Μιχάλης Κουνάδης: «Αν ο ναυτικός θυμόταν τις φουρτούνες, δε θα ξαναταξίδευε»

Μιχάλης Κουνάδης: «Αν ο ναυτικός θυμόταν τις φουρτούνες, δε θα ξαναταξίδευε»
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αίγινα. Είμαστε μια πολυμελής αγροτική οικογένεια εννιά παιδιών. Ο καθένας από τα αγόρια μόλις τελείωνε το σχολείο έπρεπε να δουλέψει για να βοηθήσει την οικογένεια, που εκτός των άλλων έπρεπε να φτιάξει και προίκα για τις δύο αδελφές. Εγώ σαν προτελευταίος στη σειρά είχα την ευκαιρία (;) τελειώνοντας το γυμνάσιο να γραφτώ στη νυχτερινή σχολή μηχανικών Ε.Ν. Προμηθέας.

Τότε, αρχές της δεκαετίας του ’60 υπήρχαν δώδεκα τουλάχιστον ιδιωτικές νυχτερινές σχολές στον Πειραιά, και όλες πλήρεις. Δύο τμήματα των εξήντα μαθητών το καθένα ήμασταν στην πρώτη τάξη της σχολής. Η τάση της εποχής ήταν να μάθουν τα παιδιά μια δουλειά για να αποκατασταθούν επαγγελματικά. Το εμπορικό ναυτικό ήταν το δέλεαρ, γρήγορη εξέλιξη με καλές απολαβές. Βέβαια, τα τέσσερα χρόνια της σχολής ήταν δύσκολα γιατί έμενα μόνος, δούλευα την ημέρα στο μηχανουργείο, και το βράδυ πήγαινα στη σχολή.

Στον τέταρτο και τελευταίο χρόνο στη σχολή, η εταιρεία του Ωνάση μας έκανε πρόταση μετά το τέλος των σπουδών όποιο παιδί ήθελε να δουλέψει στα πλοία της. Έδιναν ένα βοήθημα 500 δραχμές τον μήνα, που ήταν μια ανάσα στα περιορισμένα μας οικονομικά. Έτσι, βρέθηκα τον Νοέμβριο του ’66 στο Σουέζ να περιμένω το Olympic Mountain, ένα γκαζάδικο 32.000 τόνων. Η τριήμερη παραμονή μου στο Σουέζ κάθε άλλο παρά ευχάριστη ήταν, αφού έπαθα δηλητηρίαση και την τρίτη μέρα που ήρθε το πλοίο ανέβηκα την σκάλα παραπαίοντας. Ευτυχώς, ο γραμματικός (σ.σ. υποπλοίαρχος) του πλοίου έκανε σωστή διάγνωση και σε λίγες μέρες έγινα καλά με τα κατάλληλα χάπια.

Αν και ήμουν κάπως εξοικειωμένος με τα πλοία, μιας και τη μεγαλύτερη υπηρεσία στα μηχανουργεία την έκανα στα ναυπηγεία, τις πρώτες μέρες κόντευα να σκάσω από τη στεναχώρια μου, ήθελα να φύγω, ήθελα να αλλάξω επάγγελμα… Αυτό που με έκανε να αλλάξω γνώμη ήταν ότι μετά το Σουέζ πήγαμε Augusta, ένα λιμάνι στη Σικελία, ξεφορτώσαμε και πήγαμε στη Μασσαλία για επισκευή, όπου κάτσαμε δύο μήνες. Περιττό να πω ότι ξέχασα όλες μου τις στεναχώριες. Η Μασσαλία είναι μια φανταστική πόλη με υπέροχα κτίρια και τεράστιες λεωφόρους, δέος στα μάτια ενός 19χρονου που πρώτη φορά έβλεπε μεγαλούπολη.

