό. Είναι κακός «πελάτης» του, γιατί του στερεί ακόμη και το δικαίωμα ψήφου, όταν ταξιδεύει. Τον θέλει μόνιμο «σκαρμό στο βαπόρι και φτηνό κρέας», γι’ αυτό δεν του δίνει την ευκαιρία να αποκαταστήσει την κοινωνική θέση του και στην στεριά. Όσοι προόδευσαν περισσότερο, το κατόρθωσαν από μόνοι τους.
Η ελληνική και διεθνής εμπορική ναυτιλία, λόγω του αντικειμένου τους, των διεθνών μεταφορών, ανέκαθεν υπήρξε παγκοσμιοποιημένη. Κατά συνέπεια και οι άνθρωποί της, οι ναυτικοί, είναι κοσμοπολίτες. Η παγκοσμιοποίηση, κατά την άποψή μου, δεν επηρέασε τον έλληνα ναυτικό, ο οποίος διαφύλαξε τα εθνικά του χαρακτηριστικά και ιδεώδη. Ωστόσο, η πρόοδος της τεχνολογίας και το κυνήγι του κέρδους ελάττωσε τον χρόνο διαμονής του πλοίου στο λιμάνι, με συνέπεια να γίνει η ζωή του ναυτικού πιο δύσκολη και άχαρη. Συγκρίνοντας την ζωή του ναυτικού πριν και μετά την παγκοσμιοποίηση, μπορούμε να πούμε ανεπιφύλακτα ότι πριν ήταν πολύ καλύτερη.
Για τον ναυτικό κάθε λιμάνι είναι ωραίο, γιατί αποτελεί το πέρας της εκτέλεσης μιας αποστολής και του επιφυλάσσει ψυχική ξεκούραση και ικανοποίηση, ειδικά αν το ταξίδι που έκανε υπήρξε δύσκολο. Μετά το στάδιο αυτής της ξεκούρασης γίνεται μια άγραφη λίστα αξιολόγησης ανάλογα με τις χαρές, που του επιφυλάσσει. Για τον ναυτικό το πιο ωραίο λιμάνι είναι της πατρίδας του, που το σκέπτεται πάντα με νοσταλγία κατά την διάρκεια των ταξιδιών του. Γιατί εκεί υπάρχουν τα αγαπημένα του πρόσωπα, που τον περιμένουν.
Υπήρξαν αρκετές έντονες εμπειρίες κατά την διάρκεια της ναυτικής μου καριέρας, κατά τις οποίες φτάσαμε, βαπόρι και επιβαίνοντες, στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, λόγω μεγάλης κακοκαιρίας. Όταν είσαι στον ωκεανό την παλεύεις με την ναυτική τέχνη και εμπειρία που διαθέτεις. Όταν, όμως, βρίσκεσαι αγκυροβολημένος στον περιορισμένο χώρο ενός κόλπου, που σε περιβάλλουν ξέρες, με περιορισμένα καύσιμα και σε ξεσέρνουν άνεμοι που φυσούν με ένταση, η οποία ξεπερνά, κατ’ αναλογία, τα «20 μποφόρ», τότε βρίσκεσαι στην ανάγκη να προσευχηθείς, γιατί φτάνεις λίγες ανάσες πριν τον θάνατο.
Μια τέτοια εμπειρία γνώρισα στο τελευταίο μου ταξίδι στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας, το 2000, όταν μας κτυπούσε επί τρεις μέρες ο τοπικός άνεμος «Μπορά» με ταχύτητα πάνω από 57 μέτρα ανά δευτερόλεπτο (πάνω από 110 ναυτικά μίλια την ώρα). Φουνταρισμένοι και με τις δυο άγκυρες, με όλο τους το έκταμα και εκτελώντας μανούβρες για ανακούφιση των καδενών, ο άνεμος μας ξέσυρε σε απόσταση 100 μέτρων (λιγότερο από το ολικό μήκος του βαποριού), περίπου, από τις ξέρες της άλλης πλευρά του κόλπου. Σε τέτοιες εμπειρίες βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που έγινες ναυτικός, αλλά και χαίρεσαι τις στιγμές που σου επιφυλάσσει το επάγγελμα, όταν κατορθώνεις να αντιμετωπίσεις τον κίνδυνο και να τον ξεπεράσεις με επιτυχία. Στο τέλος δοξάζεις και τον προστάτη σου άγιο, που έβαλε το χέρι Του, για να μπορέσεις να σαλπάρεις για άλλο αγκυροβόλιο, όταν ο άνεμος κόπασε κοντά στο ανώτατο όριο των 12 μποφόρ της κλίμακας Μποφόρ.
