Είδαμε «Το Γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη στο Θέατρο Σταθμός
Το έργο σταθμός του Βασίλη Κατσικονούρη ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Ερμίνας Κυριαζή και Μάνου Καρατζογιάννη και συναρπάζει τους θεατές.
Το έργο σταθμός του Βασίλη Κατσικονούρη ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Ερμίνας Κυριαζή και Μάνου Καρατζογιάννη και συναρπάζει τους θεατές.
Το έργο - σταθμός του νεοελληνικού θεάτρου, που υπολογίζεται ότι έχουν δει σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό παραπάνω από 500.000 θεατές, επανέρχεται στη σκηνή του Θεάτρου Σταθμός - είκοσι χρόνια από τη συγγραφή του και δέκα μετά το τελευταίο του ανέβασμα στη σκηνή. Η παράσταση αφιερώνεται στη μνήμη του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη που ήταν ο πρώτος που ερμήνευσε το ρόλο του Λευτέρη το 2006 στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου και φέτος, στις 2 Δεκεμβρίου 2023, συμπληρώθηκαν 15 χρόνια απ’ τον θάνατό του.
Μια τριμελή οικογένεια, η Ρωσίδα μητέρα, η Ρήνα, μετανάστρια από την πρώην Σοβιετική Ένωση και οι δυο γιοι της, που προσπαθούν να προσαρμοσθούν και να επιβιώσουν στην Ελλάδα. Ο Έλληνας, εξόριστος ,αριστερός πατέρας όταν δεν τα κατάφερε εκεί επαναπατρίστηκαν. Ο Λευτέρης, ο μικρός γιος πάσχει από σχιζοφρένεια. Η απόγνωση της μάνας και ο ψυχικός σπαραγμός της για την ασθένειά του, παράλληλα με τον φόβο, που προέρχεται από τον κοινωνικό ρατσισμό του περιβάλλοντός της, παρουσιάζονται με σπαρακτικό τρόπο. Φτωχοί, μετανάστες και απάτριδες και μετά τον θάνατο του άνδρα της απροστάτευτοι. Ο Αντώνης, ο μεγάλος γιος, είναι φιλόδοξος και πρόθυμος να ανελιχθεί κοινωνικά και να γυρίσει την πλάτη του στις ρίζες του. Διατηρεί σχέση με την κόρη του αφεντικού του, την οποία και ετοιμάζεται να παντρευτεί. Θεωρεί μεγάλο βάρος τον μικρό του αδελφό, πληγωμένο εμμονικά προσκολλημένο σε συγκεχυμένες αναμνήσεις μιας πατρίδας που μετά βίας θυμάται, που αρνείται να ζήσει στο σήμερα, αδύναμο και αφελή, με συμπεριφορά που γίνεται όλο και πιο περίεργη.
Η ιστορία ξεκινά όταν ο Αντώνης επισκέπτεται τη μητέρα του και τον αδερφό του για να τους ανακοινώσει τον γάμο του και να τους γνωρίσει τη μέλλουσα γυναίκα του. Η επίσκεψη του Αντώνη ταράζει τις ισορροπίες και φέρνει στην επιφάνεια βαθιά προβλήματα που στοιχειώνουν και τους τρεις, με άξονα τα αρχέτυπα «Πατρίδα», «Μητέρα» και «Αγάπη». Ο Λευτέρης αναζητά την αγάπη του αδερφού του μέσα από το ξεχασμένο παρελθόν τους, υπενθυμίζοντάς του συχνά ένα απόγευμα στο γήπεδο στην Σπαρτάκ την επίδοση του ποδοσφαιριστή Παραστάτωφ, που στα μάτια του φαντάζει σαν υπερήρωας. Ο Αντώνης από την άλλη προσπαθεί να ξεπεράσει τις ενοχές του απέναντι στον Λευτέρη, ενώ διαχειρίζεται τις συνέπειες της αυταπάρνησης. Η Ρήνα ανάμεσά τους.Πρόκειται για μια γυναίκα αδύναμη, που προσπαθεί να εξομαλύνει τα πράγματα, αλλά με την αγάπη της τους τσακίζει, γίνεται θύμα και θύτης, παραδομένη στην κατάσταση των πραγμάτων και μέσα από την επανάληψη, στην αποδοχή των συνεχών λαθών της.
Η βία διαδέχεται και εναλλάσσεται με την τρυφερότητα, η ένταση με τη γαλήνη, η απελπισία με την ελπίδα, το όνειρο με τον εφιάλτη.
Οι τρεις ήρωες στο «Γάλα» είναι σχεδόν σύμβολα κάτι βαθύτερου, της πατρίδας, του αδιεξόδου, της ελπίδας.
Η Παράσταση
Ο Λευτέρης (Μάνος Καρατζογιάννης) κουλουριασμένος κάτω από ένα τραπέζι επιλέγει την απομόνωση, θωρακίζεται από έναν κόσμο που αδυνατεί να κατανοήσει. Ακούει έναν πειραματικό σταθμό με λαϊκά, που εκφράζουν τον πόνο και τον νταλκά. Παρακολουθείται από ψυχολόγο, κοινωνική λειτουργό και παίρνει αγωγή. Η κατάστασή του, οι κακές συναναστροφές, οι απουσίες από το σχολείο φοβίζουν και ανησυχούν τη μάνα του (Στέλλα Γκίκα). Εκείνος επιμένει να μιλάει ρώσικα, ενώ η μάνα του θα ήθελε να είναι Ελληνίδα. Ο Λευτέρης μέσα από τη φωνή του Καζαντζίδη ταυτίζεται με τον λαό και τον καημό του. Ζει με τον φόβο ότι θα τον βάλουν πάλι στην κλινική.
