Τι μ***ας είσαι: Η ετυμολογία των βρισιών

Οι ετυμολογίες και προελεύσεις πασίγνωστων βρισιών για να ξέρεις ακριβώς τι εννοείς κάθε φορά που ρίχνεις καντήλια σε κάποιον.

Τι μ***ας είσαι: Η ετυμολογία των βρισιών

Ρίχνεις μπινελίκια συχνά; Τότε καλό θα ήταν να ξέρεις από πού προκύπτει αυτό που μόλις ξεστόμισες.

Όχι τίποτα άλλο, μπορεί κάποιος να σε ρωτήσει, πριν σε αρχίσει και εκείνος με τη σειρά του στα μπινελίκια.

Μαλάκας: Προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά, όπου η μαλακία είναι η ηθική αδυναμία, η μαλθακότητα, η θηλυπρέπεια (π.χ. φιλοκαλοῦμέν τε γάρ μετ’ εὐτελείας καί φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας, δηλαδή αγαπάμε το ωραίο με απλότητα και φιλοσοφούμε χωρίς μαλθακότητα). Στους ελληνιστικούς χρόνους παίρνει και τη σημασία της παθητικής ομοφυλοφιλίας, της κιναιδείας.

Γαμώ: Από το αρχαίο γαμέω – γαμώ, το οποίο εντάσσεται στην οικογένεια ουσιαστικών όπως γάμος και γαμβρός. Η αρχική του σημασία είναι «νυμφεύομαι», «παίρνω γυναίκα ως ερωμένη», ενώ η σύγχρονη αφορά το «έχω σεξουαλικές σχέσεις». Από εδώ προκύπτει το γαμήσι, ο γαμιάς και ο γαμιόλης.

Πούστης: Από το πέρσικο «posht» που σημαίνει «πίσω» και κατ' επέκταση «πισινός», στα τούρκικα ως «puşt», βρισιά αντίστοιχη με το αγγλικό asshole, και από εκεί στα ελληνικά με τη γνωστή σημασία.

Αρχίδι: Προκύπτει από τη μεσαιωνική ελληνική ἀρχίδι < ὀρχίδιν < ελληνιστική κοινή ὀρχίδιον, με έκκρουση του αρκτικού ὀ- από το ισχυρότερο ἀ- και ανασυλλαβισμό λόγω της συμπροφοράς με το άρθρο, όπως στον πληθυντικό τὰ ὀρχίδια > τὰ 'ρχίδια > τὰ ἀρχίδια.

Μουνί: Προκύπτει από τη μεσαιωνική ελληνική μουνί(ν) πιθανόν και από το *μουνίον < *μνίον. Μια άλλη πρόταση, λιγότερο πιθανή είναι ότι προέρχεται από το ελληνιστικό μνίον, το οποίο είναι «είδος βρύου, θαλάσσιου φυτού». Από εδώ έχουμε και το μουνόπανο: ο συνδυασμός του μουν(ί) + -ό- + παν(ί) + -ο, δηλαδή σερβιέτα, που αποδίδεται συνήθως σε άντρα που θεωρείται δόλιος, σιχαμένος και άκρως αντιπαθητικός, επίσης μουνοπανάς.

Τσογλάνι: αποτελεί άμεσο δάνειο από την τουρκική λέξη iç oğlanı (νεαρός στην υπηρεσία του παλατιού) και χαρακτηρίζει άτομο νεαρής ηλικίας και κακής διαγωγής, ένα παλιόπαιδο. Παλαιότερα σήμαινε τον νεαρό βοηθό του καφετζή. Συνηθίζεται η χρήση της και στο αρσενικοποιημένο τσόγλανος.

Πουτάνα: Από το ιταλικό putanna που προκύπτει από το γαλλικό putain που σήμαινε πόρνη ήδη από το 1928. Η ετυμολογική αρχή δείχνει τη σύνδεση της πόρνης με την ηθική ακαθαρσία, εξ ου και το γαλλικό pute που σημαίνει βρώμικος, ρυπαρός. Από εδώ έρχεται και το πουτανιάρης: συνδυαστικό του πουτάν(α) + -ιάρης, αυτός που χαίρεται να συναναστρέφεται ή να συνευρίσκεται με πουτάνες και κατ’ επέκταση, αυτός που δεν συμπεριφέρεται με καλό τρόπο αλλά η συμπεριφορά του διακρίνεται από ανεντιμότητα και προστυχιά.

Ψωλή: Αρχαία λέξη που εμφανίζεται και στον Αριστοφάνη από΄τον 5ο αι. π.Χ, και σήμαινε πέος σε στύση με αποκαλυμμένη τη βάλανο. Από εδώ έρχεται και η ψωλαρπάρχτρα: από τον συνδυασμό των ψωλ(ή) + αρπάχτρα, αναφέρεται σε γυναίκα που επιδίδεται σε ερωτικές πράξεις με πολλούς και παράλληλους ερωτικούς συντρόφους, η ψωλού.

Σιχτίρ: Το σιχτίρ/ άει σιχτίρ/ σιχτιρίζω προέρχεται από το τουρκικό siktirmek που θα πει γαμιέμαι, το οποίο πέρασε στα περσικά από τους Αζέρους ως siktir.

Με πληροφορίες από το Ετυμολογικό Λεξικό του Γεωργίου Μπαμπινιώτη

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v