Θανάση Σαράντο, γιατί κάνει τέτοια θεατρική επιτυχία ο Παπαδιαμάντης;

Ο σκηνοθέτης της πολυσυζητημένης παράστασης Ο Αμερικάνος, μιλά για την γλώσσα του Παπαδιαμάντη, αλλά και για την επόμενη σκηνοθετική του δουλειά, το Κουαρτέτο του Χάινερ Μύλλερ.

Θανάση Σαράντο, γιατί κάνει τέτοια θεατρική επιτυχία ο Παπαδιαμάντης;

Ο Αμερικάνος, η παράσταση που σκηνοθετεί ο Θανάσης Σαράντος, βασίζεται στο ομώνυμο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, και είναι μια από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις ελληνικού θεάτρου τα τελευταία χρόνια. Λίγο πριν η αυλαία κατέβει οριστικά την ερχόμενη Κυριακή 17 Μαρτίου, μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη για την επιτυχία της παράστασης, αλλά και για την επόμενη δουλειά του, το Κουαρτέτο του Χάινερ Μύλλερ που θα δούμε από τις 23 Μαρτίου στο Θέατρο Από Μηχανής.

Περισσότερες από 500 παραστάσεις, πάνω από 80.000 θεατές σε 50 μέρη της Ελλάδας. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται η επιτυχία του Αμερικάνου;
Στην απαστράπτουσα ποιητική γλώσσα του Σκιαθίτη συγγράφεα, τη γεμάτη ανθρωπιά και αληθινή έγνοια για τους φτωχούς και καταφρονεμένους . Δίνει ελπίδα μέσα στον πόνο τους και πραγματικά λυτρώνει τον αναγνώστη αλλά και τον θεατή της παράστασης μας.

Στην παράσταση έχετε κρατήσει αυτούσια την γλώσσα του Παπαδιαμάντη. Τι γνώμη έχετε για τις πρόσφατες μεταγραφές των έργων του στη δημοτική;
Κάθε λέξη, κάθε τόνος της υπέροχης παπαδιαμαντικής γλώσσας είναι και μια νότα στην μουσική που έχει συντεθεί από έναν μεγάλο δημιουργό. Δεν νομίζω ότι η μεταφορά στη δημοτική αναδεικνύει τον πλούσιο κόσμο των λεπτών συναισθημάτων που νοιώθουμε καθώς ερχόμαστε σ’ επαφή με την αυθεντική γραφή του συγγραφέα.

Η ζωντανή μουσική στην παράσταση «συνομιλεί» κατά κάποιο τρόπο με την παπαδιαμαντική ιδιόλεκτο. Πρόκειται για σύνδεση, αντίθεση, ή και τα δύο ταυτόχρονα;
Περισσότερο σύνδεση και ταυτόχρονα ανάδειξη της ιδιαίτερης γλώσσας του Παπαδιαμάντη. Στη παράσταση υπάρχει μια αλλόκοτη χρήση του πιάνου που παίζεται όμως και ως σαντούρι. Στις χορδές του πιάνου ακούγονται και γνήσιοι ελληνικοί ήχοι. Μια μουσική σύνθεση ειδικά για την παράσταση του «Αμερικάνου» από τον Λάμπρο Πηγούνη που μας συνοδεύει εδώ και 14 χρόνια και που πλέον παίζεται επί σκηνής από τον επίσης συνθέτη και μουσικό Κωνσταντίνο Ευαγγελίδη.

Η επόμενη παράσταση που σκηνοθετείτε, το Κουαρτέτο του Χάινερ Μύλλερ που θα δούμε από τον Μάρτιο στο Θέατρο Από Μηχανής, μιλά για την αυτοκαταστροφή των δυτικών κοινωνιών. Ήταν η χρονική συγκυρία ένας από τους λόγους που το επιλέξατε;
Το έργο είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρο, αφού βρισκόμαστε σχεδόν πριν από ένα Τρίτο παγκόσμιο πόλεμο που μακάρι να αποφευχθεί αν πρυτανεύσει η λογική της ανθρώπινης επιβίωσης. Για τον Γερμανό συγγραφέα όμως η ιστορία του διαδραματίζεται σ’ ένα καταφύγιο λίγο μετά από έναν καταστροφικό Τρίτο παγκόσμιο πόλεμο αλλά τοποθετεί την ιστορία του αυτοκαταστροφικού ζευγαριού λίγο πριν την Γαλλική Επανάσταση. Ο ίδιος δήλωσε με ειρωνικό τρόπο για την παρακμή της δυτικής κοινωνίας: «Είμαι αισιόδοξος, πιστεύω στον Τέταρτο Παγκόσμιο Πόλεμο...»

Το «Κουαρτέτο» είναι τελικά μια μαύρη φάρσα, μια τραγική κωμωδία που σκιαγραφεί με χιούμορ και σαρκασμό, μέσα από ένα παιχνίδι σεξ και εξουσίας, την παρακμή ολόκληρου του αστικού πολιτισμού. Πώς προσεγγίζετε σκηνοθετικά την μετάβαση από το ατομικό στο συλλογικό;
Ο ιδιωτικός χώρος, η σεξουαλικότητα, σχετίζονται άμεσα στον Μύλλερ με το πολιτικό στοιχείο. Η εξουσία, ο θάνατος, τα γηρατειά, η αποπλάνηση αποτελούν στο έργο του κατηγορίες τόσο της πολιτικής όσο και της σεξουαλικής ζωής. Δεν είναι λοιπόν συμπτωματικό ότι με το Κουαρτέτο (1980) στρέφεται στον Λακλό με το επιστολογραφικό μυθιστόρημα του «Επικίνδυνες Σχέσεις» , για να προχωρήσει με τη σειρά του σε μια ανατομία της ηθικής, της γλώσσας και κυρίως της εξουσίας. Και ας μην ξεχνάμε ότι έγραψε το Κουαρτέτο στο πάνω πάτωμα μιας ρωμαϊκή βίλας, ενώ η γυναίκα του βρισκόταν στο ισόγειο με έναν άλλον άντρα…

Τι απομένει τελικά από τις ανθρώπινες σχέσεις «πριν από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο», όπως περιέγραφε ο συγγραφέας τον χρόνο στον οποίο διαδραματίζεται το έργο του;
Στην παράσταση μας στο Από Μηχανής Θέατρο, οι «χαρακτήρες» του έργου (η μαρκησία Μερτέιγ και ο υποκόμης Βαλμόν) μοιάζουν περισσότερο με μηχανές παρά με ανθρώπους. Είναι μάλλον ανθρώπινα κελύφη, ανθρωποειδή ρομπότ, εκπρόσωποι μιας καθεστηκυίας αλλά πλέον παρηκμασμένης κοινωνικής τάξης που περιμένουν απλά το θάνατό τους. Στην πραγματικότητα καταφέρνουν και εξανθρωπίζονται με τον ίδιο το θάνατό τους. Ίσως αυτό είναι και το αισιόδοξο μήνυμα από τον σπάνιο αυτόν συγγραφέα.

Εισιτήρια και λεπτομέρειες για τον Αμερικάνο εδώ

Και για το Κουαρτέτο εδώ

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v