Σήμερα τα βαπόρια διαθέτουν μέσα ψυχαγωγίας και βιβλιοθήκες, με τα οποία μπορείς να περάσεις τον χρόνο σου ευχάριστα, όταν οι συνθήκες του ταξιδιού είναι καλές. Την δεκαετία του ‘50 και συγκεκριμένα το 1957, όταν έκανα ταξίδι 40 ημερών, από το Γκάλβεστον στην Βομβάη, δεν υπήρχαν αυτά τα μέσα. Σ’ αυτή την περίπτωση ο χρόνος σου μπορεί να περάσει ευχάριστα και εποικοδομητικά, γιατί μελετάς επαγγελματικά βιβλία της ναυτικής επιστήμης, βιβλία ξένων γλωσσών και λογοτεχνίας, εάν έχεις φροντίσει να εφοδιαστείς. Είναι ευτυχής συγκυρία, ασφαλώς, να έχεις καλούς συναδέλφους ναυτικούς, με τους οποίους μπορείς να κουβεντιάζεις ευχάριστα μέχρι να έλθει η ώρα να πας να ξεκουραστείς για την επόμενη βάρδιά σου.
Το ναυτικό επάγγελμα είναι από τα ωραιότερα, γιατί σου επιφυλάσσει μεγάλες συγκινήσεις, χαρές, πίκρες και ευχάριστες αναμνήσεις. Μπορείς να συνδυάσεις καλές σπουδές και οικονομική άνεση. Αλλά πρέπει να το αγαπήσεις, χωρίς περιορισμούς. Αν δεν σου αρέσει η θάλασσα και το πλοίο, οφείλεις, εγκαίρως, να τα εγκαταλείψεις και να αφοσιωθείς σε άλλο επάγγελμα, που να σου αρέσει, για το καλό το δικό σου και αυτών που, ενδεχομένως, θα διοικήσεις και θα εξαρτώνται από σένα. Αν, όμως, μείνεις, πρέπει να το υπηρετήσεις πιστά και να προσπαθήσεις να αναβαθμιστεί πραγματικά η ναυτική εκπαίδευση. Σήμερα, ο Πλοίαρχος και ο Α΄ Μηχανικός πρέπει να έχουν πολλές γνώσεις πανεπιστημιακού επιπέδου, τις οποίες αποκτούν μόνοι τους, για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις των πλοίων. Από τους ίδιους εξαρτάται να αναβαθμιστούν και να συνεχίσουν την καριέρα τους και στην στεριά, αφού κλείσει ο κύκλος τους στην θάλασσα. Η Ελλάδα, κατά παράδοση ναυτική χώρα, με την μεγαλύτερη ναυτιλία του κόσμου, δεν ευτύχησε να έχει πολιτικούς με ναυτική συνείδηση. Θα έλεγε κανείς ότι θέλουν την ναυτιλία χωρίς έλληνες ναυτικούς και υποβαθμισμένη. Είναι κρίμα μια τέτοια ναυτομάνα να μην έχει ένα ναυτικό πανεπιστήμιο.
Φίλιππος Ν. Χατζηπέρης
Πλοίαρχος Ε.Ν., έφεδρος
Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, μετά την Γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο και συγκεκριμένα την σχολική χρονιά ‘53-‘54, που τελείωσα το Γυμνάσιο, οι σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν προνόμιο των μαθητών που προέρχονταν, κυρίως, από ευκατάστατες οικογένειες. Την εποχή εκείνη οι περισσότερες οικογένειες και μάλιστα οι πολυμελείς είχαν ανάγκη την οικονομική ενίσχυση των παιδιών τους, μόλις έφταναν σε ηλικία, που μπορούσαν να εργαστούν, αν υπήρχε δουλειά.