Η ζωή του ναυτικού έχει δύο όψεις. Η μία, ας την πούμε ευχάριστη, είναι οι εναλλαγές εικόνων από πόλεις και τοπία από όλον σχεδόν τον κόσμο, και η επαφή, έστω και μικρή, με άλλους κόσμους και πολιτισμούς. Η άλλη, η πιο ζόρικη, είναι ότι βρίσκεσαι μακριά από το σπίτι σου, κλεισμένος σε μια σιδερένια φυλακή με άλλα 25-30 άτομα, που την σημερινή εποχή οι περισσότεροι είναι άλλης εθνικότητας, βλέποντας ουρανό και θάλασσα για πολλές μέρες –τόσες που χαίρεσαι απλά και μόνο όταν στον ορίζοντα φανεί άλλο πλοίο. Σε αυτό το περιβάλλον πρέπει να δουλέψεις, πολλές φορές σε πολύ αντίξοες συνθήκες: από τη μία τα ακραία καιρικά φαινόμενα, θύελλες, κυκλώνες ή σουέλ που για μέρες δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς, σου δημιουργούν ένα μόνιμο στρες και από την άλλη οι συχνές αλλαγές κλίματος από τα παγωμένα κλίματα στα πολύ ζεστά τροπικά, σε τσακίζουν κυριολεκτικά. Θέλει ψυχικό και σωματικό κουράγιο για να ανταπεξέλθεις.

Όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, τα βράδια περνούν ευχάριστα, παίζοντας κανένα επιτραπέζιο παιχνίδι, συνήθως τάβλι ή χαρτιά, και σκάκι ή βλέποντας καμιά ταινία στο DVD. Σε έκτακτες περιπτώσεις, σε καμιά γιορτή, και μόνο στα φορτηγά, παίζει και κανένα barbecue, και αν είναι και αρκετοί πατριώτες στήνεται και κανένα γλεντάκι, με μουσικές και χορούς. Η ευχή, δε, που δίνεται πάντα, πίνοντας κανένα ποτηράκι, είναι «άντε και του χρόνου σπίτια μας». Νομίζω ότι η μόνη επαγγελματική ομάδα που παρακαλάει να περάσει ο καιρός είναι οι ναυτικοί, γιατί κακά τα ψέματα, λίγοι είναι εκείνοι που αγαπάνε το επάγγελμα. Οι περισσότεροι ταξιδεύουν από ανάγκη, και για να έχουν περισσότερα χρήματα. Όχι σπουδαία πράγματα, απλά να φτιάξουν ένα σπιτάκι, να πάρουν ένα καλό αυτοκίνητο και να σπουδάσουν τα παιδιά τους.

Εδώ στο χρηματικό θα ήθελα να σταθώ λίγο. Παλαιότερα, αν όχι και σήμερα, τον ναυτικό τον έβλεπαν οι στεριανοί και λίγο σαν τράπεζα. Όλοι σου ζήταγαν δανεικά, και πολλές φορές αγύριστα. Χώρια το όργιο με τα αφορολόγητα, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, όλοι ήθελαν να τους φέρεις από μαγνητόφωνο και φωτογραφική μηχανή μέχρι ψυγείο και κουζίνα. Ακόμα και άτομα της δίωξης λαθρεμπορίου στον Πειραιά όπου ερχόμασταν τακτικά με ένα καράβι μας ζήταγαν –με λίστα παρακαλώ– τι και τι ήθελαν να τους φέρουμε και πού να τα παραδώσουμε, μόνο και μόνο για να έχουμε την εύνοιά τους. Άσε τους τελωνειακούς στο αεροδρόμιο, που έβλεπαν τον ναυτικό για κοινό λαθρέμπορο. Άνοιγαν τις βαλίτσες, πέταγαν όλα τα πράγματα κάτω και άμα έβρισκαν καμιά κούτα τσιγάρα ή ουίσκι ή κανένα σαπουνάκι Lux το έπαιρναν για την πάρτη τους χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Γι’ αυτό λέω ότι ο ναυτικός είναι το πιο ζόρικο και παρεξηγημένο επάγγελμα, από την κοινωνία μέχρι το κράτος όλοι μας απαξίωναν. Ήμασταν απόντες από τα τεκταινόμενα, πολίτες δεύτερης κατηγορίας, χωρίς δικαίωμα ψήφου, και ας είχαμε συμβάλλει τα μέγιστα στην οικονομία του τόπου με το σκληρό συνάλλαγμα που στέλναμε, πόροι άδηλοι χωρίς να ξοδεύει το κράτος μια δραχμή. Αυτό το ανάλγητο κράτος που αφού σάρωσε το ΝΑΤ, ένα από τα παλαιότερα και πλουσιότερα ασφαλιστικά ταμεία, έφτασε στο σημείο να περικόπτει συνεχώς τις συντάξεις των ναυτικών. Πώς μετά ο ναυτικός να νιώθει υπερήφανος για το επάγγελμά του; Μόνο αυτό καθαυτό το ταξίδι σου δίνει δύναμη να συνεχίσεις. Πιστεύω ότι σαν λαός το έχουμε και λίγο στο DNA μας.

