«Βρωμιά» του Robert Schneider σε σκηνοθεσία Κατερίνας Πολυχρονοπούλου στο Θέατρο Πλύφα

Ένα συγκλονιστικό  έργο για τον «ξένο» ανάμεσα μας, την μοναξιά, την ελπίδα και τα όνειρα και την απελπισία που ξεπερνούν τα σύνορα.

«Βρωμιά» του Robert Schneider σε σκηνοθεσία Κατερίνας Πολυχρονοπούλου στο Θέατρο Πλύφα

Ποιος μπορεί να ορίσει τη βρωμιά; Τι είναι βρώμικο ένα έγχρωμο δέρμα; Μια βρώμικη ψυχή; Ένα βρώμικο σύστημα που εκμεταλλεύεται τον αδύναμο και τον κάνει σκουπίδι;

Ένα συγκλονιστικό  έργο για τον «ξένο» ανάμεσα μας, την μοναξιά, την ελπίδα και τα όνειρα και την απελπισία που ξεπερνούν τα σύνορα.

Μέσα σε ένα φτωχικό δωμάτιο, με κούτες και ελάχιστα αντικείμενα, που είναι όλος του ο κόσμος, όλα του τα υπάρχοντα, ο Σαντ, από το Ιράκ,  του οποίου το όνομα στα αγγλικά θα πει λυπημένος και είναι  μια συντομογραφία του Sadam, που αποφεύγει να το αναφέρει γιατί ίσως στη Γερμανία που μένει πια, αυτό θα προκαλούσε περισσότερη αμηχανία ή και φόβο, ρατσισμό, παραμένει Sad λυπημένος, συρρικνωμένος, νοσταλγεί και ονειρεύεται. Sad στα αραβικά  θα πει περήφανος. Έχει γείτονα έναν άραβα, από την Αίγυπτο.

 Ονειρεύεται, αλλά δεν έχει ήσυχη τα συνείδησή του, γιατί «η λέξη όνειρο ανήκει στις γάτες και τους σκύλους των λευκών, όχι πάντως σε αυτόν που  μέσα από την ψυχή του βγαίνει η βρώμα.» Ακόμα και οι βιτρίνες μοσχοβολάνε στην πόλη αυτή, μυρίζουν απορρυπαντικό. Νοσταλγεί την οικογένειά του,  βρίσκει στα πράγματά του μια φωτογραφία της μάνας του τραβηγμένη με μια LAIKA, αυτή ήταν και η πρώτη λέξη που έμαθε στα γερμανικά. Στη χώρα που μένει τώρα, χωρίς να έχει δικαίωμα να μένει,  η ζωή  είναι καλύτερα δομημένη.  Είναι πιο ασφαλές όμως για εκείνον να περνά απαρατήρητος.

Είναι από το Ιράκ. Και η χώρα του έχει πολιτισμό. Με τον πόλεμο οι πόλεις εκσυγχρονίζονται. Τώρα είναι εδώ, αλλά δεν έχει δικαίωμα να βρίσκεται στη χώρα αυτή. Δεν του δίνουν άσυλο, δίνουν μόνο σε αυτούς, που αν γύριζαν πίσω θα τους εκτελούσαν.

Είναι πιο εύκολο για τη δυσλειτουργία των κοινωνικών δομών, τα δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα να ρίχνουν το βάρος σε ένα αποδιοπομπαίο τράγο, σε έναν βρωμιάρη, που τον συνοδεύει μια κακοσμία λόγω των τροφών που καταναλώνει και που η παρουσία του ενοχλεί εν γένει προκαλεί ανησυχία.

Μιλάει για τη ζωή και τους ανθρώπους του, παλεύει να πιαστεί από καθετί που αγαπάει, αυτοσαρκάζεται, βυθίζεται στην μοναξιά του. « Δεν έχει καθίσει ποτέ σε παγκάκι.» Δεν το επιτρέπει στον εαυτό του γιατί το βλέμμα των άλλων δεν του το επιτρέπει. Θέλει να ενταχθεί. Αγόρασε γερμανοαραβικό λεξικό για να μιλά καλά γερμανικά. Ίσως έτσι μετριάσει το μίσος που βρίσκεται μέσα σε όσους βλέπει γύρω του και τους απευθύνεται για να τους πουλήσει τριαντάφυλλα. Θα ήθελε να είναι σαν όλους τους άλλους. Θα ήθελε να μπορεί να τους μιλάει. Να μπορεί να μπαίνει στο μετρό. Να ανήκει κάπου. Αλλά είναι ξένος. Ζει κλεισμένος στο δωμάτιό του. «Αυτή είναι η καρέκλα μου. Εδώ κάθομαι. Την αγαπάω την καρέκλα μου… Αν και δε μου ανήκει, αυτή η καρέκλα είναι η πατρίδα μου».