Ο αδελφός του, ο Αντώνης (Δημήτρης Πασσάς), έρχεται κουστουμαρισμένος, με ρολόι, πορτοφόλι , ένας «κύριος». Ρωτά τη μάνα αν ο Λευτέρης βλέπει ακόμα τα άσπρα χέρια να βγαίνουν από τους τοίχους και να τον αρπάζουν. Ο Λευτέρης είναι κολλημένος σε θολές μνήμες, ενώ ο Αντώνης είναι ακραιφνής αρνητής τους. Η συμπεριφορά και η ερμηνεία του ενός δυναμιτίζει την αντίστοιχη του άλλου. Σε αυτό παραλίγο να διολισθήσει και η Νατάσα, όμως διεσώθη.
Η Στέλλα Γκίκα εκφράζει την απελπισία της μάνας, την αγωνία της για να μην «ξεφύγει» ο Λευτέρης και βρεθεί μπλεγμένος, για να μην δυστυχήσει ο Αντώνης και τον διώξει η κοπέλα που φάνηκε να τον αγαπά. Δεν μπορεί να πιστέψει την βελτίωση της πραγματικότητά τους. Έχει δυστυχήσει, έχει χάσει τον άντρα της και αγωνίζεται, έχει καθαρίσει πολλά σπίτια για να υποστηρίξει τα παιδιά της.
Η Νατάσα (Ελένη Σακκά), η αρραβωνιαστικιά του Αντώνη, δείχνει ένα ευγενικός άνθρωπος , εντελώς διαφορετική , πρόθυμη να παραβλέψει το πρόβλημα του σχιζοφρενούς αδελφού και που σαν λυδία λίθος αποκαλύπτει το μη ανατρέψιμο. Ο Λευτέρης τους λέει ότι το πιο σημαντικό είναι να σ’αγαπούν και εκείνος έχει παράπονο γατί δεν τον αγάπησε κανείς, τουλάχιστον έτσι νιώθει. Τον κάνουν κάπως παρέα, μήπως βρει έτσι την ασφάλεια και ευτυχία που ποτέ δεν ένιωσε στη ζωή. Ο Λευτέρης δεν μπόρεσε να ωριμάσει, δεν θήλασε σωστά και δεν απογαλακτίστηκε ποτέ. Οι χαμένοι κρίκοι στη συνέχεια της ζωής του, η απουσία του πατέρα ,η αποκαθήλωση της αριστεράς, η μετανάστευση τον φόβισαν και τον τραυμάτισαν καθοριστικά και ανεπανόρθωτα. Θυμίζει κάπως Μπλανς Ντιμπουά και βέβαια η συνέχεια, η βίαιη και υποτιμητική αφομοίωση από τον καπιταλισμό τα απανωτά χτυπήματα και η σχιζοφρένεια ήταν αναμενόμενα.
Όλοι οι άνθρωποι δεν αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο. Κάποιοι πνίγονται στα βαθιά νερά, άλλοι όμως μαθαίνουν κολύμπι και κόλπα για να επιπλεύσουν.
Ο Λευτέρης παρασύρεται και γυρνά εξαθλιωμένος. Ο Μάνος Καρατζογιάννης με τρόπο απολύτως εκφραστικό διατρέχει όλα τα στάδια του ερμητικά κλειστού Λευτέρη, όλα τα σκοτάδια του και βέβαια την εξαθλίωσή του. Έτσι έγινε με μια αριστερά, που «απέτυχε» και ο δυτικός κόσμος την υποδέχτηκε με υποτίμηση, βρωμοδουλειές και πορνεία. Την ασθένεια αυτή , της φαντασιακής προσκόλλησης, ο καπιταλισμός που αποκρυσταλλώνεται στο πρόσωπο του Αντώνη, την κλείνει στο τρελάδικο. Αυτός θα προχωρήσει, θα νοθεύσει το καύσιμο και θα βγάλει μεγαλύτερο κέρδος. Σε αντίθεση με την πάντα υποχωρητική και φορτισμένη με ατελείωτες τύψεις μάνα, ο Δημήτρης Πασσάς δίνει ένα ρεσιτάλ υποκριτικής, με αυτό το αδυσώπητο πρόσωπο του ανερμάτιστου Κοβάλσκυ, αυτού του νέου που θα περάσει καταπέλτης πάνω από όλους για να ανέλθει, ενώ ο Λευτέρης θα λευτερωθεί μέσα στην τρέλα του.
Η εμπνευσμένη σκηνοθεσία της Ερμίνας Κυριαζή και του Μάνου Καρατζογιάννη μαζί με τα σκηνικά του Άγγελου Αγγελή και τον φωτισμό του Άγγελου Παπαδόπουλου απέδωσαν απολύτως το κλειστοφοβικό υπόγειο που φιλοξενούσε αυτή την οικογένεια αποκαλύπτοντας τα τραύματά της.
Ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία: Ερμίνα Κυριαζή - Μάνος Καρατζογιάννης
Ερμηνεύουν: Στέλλα Γκίκα, Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Σακκά, Μάνος Καρατζογιάννης
Σκηνικά - κοστούμια: Άγγελος Αγγελής
Μουσική: Νεοκλής Νεοφυτίδης
Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος
Φωτογραφίες : Σπύρος Περδίου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Φίλιππος Παπαθεοδώρου
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο