Είδαμε το Megalopolis και δεν ξέρουμε πώς να νιώσουμε

Φιλόδοξο, σουρεάλ, χαώδες, ενίοτε ασυνάρτητο μα σαγηνευτικό, το magnum opus του Κόπολα έρχεται στις ελληνικές αίθουσες.

Είδαμε το Megalopolis και δεν ξέρουμε πώς να νιώσουμε

Αν ανήκεις στους σινεφίλ κύκλους ή έστω ασχολείσαι μια στο τόσο με το τι συμβαίνει στην παγκόσμια κινηματογραφική σκηνή, σίγουρα θα πήρε το αυτί σου για την πολυαναμενόμενη επιστροφή του μεγάλου Φράνσις Φορντ Κόπολα στη μεγάλη οθόνη με το Megalopolis.

Ο εμβληματικός σκηνοθέτης προσπαθούσε να υλοποιήσει εδώ και τέσσερις δεκαετίες αυτό του το όραμα, μια ιδέα που όπως λέει άρχισε να αναπτύσσει από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80.

Ο Κόπολα εμπνεύστηκε -εν μέρει- την ιστορία της ταινίας όταν διάβασε για τη συνωμοσία του Κατιλίνα που διαδραματίστηκε το 63 π.Χ. Πρωταγωνιστής ήταν ο δημοφιλής Ρωμαίος αριστοκράτης Λεύκιος Σέργιος Κατιλίνας, που αποπειράθηκε να ανατρέψει τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Αν είχε πετύχει το πραξικόπημά του, θα είχε καταφέρει να διώξει την κυρίαρχη ανώτερη τάξη και θα διεκδικούσε τη διαγραφή χρεών για τον ίδιο και τα μέλη της κατώτερης τάξης.

«Είχα σκαρώσει αυτή την ιδέα. Ήθελα πολύ να γράψω αυτήν την ιστορία. Άρχισα να γεμίζω σημειωματάρια με ιδέες ή στοιχεία που εντόπισα, διαβάζοντας. Σκέφτηκα πως όλοι γνωρίζουν ότι η Αμερική είναι μια μετενσάρκωση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, καθώς οι Ιδρυτές Πατέρες μας δεν ήθελαν βασιλιά, αλλά προτιμούσαν ένα πολίτευμα σαν τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Δεν μπορείς να βρεθείς στη Νέα Υόρκη χωρίς να συνειδητοποιήσεις ότι είναι καλυμμένη με κτίρια ρωμαϊκού ρυθμού. Έτσι, η πρόθεσή μου ήταν να γράψω ένα ρωμαϊκό έπος τοποθετημένο σε μια σύγχρονη Νέα Υόρκη που έχει αντιγράψει την αρχαία Ρώμη», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.

Τα χρόνια πέρασαν, χρηματοδότες δεν βρήκε και εν τέλει ο εμβληματικός δημιουργός του Νονού και του Αποκάλυψη Τώρα αποφάσισε να χρηματοδοτήσει ο ίδιος με 120 εκατομμύρια δολάρια το έπος που σκάρωνε λίγο λίγο στο μυαλό του όλες αυτές τις δεκαετίες, γιατί, όπως λέει και ο λαός, αν θες μια δουλειά να γίνει σωστά, πρέπει να την κάνεις μόνος σου.

Η ταινία διαδραματίζεται σε μια φανταστική σύγχρονη Αμερική, χωρίς όμως να γνωρίζουμε επακριβώς την χρονολογία. Η πόλη της Νέας Ρώμης πρέπει να αλλάξει, προκαλώντας σύγκρουση μεταξύ του Cesar Catilina (Άνταμ Ντράιβερ), ενός ιδιοφυούς καλλιτέχνη που βασίζει σε ένα θαυματουργό κατασκευαστικό υλικό το όνειρό του για μια ουτοπική μητρόπολη του μέλλοντος και του αντίπαλου του, του δημάρχου Franklyn Cicero (Τζιανκάρλο Εσπόζιτο), που παραμένει αφοσιωμένος σε ένα οπισθοδρομικό καθεστώς, διαιωνίζοντας την απληστία και τη διαφθορά.

