«Θ' ανάψω τη ζωή μου και θα κάψω τα βιβλία»

«Μάθετε ν' αποφεύγετε τους διανοούμενους» σαν χθες ο Κώστας Ταχτσής έφυγε από τη ζωή, αφήνοντας τη λογοτεχνία μας κατά πολύ φτωχότερη.

«Θ ανάψω τη ζωή μου και θα κάψω τα βιβλία»

Η απόσταση που αναγκάστηκα να κρατήσω σ' όλη μου τη ζωή απ' τους ανθρώπους είχε και τις καλές πλευρές της. Μ' εμπόδισε να αφομοιωθώ απ' τους αστούς. Συγχρόνως, με βοήθησε να μείνω και ανέπαφος απ' οποιαδήποτε επιρροή του υπόκοσμου. Παντού κυκλοφορούσα λιγάκι σαν ξένος. Και γι' αυτό, όλους κι όλα τα 'βλεπα πιο καθαρά, πιο αντικειμενικά... Πάντα ήμουνα κάτι και συγχρόνως δεν ήμουνα. Σα χαμαιλέοντας, έπαιρνα πάντα το χρώμα του περιβάλλοντος. Αλλά μόλις άλλαζα περιβάλλον, άλλαζε και το χρώμα. Θα μπορούσα να 'χω το δικό μου. Αλλά δε μ' άρεσε. Δε μ' άρεσε να 'μαι μόνο ένα πράμα και τίποτ' άλλο. Μ' ενοχλεί ακόμα και τώρα όταν μου κολλάνε τον τίτλο του συγγραφέα, που τόσοι άλλοι εποφθαλμιούν. Το αισθάνομαι σαν περιορισμό. Σιχαίνομαι τις ταμπέλες, κι απορώ με τους ανθρώπους που κρεμάνε μόνοι τους ταμπέλες στον εαυτό τους. Εγώ νιώθω σαν να μην είμαι μόνο ένας, αλλά πολλοί άνθρωποι συγχρόνως, ή ένας άνθρωπος με άπειρες δυνατότητες. Οποιαδήποτε έμφαση σε μια μόνο ιδιότητα μού περιορίζει την ελευθερία μου.

«Έφευγα, γιατί ασφυκτιούσα στην Ελλάδα της δεκαετίας του '50 – πνευματικά, κοινωνικά, πολιτικά, σεξουαλικά. Αν δεν είχα φύγει δεν θα είχα γράψει ποτέ Το Τρίτο Στεφάνι».

Τι ανάμικτα αισθήματα κάθε φορά που φεύγει κανείς απ' την Ελλάδα! Σα φυτό, που ξεριζώνεται με τα ίδια του τα χέρια και περιφέρεται γεμάτο αγωνία ώσπου να βρει μια κατάλληλη γωνίτσα στην ξένη γη, να χωθεί μέσα, χωρίς ελπίδα ή διάθεση να ριζώσει, απλώς για να διατηρηθεί ζωντανό με μοναδικό σχεδόν σκοπό να γυρίσει πίσω στο δικό του χώμα. Μα εδώ στο Μιλάνο δεν υπάρχουν, που να πάρει ο διάβολος, ούτε καν τέτοιες γωνίτσες με λίγο χώμα, όλα είναι πλακοστρωμένα, κάθε κομματάκι γης ασφυκτικά φυτεμένο, πρέπει, για να επιβιώσεις, να χωθείς μέσα σε κάποιο ανθοδοχείο – ας πούμε στη γκαλερί του φίλου μου, στο παλάτσο της οδού Μαντσόνι, που 'ναι γεμάτη τεχνητά λουλούδια: Μάτα, Μαν Ρέι, Φοντάνα, Φινόκι.