Η αλλαγή στην ποντοπόρο ναυτιλία σήμερα είναι εντυπωσιακή, τόσο στο ανθρώπινο δυναμικό όσο και στο μέγεθος, την ποιότητα και τον αριθμό των πλοίων. Μετά τον πόλεμο η ναυτιλία αριθμούσε μερικές δεκάδες πλοίων παλαιών, όσα είχαν κατορθώσει ν’ αποφύγουν την καταβύθισή τους από τα γερμανικά υποβρύχια. Η προσφορά της στην «Μάχη του Ατλαντικού» ήταν σημαντική. Η ανάπτυξή της άρχισε με την παραχώρηση από την Αμερικανική Κυβέρνηση των 100 λίμπερτυ με την εγγύηση του ελληνικού κράτους. Έκτοτε έγινε το λεγόμενο «Θαύμα της Ελληνικής Ναυτιλίας». Συντελεστές του, κατά κύριο λόγο, ήταν η ναυτοσύνη και η ναυτική συνείδηση του έλληνα ναυτικού, αλλά και το «δαιμόνιο των ελλήνων εφοπλιστών». Σήμερα, η ελληνική εμπορική ναυτιλία χαίρεται την παγκόσμια πρωτιά της, αλλά χωρίς έλληνες ναυτικούς. Οι έλληνες εφοπλιστές, αξιοποιώντας και σ’ αυτή την περίπτωση το δαιμόνιό τους, τους έδιωξαν πρόωρα από τα βαπόρια για μερικές χιλιάδες δολάρια τον χρόνο, που εξοικονόμησαν από την μισθοτροφοδοσία τους. Προφανώς, έχει τις ευθύνες του και το πολιτικό σύστημα του κράτους, όπως διαμορφώθηκε μετά την μεταπολίτευση. Όμως, το κακό είναι ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνία χάνουν πολλά από τον ενδεχόμενο πλήρη αφελληνισμό της ναυτιλίας. Αλλά και η ναυτιλία έχασε την ελληνική ναυτοσύνη, διακόπτοντας μια παράδοση χιλιάδων χρόνων.
Θα ήθελα να συμμεριστώ την βεβαιότητά σας ότι η ελληνική κοινωνία σήμερα αντιμετωπίζει τους ναυτικούς με θαυμασμό, αλλά φοβάμαι ότι διατηρώ πολλές επιφυλάξεις παρ' όλο ότι οι έλληνες ναυτικοί και οι οικογένειές τους αξίζουν αυτόν τον θαυμασμό και σεβασμό. Αυτό ισχύει για τις κοινωνίες των παραδοσιακών ναυτικών λαών του κόσμου. Διότι το ναυτικό επάγγελμα είναι μεν σκληρό, αλλά ενδιαφέρον και ηρωικό. Οι έλληνες ναυτικοί υπήρξαν οι πρώτοι χρηματοδότες της ελληνικής κοινωνίας αμέσως μετά τον πόλεμο. Μαζί με την ναυτιλιακή βιομηχανία συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Δυστυχώς, το κακό παράδειγμα το δίνει το ελληνικό κράτος, διότι όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τους ναυτικούς με θαυμασμό, αλλά τους θεωρεί και πολίτες δευτέρας κατηγορίας.