Ανάμεσά τους στέκει διχασμένη η κοσμική Julia Cicero (Νάταλι Εμμάνουελ), κόρη του δημάρχου, που εξαιτίας της αγάπης για τον Cesar θα δοκιμαστεί και θα αναγκαστεί να ανακαλύψει τι πραγματικά πιστεύει ότι αξίζει στην ανθρωπότητα.

Αυτή είναι λίγο έως πολύ η κεντρική ιδέα του έργου, το οποίο όμως στα 138 του λεπτά επεκτείνεται σε ένα σωρό υπο-ιστορίες που πλαισιώνουν την κεντρική ιδέα (ένας σοβιετικός δορυφόρος που πέφτει στη γη, πορείες αντιφρονούντων, καταραμένα love stories), ενσωματώνοντας διάφορους β’ χαρακτήρες με δικό τους υπόβαθρο, πάθη και λάθη που εμποδίζουν το έργο του Catilina όσο αυτός εξετάζει την πιθανότητα μιας ιδανικής και απολύτως δημοκρατικής κοινωνίας του μέλλοντος.

Ο Κόπολα τους τοποθετεί ατάκτως, σα να μην τον νοιάζει ιδιαίτερα να εμβαθύνει στον χαρακτήρα τους, μιας και το ζητούμενο εδώ είναι να υλοποιήσει το ξέφρενο όραμά του και να κάνει μια ταινία έντονα αυτοαναφορική, προφητική για τον κόσμο του μέλλοντος, αλλά και τον ίδιο τον κινηματογράφο.

Όπως ακριβώς και ο Cesar στην ταινία, έτσι και ο Κόπολα διαθέτει όλες τις αρετές για να διαμορφώσει τον κόσμο (του σινεμά;) όπως εκείνος θα ήθελε, να πάει το μέσο που αγαπά ένα βήμα παραπέρα, με όπλο του μια εξελιγμένη γλώσσα κινηματογράφησης που σε πολλούς θα «ακουστεί» παράφωνη.

Χρησιμοποιεί εντυπωσιακά ειδικά εφέ και αντλεί γκροτέσκες ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές του για να αποτυπώσει το μεγαλειώδες της σκέψης του, όμως ενίοτε χάνεται μπροστά στο μεγάλο και το αβέβαιο που μας (του) επιφυλάσσει το μέλλον.

Αυτό όμως που καταφέρνει να κάνει με το Megalopolis είναι άξιο θαυμασμού και σεβασμού.

Ο 85χρονος ωτέρ μιλά, έστω και συγκεχυμένα, ακατανόητα πολλές φορές, για όλα όσα μπορούν να φέρουν μια κοινωνία αντιμέτωπη με τις ευθύνες της, να την κάνουν να γκρεμιστεί συθέμελα μόνο για να χτιστεί από την αρχή, πιο δημοκρατική, πιο ανθρωποκεντρική από ποτέ.

Στεκόμενος στους ώμους του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, του Βολταίρου και του Ρουσσώ, αλλά και του Μολιέρου, του Σαίξπηρ, του Πλάτωνα και του Γκαίτε, του Φριτζ Λάνγκ και του Χίτσκοκ, του Φελίνι, του Βισκόντι, και του Κουροσάβα, επηρεασμένος από όλους τους μεγάλους δημιουργούς που διαμόρφωσαν την κινηματογραφική του αντίληψη, σεβόμενος το μέσο αλλά και το κοινό του παραδίδει σε όλους εμάς ένα αρκετά σπουδαίο έργο.

Όχι άψογο, ούτε απόλυτα κατανοητό, σίγουρα όμως Megalo και τροφή για σκέψη για τις γενιές που θα έρθουν.

Όπως ακριβώς ήταν και ο Νονός, όπως ακριβώς υπήρξε και το Αποκάλυψη Τώρα.

Η ταινία βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες στις 28 Νοεμβρίου. Ελπίζουμε να μείνει για παραπάνω από δυο εβδομάδες.

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v