Είδαμε την «Αλίφειρα» του Ανδρέα Στάικου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς παρουσιάζει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις της χρονιάς.
Ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς παρουσιάζει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις της χρονιάς.
Όχι τυχαία ο Ανδρέας Στάικος διάλεξε την αρχαία πόλη Αλίφειρα για τίτλο του έργου του. Η πόλη βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Νομού Ηλείας, νοτίως της κοιλάδας του Αλφειού και νοτιοδυτικά της ομώνυμης σημερινής κοινότητας. Τα πιο σημαντικά μνημεία της αρχαίας Αλίφειρας που μνημονεύονται και από τον Παυσανία, είναι το ιερό της Αθηνάς και το ιερό του Ασκληπιού. Οι αρχαιολογικές έρευνες ( 1932- 1933)στη συγκεκριμένη θέση έχουν αποκαλύψει αξιόλογα αρχιτεκτονικά λείψανα και πλήθος κινητών ευρημάτων.
Ο Ανδρέας Στάικος είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς στη χώρα μας και καταξιωμένος μεταφραστής και πεζογράφος, ένας δημιουργός που θήτευσε πλάι σε σπουδαίους καλλιτέχνες στο Παρίσι από τη δεκαετία του ’60.Είναι γνωστό ότι η ιδιότυπη θεατρική γραφή του Στάικου είναι αποτέλεσμα της δυναμικής των προβών με τους ηθοποιούς του, πράγμα που διαπιστώνουμε και σε αυτή την παράσταση. Ο ίδιος έχει αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η γραφή γεννά αυτόματα την σκηνοθεσία και η σκηνοθεσία γεννά αυτομάτως τη γραφή. Σύγχυση ή ταύτιση της γραφής και της σκηνοθεσίας». Έτσι τα έργα του ανεβαίνουν σχεδόν πάντα για πρώτη φορά στη σκηνή κάτω από τη δική του σκηνοθεσία.
Το έργο
Αυτό το μέρος με το ιστορικό παρελθόν διαλέγει ο Ανδρέας Στάικος για να φιλοξενήσει το ομώνυμο έργο του.
Αλίφειρα, πως να το πω, ένας χώρος που πια δεν έχει τίποτα ούτε ψιλικατζίδικο, ούτε ένα παντοπωλείο, ούτε καν μια εκκλησία, όλα έχουν κλείσει, όλα έχουν εξαφανιστεί. Οι ελάχιστοι άνθρωποι που έχουν μείνει είναι κι αυτοί σχεδόν νεκροί από μια ίδια και απαράλλακτη καθημερινότητα και δεν μπορούν ούτε καν να πεθάνουν όπως η μάνα της Λέλας, που από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα την περιμένει να πεθάνει και όμως εκείνη δεν πεθαίνει. Σε αυτό τον χώρο έρχεται η Βαρώνη μια εκκεντρική φυσιογνωμία, που όπως καταλαβαίνουμε πρέπει μάλλον να έρχεται στο χώρο αυτό από τύψεις για προσωπικό της θέμα, ένα προσωπικό της στοίχημα για να ζητήσει συγγνώμη από τον εαυτό της ή από κάποιον άνθρωπο. Έχει σχέδιο και σε αυτό παρασύρει και την Παπαγαλίνα, της οποίας φουσκώνει τα μυαλά για μια διαφορετική ζωή. Αλίφειρα, πρόκειται για να έναν «μη χώρο» σε έναν «μη χρόνο». Ένα βασανιστικό αδιέξοδο γι’ αυτόν το νέο κόσμο του σύγχρονου ανθρώπου, απ’ όπου δεν υπάρχει διαφυγή.
Στο έργο θίγεται το ένδοξο παρελθόν, που πια δεν υφίσταται. Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον έχει εξαντληθεί, έχουν ρημάξει τα ερείπια και τα απομεινάρια είναι κάποιες άνευ λόγου πέτρες. Η ομορφιά, η ματαιοδοξία, η με σχέδιο και συμφέρον προσέγγιση των ανθρώπων, η απέλπιδα μόνιμη διάθεση διαφυγής, το μόνιμο πένθος για μια ζωή χαμένη και για μια ζωή που δε λέει να τελειώσει. Το τέλος των πάντων. Το απόλυτο τέλος. Εκεί μας οδηγεί και μας αφήνει ο συγγραφέας ενεούς, μόνους και έρημους.
Η παράσταση
Με κλάμα ξεκινά η παράσταση. Η Λέλα (Ελένη Ζαραφίδου) κλαίει για τη μάνα της που δεν λέει να πεθάνει. Είναι εκφραστική και απόλυτα μέσα στο ρόλο, ακόμα και όταν εμφανίζεται ο Επαμεινώνδας, όπου αρχίζει αν τον κοιτά με μάτι ενεργό και γεμάτο ελπίδα. Απορεί με τα όσα βλέπει, δρα και αντιδρά. Ωραία δυναμική παρουσία στη σκηνή.