Ο Κωνσταντίνος Φάμης βιώνει εσωτερικά τον ρόλο του. Γίνεται ο Σαντ. Η κίνησή του  μοιάζει με αυτή του Τσάπλιν στις ταινίες του, που ενσαρκώνει την φτώχεια και τη δυστυχία.  Ο ηθοποιός Φάμης και ο Σαντ στοιχειώνεται πότε από το πνεύμα της φτώχειας, πότε από το πνεύμα της στέρησης και τον φόβο. Μόνος του στη σκηνή ο Φάμης στήνει όλο το πλαίσιό του και μας εντάσσει πλήρως σε αυτό.

Με την ειλικρίνειά του και την αυθεντική του παρουσία προκαλεί περίσκεψη γύρω από την  τραγική αποκάλυψη μια κοινωνίας όλο αντιφάσεις. Μια προηγμένη κοινωνία, γεμάτη φόβο για τον ξένο, για τον άλλο. Από τη χώρα του θυμάται ωραίες εικόνες, θημωνιές, τζιτζίκια να πεταρίζουν ελεύθερα, αλλά ο ήλιος εκεί καίει συνέχεια και χτυπά κατακέφαλα, οπότε δεν μπορεί να σκεφτεί κάποιος σωστά. Στη Γερμανία, που είναι διαφορετικά, με πρόοδο και οργάνωση υπάρχει ρατσισμός, βία και  για εκείνον μοιραία εγκλεισμός και συρρίκνωση. Αυτό τον εξοργίζει, όμως είναι μονόδρομος για αυτόν, αγαπά όμως την χώρα αυτή που του δίνει μιαν άλλη προοπτική. Δεν ήθελε να τους λερώσει, που ήρθε. Ήταν αναπόφευκτο.

«Με λένε Σαντ και είμαι ένα σκατό πατημένο. Βρωμάω.» Πλένω τα χέρια μου μήπως αλλάξουν χρώμα. «Απαγορεύεται να πιάσω το λευκό ψωμί σας. Είστε τόσο καλοί και τόσο υπομονετικοί.» Παιδιά, συμμορίες καταδιώκουν τους ξένους με σιδερολοστούς. Έτσι χτύπησαν και τον Αιγύπτιο φίλο του φοβάται και για τον εαυτό του.

Η σκηνοθεσία της Κατερίνας Πολυχρονοπούλου, λιτή ασκητική για να ακουστεί ο λόγος και να αναδειχθεί η ερμηνεία του ηθοποιού της. Με την συνδρομή όλων των συντελεστών η παράσταση πρότεινε :«Γι’ αυτά που δε μπορείς να μιλήσεις δεν είναι καλύτερα να σιωπάς, πρέπει να μιλάς!»

Ο Κωνσταντίνος Φάμης παρουσίασε για πρώτη φορά την «Βρωμιά» το 2016 περιοδεύοντας στην Ελλάδα, ενώ το 2018, πραγματοποίησε παραστάσεις στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη.

Ταυτότητα της παράστασης

Συγγραφέας: Robert Schneider

Μετάφραση: Κοραλία Σωτηριάδου

Σκηνοθεσία: Κατερίνα Πολυχρονοπούλου

Σκηνικό/Κουστούμι: Παναγιώτα Κοκκορού

Μουσική επιμέλεια: Γιάννης Μαθές

Σχεδιασμός φωτισμών: Κωνσταντίνος Φάμης

Σχεδιασμός αφίσας: Κάρολος Πορφύρης

Φωτογραφία αφίσας: Γιώργος Γιαννίμπας

Επικοινωνία: Τζίνα Φουντουλάκη

Εκτέλεση Παραγωγής: Νικήτας Καστής

Στον ρόλο του Σαντ, ο  Κωνσταντίνος Φάμης

Πληροφορίες  Παράστασης

Ημέρες & ώρες παραστάσεων

Θέατρο Πλύφα

Από 9 – 31 Οκτωβρίου

Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00

Τιμές εισιτηρίων

Γενική Είσοδος: 12€

Μειωμένο(φοιτητές, άνεργοι, ΑΜΕΑ, άνω των 65): 8€

ΠΡΟΣΦΟΡΑ : Γενική είσοδος 8€ στις δύο πρώτες παραστάσεις 9&10/10

Διάρκεια παράστασης

70 λεπτά χωρίς διάλειμμα

Προπώληση εισιτηρίων

Viva,gr

https://www.more.com/theater/vromia/

 

Πληροφορίες - κρατήσεις

Τηλ.: 6946649550

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v