Είδαμε τις «Ευτυχισμένες Μέρες», του Σάμιουελ Μπέκετ στο Θέατρο Olvio
Είδαμε τις «Ευτυχισμένες Μέρες», του Σάμιουελ Μπέκετ στο Θέατρο Olvio κι έχουμε να πούμε τα καλύτερα!
Είδαμε τις «Ευτυχισμένες Μέρες», του Σάμιουελ Μπέκετ στο Θέατρο Olvio κι έχουμε να πούμε τα καλύτερα!
Το αριστούργημα του Σάμιουελ Μπέκετ, «Ευτυχισμένες Μέρες», ανεβαίνει στο Θέατρο Olvio για 10 μόνο παραστάσεις, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Κανέλλου, με την Νατάσα Παπαμιχαήλ και τον Γιάννη Οικονομίδη /Johnny O) στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η Γουίνι (Νατάσα Παπαμιχαήλ), θαμμένη στα συντρίμμια της ζωής της, ένα σωρό αντικείμενα, πίνακες, βάζα, καρέκλες, ρολόγια, διακοσμητικά, απομεινάρια μιας ολόκληρης ζωής, που την έχουν ζήσει πλήρως, όπως δηλώνει η χορογραφία της αρχής και του τέλους. Το εξαιρετικό σκηνικό για τον εγκλεισμό της Γουίνι, αλλά και τον σωλήνα για την τρύπα του Γουίλι, αλλά και τα κοστούμια έχει ευφάνταστα επιμεληθεί ο Βαγγέλης Ζιλέλης. Φόρεμα μπαλαρίνας για τη Γούλι και πουέντ, και κοστούμι για τον Γουίλι, ο οποίος στην πορεία κυκλοφορεί με γεροντική σκελέα. Η εξαιρετική χορογραφία, που ξεκινά την παράσταση και επιμελήθηκε η Νατάσα Παπαμιχαήλ, φανερώνει ένα ερωτευμένο ζευγάρι, ευτυχισμένο, που όμως φορές φορές το βλέμμα ή και η κίνηση σταματά σε μια απειλή, σε κάτι που παραμονεύει όπως τα γηρατειά, η ασθένεια, η αλλοίωση του χρόνου. Αυτή είναι η προδιαγεγραμμένη πορεία.
Στην κορυφή αυτού του συρφετού η Γουίνι ξεκινά τη μέρα της με τον ήχο του ξυπνητηριού, που εξάλλου καθορίζει την αρχή και το τέλος της ημέρας τους. Κάνει συγκεκριμένες τυποποιημένες κινήσεις καθημερινής φροντίδας και υγιεινής.
Ξυπνά τον Γουίλι (Γιάννης Οικονομίδης /Johnny O), ο οποίος απρόθυμα και κουρασμένα της απαντά ενώ κοιμάται σε χαμηλότερο και πλάγιο επίπεδο από την υπερυψωμένη Γουίνι, έτσι που να βλέπονται μόνο αν ο Γουίλι το επιδιώξει. Αν και καθηλωμένη σε μια θέση και καθώς τα γεγονότα την έχουν ξεπεράσει και προσπεράσει δηλώνει ευχαριστημένη και ότι δεν έχει κανένα παράπονο. Χρησιμοποιεί ένα «παλιό» πράγμα, μια οδοντόκρεμα που τελειώνει και αυτή όπως και η ζωή τους. Δεν μπορεί να διαβάσει τις οδηγίες χρήσης και με πικρή αφέλεια δηλώνει « Παλιά πράγματα, παλιά μάτια». Όλα κάποτε τελειώνουν και αναλογίζεται « Ω οι εφήμερες χαρές, ω η αιώνια λύπη!». Παρόλα αυτά αντιστέκεται και δηλώνει με χαρά ότι αυτή θα είναι άλλη μια ευτυχισμένη μέρα. Ο Γουίλι διαβάζει εφημερίδα , της διαβάζει τα δυσάρεστα νέα για θύματα του πολέμου, ενώ βλέπει ότι «ζητείται ευφυής νεαρός». Που να βρεθεί ένας τέτοιος νέος μέσα στην παρακμή και τον θάνατο; Η Γουίνι έχει πειστεί ότι κάθε μέρα μαθαίνει καινούργια πράγματα ή τουλάχιστον προσπαθεί. Δεν σταματά να μιλά και τον Γουίλι τον χρειάζεται ξεκάθαρα σαν αποδέκτη των όσων λέει. Είναι και οι δυο αδύναμοι με κίνηση γερόντων. Κάθε μέρα η Γουίνι χρησιμοποιεί κάποια πράγματα, τα οποία μαζεύει στο τέλος της ημέρας και αυτό επαναλαμβάνεται πάλι το επόμενο πρωί. Ο Γουίνι διαπιστώνει ότι την εγκαταλείπουν οι λέξεις, όμως συνεχίζει να φοβάται μήπως πεθάνει. Παρόλο που ο Γούιλι είναι ανήμπορος θα πρέπει να την ακούει. Θυμάται στιγμές του παρελθόντος τους και από τη θέση που είναι και οι δυο χορεύουν την ανάμνησή τους. Η κίνηση εκπληκτική και απολύτως μελετημένη και λειτουργική, για το πως θα φορέσουν ένα άλλο ρούχο, πως θα της προωθεί την ομπρέλα που της πέφτει.