Τους έχει απογοητεύσει, υπεξαιρώντας την σύνταξή τους, στερώντας την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, διαλύοντας το Ν.Α.Τ. και τον Οίκο του Ναύτη. Κατασπατάλησε όλα τα αποθεματικά του Ν.Α.,Τ., παρόλο ότι, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο δεν είχε κανένας το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τα χρήματά του παρά μόνο για τους ναυτικούς και τις οικογένειές τους. Σημειώσατε ότι την εποχή του «ναυτιλιακού θαύματος» η σχέση των εργαζομένων ναυτικών προς τους συνταξιούχους ήταν 6/1. Σήμερα, κατά συνέπεια της κρατικής πολιτικής, αντιστράφηκε αυτή η σχέση και μας κατάντησαν «ζήτουλες», καταρρακώνοντας την υπερηφάνεια και αξιοπρέπειά μας. Επίσης, ουδέποτε φρόντισε να βελτιώσει την ναυτική εκπαίδευση, γιατί το πολιτικό σύστημα δεν ενδιαφέρεται για τον ναυτικό. Είναι κακός «πελάτης» του, γιατί του στερεί ακόμη και το δικαίωμα ψήφου, όταν ταξιδεύει. Τον θέλει μόνιμο «σκαρμό στο βαπόρι και φτηνό κρέας», γι’ αυτό δεν του δίνει την ευκαιρία να αποκαταστήσει την κοινωνική θέση του και στην στεριά. Όσοι προόδευσαν περισσότερο, το κατόρθωσαν από μόνοι τους.
Η ελληνική και διεθνής εμπορική ναυτιλία, λόγω του αντικειμένου τους, των διεθνών μεταφορών, ανέκαθεν υπήρξε παγκοσμιοποιημένη. Κατά συνέπεια και οι άνθρωποί της, οι ναυτικοί, είναι κοσμοπολίτες. Η παγκοσμιοποίηση, κατά την άποψή μου, δεν επηρέασε τον έλληνα ναυτικό, ο οποίος διαφύλαξε τα εθνικά του χαρακτηριστικά και ιδεώδη. Ωστόσο, η πρόοδος της τεχνολογίας και το κυνήγι του κέρδους ελάττωσε τον χρόνο διαμονής του πλοίου στο λιμάνι, με συνέπεια να γίνει η ζωή του ναυτικού πιο δύσκολη και άχαρη. Συγκρίνοντας την ζωή του ναυτικού πριν και μετά την παγκοσμιοποίηση, μπορούμε να πούμε ανεπιφύλακτα ότι πριν ήταν πολύ καλύτερη.
Για τον ναυτικό κάθε λιμάνι είναι ωραίο, γιατί αποτελεί το πέρας της εκτέλεσης μιας αποστολής και του επιφυλάσσει ψυχική ξεκούραση και ικανοποίηση, ειδικά αν το ταξίδι που έκανε υπήρξε δύσκολο. Μετά το στάδιο αυτής της ξεκούρασης γίνεται μια άγραφη λίστα αξιολόγησης ανάλογα με τις χαρές, που του επιφυλάσσει. Για τον ναυτικό το πιο ωραίο λιμάνι είναι της πατρίδας του, που το σκέπτεται πάντα με νοσταλγία κατά την διάρκεια των ταξιδιών του. Γιατί εκεί υπάρχουν τα αγαπημένα του πρόσωπα, που τον περιμένουν.
Υπήρξαν αρκετές έντονες εμπειρίες κατά την διάρκεια της ναυτικής μου καριέρας, κατά τις οποίες φτάσαμε, βαπόρι και επιβαίνοντες, στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, λόγω μεγάλης κακοκαιρίας. Όταν είσαι στον ωκεανό την παλεύεις με την ναυτική τέχνη και εμπειρία που διαθέτεις. Όταν, όμως, βρίσκεσαι αγκυροβολημένος στον περιορισμένο χώρο ενός κόλπου, που σε περιβάλλουν ξέρες, με περιορισμένα καύσιμα και σε ξεσέρνουν άνεμοι που φυσούν με ένταση, η οποία ξεπερνά, κατ’ αναλογία, τα «20 μποφόρ», τότε βρίσκεσαι στην ανάγκη να προσευχηθείς, γιατί φτάνεις λίγες ανάσες πριν τον θάνατο.