Το πλοίο, λοιπόν, είπαμε ότι το βλέπουμε λίγο σαν σιδερένια φυλακή, που οικειοθελώς κλειστήκαμε μέσα, αλλά πολλές φορές το βλέπουμε ταυτόχρονα και σαν δεύτερο σπίτι μας, το συνηθίζουμε και το αγαπάμε τόσο που πολλές φορές κλαίμε όταν το αποχωριζόμαστε. Και τι πιο ωραίο, σε αυτό το πλωτό σπίτι σου, να φέρεις την γυναίκα και τα παιδιά σου για ένα ή περισσότερα ταξίδια και να νιώσεις κάπως πιο ανθρώπινα;

Ήταν χειμώνας του ’78, μέρες Χριστουγέννων, ερχόμασταν με το Classic του Κώστα Λαιμού φορτωμένοι πετρέλαιο από τον Περσικό με προορισμό το Williamshaven, στην τότε Δυτική Γερμανία. Η θάλασσα αγρίευε και το κρύο γινόταν τσουχτερό από το Γιβραλτάρ και μετά. Πήραμε πιλότο στο Plymouth να μας περάσει από το English Channel και φτάσαμε στο Williamshaven με έναν χιονιά ανυπόφορο. Εκεί περιμέναμε, εγώ και ο καπετάνιος, τις γυναίκες μας να έρθουν από την Ελλάδα. Του καπετάν Μελέτη η γυναίκα του θα έφερνε και τα δύο αγόρια του.

Βγαίνοντας στη Βόρεια Θάλασσα μας έπιασε μια χιονοθύελλα να μην βλέπεις μπροστά σου, προοίμιο του τι θα ακολουθούσε. Αφήσαμε τον πιλότο στο Plymouth και χαράξαμε πορεία για Αμερική. Τα δελτία καιρού που παίρναμε ήταν σκέτη απελπισία, όλος ο Βόρειος Ατλαντικός έβραζε. Βγαίνοντας στον Βισκαϊκό ο φόβος φώλιασε για τα καλά μέσα μας. Κάτι κύματα βουνά, όμοια τους δεν είχαμε ξαναδεί. Το καράβι αγκομαχούσε και περιδινιζόταν.

Σε αυτόν τον χαμό οι μόνοι που κυκλοφορούσαν άνετα ήταν τα παιδιά, ο Γιώργος 4 και ο Τάκης 2 χρονών, ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες σαν το σπίτι τους. Ο καπετάν Μελέτης, νυχθημερόν στη γέφυρα, αγωνιούσε πιο πολύ απ’ όλους, και σοφά πράττοντας αφού έβλεπε ότι δεν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε δυτικά προς Αμερική άλλαξε πορεία προς τον Νότο.

Ήταν θαρρώ ανήμερα Χριστούγεννα το βράδυ όταν πήραμε το SOS. Κοντά μας ένα πλοίο κινδύνευε, και έπρεπε να πάμε. Πού να πας, όμως, μέσα στον κακό χαμό; Προσπαθούσαμε να γυρίσουμε, να πάμε προς το μέρος τους, αλλά ήταν αδύνατο. Το Andros Patria της Orion κόπηκε στη μέση από την θαλασσοταραχή και τα περισσότερα μέλη του πληρώματος χάθηκαν στα αγριεμένα κύματα.

