Το Παρά Πέντε είναι μια από τις καλύτερες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης
Σενάριο υποδειγματικό, χαρακτήρες που άνετα έκανες φίλους σου και συνεχείς ανατροπές σε μια σειρά που όσα χρόνια και αν περάσουν δεν παύει να είναι φρέσκια.
Σενάριο υποδειγματικό, χαρακτήρες που άνετα έκανες φίλους σου και συνεχείς ανατροπές σε μια σειρά που όσα χρόνια και αν περάσουν δεν παύει να είναι φρέσκια.
Όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά από το MEGA τον Σεπτέμβριο του 2005 και έως την ολοκλήρωσή του, τον Ιούνιο του 2007, το Παρά Πέντε του Γιώργου Καπουτζίδη είχε σπάσει τα κοντέρ, με τηλεθεάσεις της τάξης του 65%.
Φέτος, επαναπροβάλλεται από το κανάλι και συνεχίζει να είναι το ίδιο δημοφιλές… αναγκάζοντας μάλιστα τον Γιώργο Καπουτζίδη που παρουσιάζει το The Voice στον ΣΚΑΙ να αποκαλύπτει (με χιουμοριστική διάθεση) την υπόθεση του επεισοδίου που έπαιζε εκείνη την ημέρα στο MEGA, για να… πείσει τους τηλεθεατές να γυρίσουν κανάλι στο τηλεκοντρόλ.
Και γιατί να μην είναι, θα αναρωτηθεί κανείς. Το Παρά Πέντε άφησε εποχή στην ελληνική τηλεόραση για όλους τους σωστούς λόγους.
Και ήταν ίσως μια εκ των κορυφαίων ελληνικών σειρών που είχαμε δει τότε, αλλά βλέπουμε και τώρα.
Γιατί ήταν αρκετά «καθαρή» για όλη την οικογένεια. Από παιδιά μέχρι συνταξιούχους, όλοι μπορούσαν να ταυτιστούν με κάποιον χαρακτήρα. Μάλιστα, η αγνότητα των ηρώων και το χιούμορ χωρίς εύκολες ακρότητες την κατέστησαν ιδανική για οικογενειακή παρακολούθηση.
Γιατί συνδύαζε χιούμορ, περιπέτεια και συγκίνηση, με εναλλαγές από ξεκαρδιστικές σκηνές, σε στιγμές βαθιάς συγκίνησης, όπως οι προσωπικές εξομολογήσεις των ηρώων που κράτησαν το ενδιαφέρον αμείωτο. Από τη μία γελούσες μέχρι δακρύων και αμέσως μετά προβληματιζόσουν.
Γιατί έκανε «κουλ» πέντε ανθρώπους έξω από τα στερεότυπα. Μια παρέα που δεν στηριζόταν σε γυμνασμένα σώματα ή στο σέξινες. Οι χαρακτήρες ήταν φοβισμένοι, αδέξιοι, αντικοινωνικοί και με ανθρώπινες αδυναμίες. Η απλότητά τους έδειξε ότι μπορείς να είσαι ήρωας χωρίς να είσαι τέλειος.
Γιατί παρά την «καρτουνίστικη» φύση της, τήρησε την συνέπεια στο είδος του και την αθωότητα των ηρώων του, επιτρέποντάς τους να τιμωρήσουν τους «κακούς», χωρίς να τους βάλει ποτέ ούτε καν να κρατήσουν στα χέρια τους όπλο.
Γιατί μίλησε για το πώς οι διαφορετικές εξουσίες μπορούν να συγκαλύψουν ένα έγκλημα. Ανατριχιαστικά επίκαιρο θα’λεγε κανείς. Χωρίς διδακτισμό, το Παρά Πέντε μας έδειξε πώς οι «μικροί» άνθρωποι μπορούν να σταθούν απέναντι στους «μεγάλους».
Γιατί μας παρέδωσε τους υπέροχους χαρακτήρες της γιαγιάς Σόφης και της Θεοπούλας, δύο γυναίκες που απενοχοποίησαν τη σχέση μας με τις γιαγιάδες μας χωρίς να ενταχθούν στο γνωστό στερεότυπο των συντηρητικών ηλικιωμένων που αναμασούν συνήθως οι τηλεοπτικές σειρές.
Γιατί την αντίθεση μιας εκκεντρικής υπερπλούσιας όπως η Ντάλια με μια λαϊκή γυναίκα του χωριού όπως η Ζουμπουλία. Αυτή η φιλία έδειξε ότι οι διαφορές δεν αποτελούν εμπόδιο όταν υπάρχει κατανόηση και αγάπη. Η σχέση τους ήταν μια ωδή στη διαφορετικότητα και την αποδοχή.
Γιατί βασιζόταν στην ατάκα, κάτι που ο σεναριογράφος Γιώργος Καπουτζίδης ξέρει να κάνει πολύ καλά.
Γιατί ήταν μια σειρά που ένωνε παρέες: Ήταν από τις λίγες φορές που μια σειρά κατάφερνε να συγκεντρώνει παρέες σε σπίτια, μόνο και μόνο για να δουν το νέο επεισόδιο. Τα γέλια και οι συζητήσεις την επόμενη μέρα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της εμπειρίας.
Γιατί ήταν ακριβή, για τα δεδομένα της Ελλάδας, παραγωγή. Σπάνια έκτοτε ξαναείδαμε σε κωμωδία σκηνές καταδίωξης, ελικόπτερα, διασώσεις, τρένα, γυρίσματα σε Μύκονο, ακριβά σπίτια και λιμουζίνες, εξωτερικές σκηνές σε παραλίες, κάμπινγκ, κολυμβητήρια, πλατείες, χωριά, ακριβά ξενοδοχεία...
Τέλος, για αυτές τις επικές ατάκες της Ντάλιας:
...και για αυτές της Θεοπούλας, που θα μας μείνουν αξέχαστες.