Η πρωτότυπη μουσική του Νικηφόρου Χρυσολωρά πέρα από το καταπληκτικό τραγούδι της χορογραφίας, καλλιεργεί αυτό το κλίμα της θλιβερής αποχώρησης, του επερχόμενου θανάτου, ένα ρέκβιεμ με ένα μελαγχολικό πιάνο.
Η Γουίνι προσπαθεί να επαναλαμβάνει τις παλιές λέξεις όπως «η ημέρα είναι προκεχωρημένη » και άλλες παρόμοιες για να ανατρέψει την θλίψη που εισβάλλει διαρκώς, να ξεφύγει από την αλλοίωση του μυαλού και της σκέψης. Η Γουίνι έχει ένα πιστόλι στην τσάντα της και θέλει να το χρησιμοποιήσει. Με χορευτική κίνηση φτάνει στα χέρια και των δυο τους. Ίσως να ήταν μια απελευθέρωση.
Καθώς προχωρά ο χρόνος μονολογεί η Γουίνι , αλλά ο Γουίλι της απαντά μονολεκτικά, έως τη στιγμή που δεν της απαντά πια, παρά μένει χωμένος στην τρύπα του. Ο παραληρηματικός λόγος, οι κατακερματισμένοι χαρακτήρες, δημιουργούν αυτή την ιδιαιτερότητα του Μπέκετ, αφήνοντας ανοιχτά ερωτήματα.
Η Γουίνι κυριεύεται από τον φόβο της μοναξιάς και του θανάτου. Η γη είναι ένα προορισμένο χωνευτήριο. Ξέρει ότι το τέλος πλησιάζει και γεμίζει με λόγια τον χρόνο, τον ξεγελά.
Χαίρεται εκεί που κάθεται καθώς βλέπει ένα μυρμήγκι, έναν ζωντανό οργανισμό, σε λίγο ο μόνος.
Αυτό που πραγματικά τους εκφράζει είναι αυτό το «Γελώντας άγρια εν τω μέσω μιας αδυσώπητης θλίψης.» Η βαρύτητα παραμένει ίδια. Τα γηρατειά δεν καραδοκούν πια είναι εδώ. Θα ήθελε να τη ρουφήξει κάτι προς τα επάνω για να φύγει από εκεί που βρίσκεται καθηλωμένη.
Οι πετυχημένοι φωτισμοί του Νίκου Βούλγαρη έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της ατμόσφαιρας της μοναξιάς, της παραίτησης, της εγκατάλειψης.
Και οι δυο ηθοποιοί έχουν μια πολύ δουλεμένη κίνηση και κατορθώνουν να αποδώσουν την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης, που καθορίζεται από τον φόβο του θανάτου, με όχημα τον μπεκετικό λόγο, αλλά και με αυτό το εύρημα της χορογραφίας της κοινής ζωής τους στην αρχή και το τέλος της παράστασης,.
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Κανέλλου με τη συνεργασία όλων των συντελεστών κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα πρωτότυπο μπεκετικό έργο με προσωπική σφραγίδα.
Ταυτότητα της παράστασης
Συντελεστές παράστασης «Ευτυχισμένες Μέρες»
Κείμενο: Σάμιουελ Μπέκετ
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κανέλλος
Σκηνικά – Κοστούμια: Βαγγέλης Ζιλέλης
Φωτισμοί: Νίκος Βούλγαρης
Επιμέλεια κίνησης: Νατάσα Παπαμιχαήλ
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση – επιμέλεια: Νικηφόρος Χρυσολωράς
Βοηθός σκηνοθέτη: Καλλιόπη Καραμάνη
Επικοινωνία: Ειρήνη Λαγουρού
Ερμηνεύουν
Νατάσα Παπαμιχαήλ
Γιάννης Οικονομίδης (Johnny O)
Διάρκεια: 85 λεπτά χωρίς διάλειμμα