Παλεύοντας με την φοβερή θαλασσοταραχή και καταχωνιάζοντας τον φόβο μέσα μας, καταφέραμε να φτάσουμε στο Norfolk για να φορτώσουμε κάρβουνο. Ένα ταξίδι δώδεκα ημερών το κάναμε είκοσι. Στο λιμάνι, κάτι οι δουλειές, κάτι ο προγραμματισμός να πάμε μια βόλτα να πατήσουμε λίγο στεριά που λέμε, μας έκανε να ξεχάσουμε όσα περάσαμε στο ταξίδι. Αν, λένε, η μάνα θυμόταν τους πόνους της γέννας και ο ναυτικός τις φουρτούνες, ούτε η μία θα ξαναγένναγε ούτε ο άλλος θα ξαναταξίδευε.

Πριν την παγκοσμιοποίηση, και σε έναν κόσμο χωρίς internet, πήγαινες π.χ. στην Ιαπωνία και νόμιζες ότι βρισκόσουν σε άλλο κόσμο. Σήμερα, όλα έχουν γίνει ένα, έχουν τα πάντα αμερικανοποιηθεί.

Ένα φανταστικό λιμάνι ήταν το Wangarei, στο βόρειο νησί της Νέας Ζηλανδίας. Εδώ πήγαμε με το Phassa του Εμπειρίκου, να ξεφορτώσουμε πετρέλαιο που είχαμε φορτώσει από άλλο, μεγαλύτερο πλοίο στη Σιγκαπούρη. Η πρώτη εντύπωση εδώ είναι οι μεγάλες παραλίες με την πιο καθαρή και λευκή άμμο που έχω δει. Έχει μεγάλη παλίρροια και όταν έρχεται η άμπωτη περπατάς στην άμμο και μαζεύεις καβούρια και γαρίδες που δεν πρόλαβαν να γυρίσουν στη θάλασσα.

Οι άνθρωποι εδώ νομίζεις ότι ζουν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Όλοι ρώταγαν να μάθουν νέα από την Ευρώπη, που καθότι είναι μακριά δεν μπορούν να την επισκεφθούν συχνά. Οι περισσότεροι κάτοικοι, εκτός των ιθαγενών maori, είναι ευρωπαϊκής καταγωγής. Την πόλη τη διασχίζει ένα ποτάμι και έχει ένα τεράστιο πάρκο, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου.

Με την γυναίκα μου και την κόρη μου, που ήταν μαζί μου σε εκείνο το ταξίδι, πήγαμε σε ένα εμπορικό κέντρο να ψωνίσουμε, γνωριστήκαμε με τον ιδιοκτήτη, του έκανε εντύπωση ότι ήμασταν από την Ευρώπη και μας κάλεσε το βράδυ στο σπίτι του. Μας έκανε τραπέζι, με ένα ωραιότατο κρέας από την φάρμα του –οι περισσότεροι Νεοζηλανδοί έχουν στην κατοχή τους από εκατό και πάνω πρόβατα– μας δάνεισε και το κανό του, και κάναμε βόλτα στο ποτάμι. Είχε ένα πανέμορφο σπίτι, αποικιακού ρυθμού, δίπλα στο ποτάμι. Αυτά το ’87, πριν την Παγκοσμιοποίηση.

Τι θα συμβούλευα κάποιον που το σκέφτεται; Αν είστε επιρρεπείς στην περιπέτεια, αν σας πνίγει η σημερινή κατάσταση, μια καλή διέξοδος είναι το ναυτικό επάγγελμα. Ανεπιφύλακτα δοκιμάστε το, σήμερα έχετε τη δυνατότητα με τον τρόπο εκπαίδευσης και τα sandwich course αν δεν σας αρέσει να την κάνετε με ελαφρά πηδηματάκια.

Ένας κατ’ ανάγκη ναυτικός, έφεδρος.
Μιχάλης Κουνάδης
Α' Μηχανικός Ε.Ν.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v