Σημάδια ότι το μαγαζί είναι για digital nomads, όχι για εσένα
Σαντουιτσάκια μιας μπουκιάς που κάνουν έξι ευρώ, γυμνοί τοίχοι, κουτσομπολιό σε σπασμένα αγγλικά. Όλα τα σημάδια που λένε ότι αυτό το μαγαζί δεν είναι για εσένα.
Σαντουιτσάκια μιας μπουκιάς που κάνουν έξι ευρώ, γυμνοί τοίχοι, κουτσομπολιό σε σπασμένα αγγλικά. Όλα τα σημάδια που λένε ότι αυτό το μαγαζί δεν είναι για εσένα.
Είσαι άνθρωπος που βγάζει περισσότερα χρήματα από τον μέσο όρο;
Είσαι διατεθειμένος να ανεχτείς κακό καφέ και χειρότερα σνακς για μια aesthetic φωτογραφία;
Έχεις βάλει σκοπό φέτος να γνωριστείς μόνο με άτομα που έχουν την ικανότητα να αυξάνουν το κόστος διαβίωσης όπου πηγαίνουν;
Τότε δεν έχεις λόγο να διαβάσεις το παρακάτω κείμενο. Συνέχισε να πηγαίνεις στα μέρη που πήγαινες. Ή μείνε και διάβασε και ίσως στο τέλος του κειμένου να θες να είσαι λιγότερο κομμάτι του προβλήματος.
Αρχικά, αν ο όρος digital nomad σού έχει ξεφύγει, αυτή είναι μια σύντομη εξήγηση: Πρόκειται για άτομα (συνήθως από πιο βόρειες χώρες) που μπορούν να εργάζονται από απόσταση, ζώντας σε διαφορετικές (συνήθως πιο νότιες) χώρες. Αυτοί οι άνθρωποι πληρώνονται από την χώρα για την οποία εργάζονται και, πολλές φορές, αυτό σημαίνει ότι για τα δεδομένα της χώρας διαμονής τους, μπορούν να ζήσουν με άνεση, αποταμιεύοντας ιδανικά για να γυρίσουν πιο δυναμικά στα πάτρια.
Συνεπώς έχεις ανθρώπους που θεωρητικά είναι εύποροι και μπορούν να τονώσουν την οικονομία της περιοχής – ή τουλάχιστον έτσι λένε όσοι στηρίζουν αυτό το φαινόμενο. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι μια εισροή ψηφιακών νομάδων θα αυξήσει μάλλον τα ενοίκια των περιοχών που ζουν. Και θα γεμίσει κάθε γωνιά της πόλης με μαγαζιά που είναι φτιαγμένα για να τους εξυπηρετήσουν.
Μια βόλτα σε πολλές γειτονιές της Αθήνας (και μια ματιά στα ενοικιαστήρια) θα σε πείσει. Αλλά εμείς θα σου το κάνουμε πιο πρακτικό, και θα σου πούμε ποια μαγαζιά θα σε ενημερώσουν με μια μόλις ματιά ότι η γειτονιά σου πλέον δεν ανήκει στους κατοίκους της, αλλά σε ευρωπαίους με λάπτοπ και πιθανώς τρία διαφορετικά SSRIs στη πάνινη τσάντα τους.
*Σκέψου την γριά από εκείνη την παροιμία με την γριά που της είπαν να κάνει κακά της. Τώρα σκέψου την ίδια γριά να της δίνουν το κόνσεπτ του μινιμαλισμού και να της λένε να διακοσμήσει ένα κατάστημα στο κέντρο της Αθήνας.
*Προσπάθησε να πάρεις μια βαθιά αναπνοή πριν διαβάσεις την επόμενη πρόταση, αλλά ρωτάμε σοβαρά: Πόσο ΛΕΥΚΟΙ είναι κατά μέσο όρο οι άνθρωποι που κάθονται στο μαγαζί;
*Τσέκαρε τα πρόσωπα όσων εργάζονται στο μαγαζί. Πόσο ζωντανά είναι τα μάτια τους; Κάθε υπάλληλος έχει δικαίωμα στις εκνευρισμένες ημέρες, ή στις κακές μέρες. Εδώ μιλάμε για το χαμένο βλέμμα ενός ανθρώπου που ζει μόνιμα μια τραυματική εμπειρία και πλέον έχει σταματήσει να νιώθει το οτιδήποτε.
*Τι επιλογές έχει το μαγαζί για φαγητό και πόσες από αυτές περιλαμβάνουν υλικά που δεν θα έβαζες σε ένα απλό σάντουιτς; Πόσο σε κάνει να νοσταλγείς τυρόπιτα συνοικιακού φούρνου που ξέρεις ότι θα σου βουλώσει τις αρτηρίες και θα σε στείλει μια ώρα νωρίτερα στον τάφο; Πόσο γυαλιστερά είναι τα μπριοσάκια; Υπάρχει παντζάρι σε πολτοποιημένη μορφή σε πάνω από δύο επιλογές του μενού; Τι φάση όλοι με τα παντζάρια;
*Πόσα πράγματα στον κατάλογο κοστίζουν κάτω από 4 ευρώ και δεν είναι φρέντο εσπρέσο σκέτος ή ένα (1) χειροποίητο μπισκότο;
*Βασικά όχι, γιατί τρία και ενενήντα το χειροποίητο μπισκότο; Ποιος το ‘φτιαξε;
*Είναι πιθανό να δεις υπερβολικά πολλά αυτοκολλητάκια σχετικά με πανκ ή αναρχία δίπλα στον τιμοκατάλογο.
*Έχεις την αίσθηση ότι αυτό το μαγαζί είναι νυφοπάζαρο, απλά για ανθρώπους που δεν μπορούν να σταματήσουν να κοιτούν την οθόνη τους. Την οποία κοιτούν για πέντε ώρες χωρίς να κουνιούνται, ίσως και χωρίς να μιλάνε. Εναλλακτικά, έχεις την αίσθηση ότι είσαι στο καλτ απ’ το Midsommar. Πιο πιθανό να συμβεί αν το μαγαζί έχει πολύ κόσμο από Σκανδιναβία.