Η Παπαγαλίνα (Αιμιλία Μήλιου), ένας ρόλος βγαλμένος από το παράλογο, αποχαιρετά για πολλοστή φορά τη Λέλα, για να φύγει, να προλάβει το λεωφορείο. Δύσκολος ο αποχαιρετισμός. Αναφέρονται στην κορακοζώητη μάνα της Λέλας και τα μαντζούνια που μάλλον την ποτίζει κρυφά τα βράδια ο Γεροκαραμούζας και παίζουν και οι δυο με τρόπο κωμικό. Η Παπαγαλίνα μια ωραία παρουσία, σαν πεταλουδίτσα στη σκηνή, χαρούμενη με το πουγκί της και την βαλίτσα φορτωμένη για ένα ανέφικτο ξεκίνημα. Η Παπαγαλίνα παρασύρεται από τη Βαρώνη και αποκτά εμπιστοσύνη στον εαυτό της μέσα από τα λόγια της. Είναι έτοιμη να κάνει το μεγάλο άλμα της ζωής της στον έξω από την Αλίφειρα κόσμο.
Η Βαρώνη (Εμμανουέλα Κοντογιώργου), μπουφόνικη παρουσία , με επίσημο, φανταχτερό ένδυμα, παράταιρο για την ελληνική επαρχία, με καπέλο, τακούνια, έντονα χρώματα και βάψιμο, με τεράστιες βλεφαρίδες, με επιτονισμό στις λέξεις έρχεται να αναστατώσει το χωριό. Η κίνησή της, η έπαρσή της, η αυτοπεποίθηση, που αποπνέει, μόνο υποψίες μπορεί να δημιουργήσει. Μια εντυπωσιακή, μοιραία, καταλυτική παρουσία. Η Παπαγαλίνα εντυπωσιάζεται και όταν τη ρωτά πως τη βρίσκει, εκείνη της απαντά «Αξιοθέατο!» , ενώ όταν η Λέλα εντυπωσιασμένη τη ρωτά πως βρέθηκε στην εξορία τους, η Βαρώνη απαντά «Είδα σκοτάδι και μπήκα». Παθαίνει στερητικό σύνδρομο και κοντεύει να πεθάνει μέχρι να καταλάβουν ότι χρειάζεται τσιγάρα, αλλά και που να τα βρουν.
Η άφιξη του Επαμεινώνδα (Δημήτρης Πασσάς) σώζει τη ζωή της Βαρώνης, που επιτέλους καπνίζει και «αναπνέει σωστά» και συνέρχεται. Ο Επαμεινώνδας, αγαπά τα ερείπια, είναι αρχαιολόγος, αλλά με μεγάλη του απογοήτευση βλέπει ότι δεν έχουν μείνει και πολλά στο χωριό, ενώ λέει ότι το μέλλον είναι το παρελθόν. Ο λόγος του καταπέλτης, προάγγελος του ανύπαρκτου μέλλοντος.
Η έκφραση όλων είναι ακραία και κωμική. Ο Νώντας και η Λέλα ερωτεύονται, ερωτοτροπούν και η κυκλική κίνησή τους παραπέμπει στο χορό του Ησαΐα . Τα ζουν όλα γνήσια και αυθεντικά, αλλά δυστυχώς ατελέσφορα.
Υπέροχες ερμηνείες και των τεσσάρων ηθοποιών σε ένα συγκλονιστικό έργο παραλόγου του Ανδρέα Στάικου, που επίσης απαιτεί μια ανάλογη σκηνοθεσία από εκείνον, όπου η πραγματική διάθεση για ζωή, αγάπη, θάνατο, φυγή αν υπάρχει, έχει πνιγεί από την στυγερή πραγματικότητα.
Μια κραυγή απόγνωσης και συναγερμού από τον συγγραφέα για ένα φρικτό τέλος.
Ταυτότητα της παράστασης:
Μια εξωφρενική, πικρή κωμωδία σε κείμενο και σκηνοθεσία Ανδρέα Στάικου
Πρωτότυπη μουσική: Νίκος Ξυδάκης, σκηνικά Αλέξης Κυριτσόπουλος
Παίζουν:
Δημήτρης Πασσάς( Επαμεινώνδας)
Ελένη Ζαραφίδου ( Λέλα)
Εμμανουέλα Κοντογιώργου ( Βαρώνη)
Αιμιλία Μήλιου( Παπαγαλίνα)
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Σκηνή Ωμέγα
Λεωφόρος Ηρώων Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς 185 35
[Σταθμός μετρό “Δημοτικό Θέατρο”]