Κι αυτές οι καταραμένες οι αντιφάσεις που σε μπερδεύουν και σε διχάζουν! Στην Ελλάδα του ΕΑΤ/ΕΣΑ μπορείς να περπατήσεις άφοβα τις νύχτες, να κάνεις έρωτα κάτω απ' τον έναστρο ουρανό μ' αγόρια-αγριολούλουδα, χωρίς ποτέ κανείς να σε ληστέψει ή να σε μαχαιρώσει. Ένα βλέμμα, και καταλαβαίνουν αμέσως τι θέλεις. Εδώ, αν ατενίσεις κάποιον λίγο παραπάνω, σε κοιτάζει μ' απορία, με καχυποψία ή και φόβο. Εδώ, όλα είναι κλειδαμπαρωμένα, με διπλά λουκέτα και με περίπλοκα συστήματα ασφαλείας.

Πάντα οι Έλληνες συγγραφείς διάβαζαν ξένους. Οι ιδέες κυκλοφορούσαν ανέκαθεν. Εκείνο που θα συμβεί, θα 'ναι το αίσθημα πως ανήκουμε σε μια μεγαλύτερη ενότητα και όταν γράφουμε κάτι θα είμαστε υποχρεωμένοι, κρατώντας αυτό που λέγεται εθνικός χαρακτήρας, αυτό που λέμε –εντελώς σόλοικα– ταυτότητα, θα είμαστε υποχρεωμένοι λοιπόν, να έχουμε κατά νου πως δεν απευθυνόμαστε μονάχα σ' ένα ελληνικό κοινό, αλλά πως μιλάμε για όλους. Η πάλη που πρέπει να κάνει ο Έλληνας συγγραφέας είναι να γράφει σαν Έλληνας, αλλά να διαβάζεται σαν Ευρωπαίος. Κι αυτό βέβαια θα επηρεάσει πολύ το γράψιμο.

Η ταυτότητά μου λέει ότι γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, αλλά μη δίνετε ποτέ μεγάλη πίστη στις ταυτότητες: είμαι Αθηναίος και μάλιστα από τους ελάχιστους πέμπτης γενιάς. Άλλο να τα ξέρεις από τα βιβλία πως εδώ που πατάμε τώρα κάποτε ίσως να κάθισε ο Σωκράτης με τον Φαίδρο και άλλο να τα ξέρεις από πρώτο χέρι. Να μπορείς να λες: τη βλέπετε αυτή την πολυσύχναστη λεωφόρο, πνιγμένη στο αυτοκίνητο και τα καυσαέρια; Τον καιρό που ήμουν παιδί ήταν ρέμα με κάμποσα σκουπίδια αλλά και με μια ήσυχη νεροσυρμή που πότιζε όσα πλατάνια είχαν απομείνει. Θέλω να πω πως βλέπω την Αθήνα μέσα στην προοπτική του χρόνου, όπως είναι αδύνατον να τη δει ο επαρχιώτης έποικος και ο ξένος επισκέπτης της, και μέσα από αυτήν βλέπω και τον εαυτό μου.

Ο ομοφυλόφιλος έρωτας έχει μια ποιητικότητα, αν θέλεις, ακριβώς επειδή δεν οδηγεί πουθενά. Έχει μια τραγική διάσταση. Ακριβώς γιατί ούτε παιδί γεννιέται, ούτε η κοινωνία πρόκειται ποτέ να τον αναγνωρίσει. Η ερωτική μου ανορθοδοξία ήταν αποτέλεσμα παραμόρφωσης και όχι προδιάθεσης.

** Αποσπάσματα συνεντεύξεων του Κώστα Ταχτσή στην εκπομπή της ΕΤ1 Παρασκήνιο «Τόποι και Εικόνες του Κώστα Ταχτσή» (1982) σε σκηνοθεσία Τάκη Χατζόπουλου, στο περιοδικό Το Δέντρο [τεύχος 12 της β περιόδου, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1985] στον Μάνο Τσιλιμίδη κι από τα αυτοβιογραφικά του βιβλία Το Φοβερό Βήμα (εκδόσεις Εξάντας) και Η γιαγιά μου η Αθήνα και άλλα κείμενα (εκδόσεις Ψυχογιός)

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v