Μια τέτοια εμπειρία γνώρισα στο τελευταίο μου ταξίδι στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας, το 2000, όταν μας κτυπούσε επί τρεις μέρες ο τοπικός άνεμος «Μπορά» με ταχύτητα πάνω από 57 μέτρα ανά δευτερόλεπτο (πάνω από 110 ναυτικά μίλια την ώρα). Φουνταρισμένοι και με τις δυο άγκυρες, με όλο τους το έκταμα και εκτελώντας μανούβρες για ανακούφιση των καδενών, ο άνεμος μας ξέσυρε σε απόσταση 100 μέτρων (λιγότερο από το ολικό μήκος του βαποριού), περίπου, από τις ξέρες της άλλης πλευρά του κόλπου. Σε τέτοιες εμπειρίες βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που έγινες ναυτικός, αλλά και χαίρεσαι τις στιγμές που σου επιφυλάσσει το επάγγελμα, όταν κατορθώνεις να αντιμετωπίσεις τον κίνδυνο και να τον ξεπεράσεις με επιτυχία. Στο τέλος δοξάζεις και τον προστάτη σου άγιο, που έβαλε το χέρι Του, για να μπορέσεις να σαλπάρεις για άλλο αγκυροβόλιο, όταν ο άνεμος κόπασε κοντά στο ανώτατο όριο των 12 μποφόρ της κλίμακας Μποφόρ.
Σήμερα τα βαπόρια διαθέτουν μέσα ψυχαγωγίας και βιβλιοθήκες, με τα οποία μπορείς να περάσεις τον χρόνο σου ευχάριστα, όταν οι συνθήκες του ταξιδιού είναι καλές. Την δεκαετία του ‘50 και συγκεκριμένα το 1957, όταν έκανα ταξίδι 40 ημερών, από το Γκάλβεστον στην Βομβάη, δεν υπήρχαν αυτά τα μέσα. Σ’ αυτή την περίπτωση ο χρόνος σου μπορεί να περάσει ευχάριστα και εποικοδομητικά, γιατί μελετάς επαγγελματικά βιβλία της ναυτικής επιστήμης, βιβλία ξένων γλωσσών και λογοτεχνίας, εάν έχεις φροντίσει να εφοδιαστείς. Είναι ευτυχής συγκυρία, ασφαλώς, να έχεις καλούς συναδέλφους ναυτικούς, με τους οποίους μπορείς να κουβεντιάζεις ευχάριστα μέχρι να έλθει η ώρα να πας να ξεκουραστείς για την επόμενη βάρδιά σου.
Το ναυτικό επάγγελμα είναι από τα ωραιότερα, γιατί σου επιφυλάσσει μεγάλες συγκινήσεις, χαρές, πίκρες και ευχάριστες αναμνήσεις. Μπορείς να συνδυάσεις καλές σπουδές και οικονομική άνεση. Αλλά πρέπει να το αγαπήσεις, χωρίς περιορισμούς. Αν δεν σου αρέσει η θάλασσα και το πλοίο, οφείλεις, εγκαίρως, να τα εγκαταλείψεις και να αφοσιωθείς σε άλλο επάγγελμα, που να σου αρέσει, για το καλό το δικό σου και αυτών που, ενδεχομένως, θα διοικήσεις και θα εξαρτώνται από σένα. Αν, όμως, μείνεις, πρέπει να το υπηρετήσεις πιστά και να προσπαθήσεις να αναβαθμιστεί πραγματικά η ναυτική εκπαίδευση. Σήμερα, ο Πλοίαρχος και ο Α΄ Μηχανικός πρέπει να έχουν πολλές γνώσεις πανεπιστημιακού επιπέδου, τις οποίες αποκτούν μόνοι τους, για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις των πλοίων. Από τους ίδιους εξαρτάται να αναβαθμιστούν και να συνεχίσουν την καριέρα τους και στην στεριά, αφού κλείσει ο κύκλος τους στην θάλασσα. Η Ελλάδα, κατά παράδοση ναυτική χώρα, με την μεγαλύτερη ναυτιλία του κόσμου, δεν ευτύχησε να έχει πολιτικούς με ναυτική συνείδηση. Θα έλεγε κανείς ότι θέλουν την ναυτιλία χωρίς έλληνες ναυτικούς και υποβαθμισμένη. Είναι κρίμα μια τέτοια ναυτομάνα να μην έχει ένα ναυτικό πανεπιστήμιο.
Φίλιππος Ν. Χατζηπέρης
Πλοίαρχος Ε.Ν., έφεδρος