Είδαμε τις Τρωάδες, του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Είδαμε τις Τρωάδες, του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου κι έχουμε να πούμε δύο κουβέντες.
Είδαμε τις Τρωάδες, του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου κι έχουμε να πούμε δύο κουβέντες.
Την τραγωδία του Ευριπίδη «Τρωάδες» παρουσίασε, το καλοκαίρι του 2023, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, σε μετάφραση Θόδωρου Στεφανόπουλου και σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου . Η πρεμιέρα της παράστασης δόθηκε στο Θέατρο Δάσους (6 Ιουλίου) και θα ακολουθήσει περιοδεία στην Κύπρο και σε όλη την Ελλάδα. Ένα έργο κλασικό και πάντα επίκαιρο αφού διαπραγματεύεται τον πόλεμο και τις συνέπειές του. Σε έναν κόσμο όπου όπως σχολιάζει ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΚΘΒΕ, Αστέριος Πελτέκης, «σχεδόν κάθε στιγμή διαδραματίζεται μια πολεμική σύρραξη σε κάποια γωνιά του» .
Οι Τρωάδες, η μόνη σωζόμενη τραγωδία της ευριπίδειας τριλογίας για τον Τρωικό Πόλεμο, διδάχτηκε το 415 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια. Το έργο γράφτηκε λίγο μετά την καταστροφή της Μήλου το 416 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι, με απάνθρωπη βιαιότητα, σκότωσαν όλους τους ενήλικες άντρες της Μήλου και πούλησαν για δούλους τις γυναίκες και τα παιδιά. Ο Ευριπίδης επιχειρεί να προειδοποιήσει για τις συνέπειες της ασυδοσίας των νικητών και να υπενθυμίσει τη σημασία του να παραμένει κανείς άνθρωπος, μακριά από την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας που προκαλούν οι εφήμερες νίκες. Στις Τρωάδες ο ποιητής αναδεικνύει την ανθρώπινη διάσταση του εχθρού και, εστιάζοντας στο μεγαλείο των γυναικών της Τροίας, προβάλλει τη δύναμη εκείνη που κάνει τον άνθρωπο να επιμένει ακόμα και μετά την καταστροφή.
Ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης, βραβευμένος από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών με το βραβείο «Νέου θεατρικού δημιουργού» για το 2018, υπεύθυνος καλλιτεχνικού προγραμματισμού του ΚΘΒΕ, μας παρουσίασε φέτος μια ρηξικέλευθη ανάγνωση του αριστουργηματικού έργου του Ευριπίδη.
Την εξαιρετική μουσική της παράστασης υπογράφει ο διεθνώς καταξιωμένος σολίστ και συνθέτης Στέφανος Κορκολής, ο οποίος παίζει πιάνο επί σκηνής κατά τη διάρκεια των παραστάσεων. Η μουσική του Στέφανου Κορκολή άλλοτε σαν soundtrack δίνει την αίσθηση της περιπέτειας, της προσμονής, της ανησυχίας στη θάλασσα, απέπνεε και άλλοτε επένδυε αποκαλύπτοντας, διαλευκαίνοντας τα λόγια των ηρώων. Συγκλονιστική ήταν η σκηνή της Κασσάνδρας όπου τα λόγια της αποδόθηκαν μέσα από ροκ όπερα.
Στον απαιτητικό ρόλο της Εκάβης η Ρούλα Πατεράκη αποκάλυψε την παλιά δοκιμασμένη στόφα της μεγάλης ηθοποιού, ενώ παρασύρεται ευχάριστα σε ένα σύγχρονο ανέβασμα του έργου. Διαλύεται από τον πόνο της καταστροφής, εκφράζει τις οιμωγές της, κραυγάζει τον πόνο της και εξοβελίζει την διάθεσή της για εκδίκηση, βομβαρδίζοντας και αυτή και η Κασσάνδρα (Μαρία Διακοπαναγιώτου) και η Ανδρομάχη (Μαρίζα Τσάρη) κατάρες κατά των κατακτητών που μακέλεψαν τη χώρα τους και τη ζωή τους.
Ο Ποσειδώνας (Αντώνης Καφετζόπουλος), σαν ταξιδευτής, μπαίνει στη σκηνή και μιλά για όλα όσα έχουν συμβεί στην Τροία. Βάζει και τρώει σούπα από το τσουκάλι - συσσίτιο μεταναστών στη σκηνή, ενώ με απόλυτα φυσικό τρόπο διηγείται πως ηττήθηκε, πως σαρώθηκε η Τροία. Με πόνο ωστόσο απευθύνεται στην πόλη της Τροίας, «Χαίρε πόλη μου, αν δεν σε είχε ισοπεδώσει η Παλλάδα, θα ήσουν ακόμη στη θέση σου».
Στον τηλεφωνικό θάλαμο που υπάρχει επί σκηνής χτυπά το τηλέφωνο στο οποίο εκείνος απαντά για να ακούσει η φωνή της Αθηνάς που ευθύς παρουσιάζεται στη σκηνή διαμοιρασμένη θεότητα στα σώματα ενός Χορού γυναικών με κεφάλι καλυμμένο με μαντήλι. Υπέροχες φωνές της Θεάς Αθηνάς, που διαχέονται σε όλη την ορχήστρα (Μελίνα Αποστολίδου , Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου , Χαρά Γιώτα, Ηλέκτρα Γωνιάδου , Χριστίνα Μπακαστάθη , Μπέττυ Νικολέση , Κλειώ Δανάη Οθωναίου , Πολυξένη Σπυροπούλου , Βιργινία Ταμπαροπούλου , Θεοφανώ Τζαλαβρά , Μάρα Τσικάρα ) διαδίδοντας την ύβρη των Ελλήνων, που αν και βοηθήθηκαν από τη θεά να κερδίσουν τον πόλεμο, εκείνοι ξεπερνώντας το μένος τους και την αδίστακτη φιλοδοξία τους, ασέλγησαν στο ναό της και τώρα θέλει να τους τιμωρήσει, καθώς θα ταξιδεύουν στη θάλασσα. Ο φωτισμός (Αλέκος Αναστασίου) δυναμικά δημιουργεί ένα μυστικιστικό κλίμα και μαζί με την κίνηση επιβάλλει την τιμωρία των Ελλήνων. Το φιλί στο στόμα του Ποσειδώνα και της Αθηνάς, επικυρώνει την σύμπραξη του Ποσειδώνα στην τιμωρία που επιζητά η θεά.
Σε αναμονή της αναχώρησής τους για την Ελλάδα, οι αιχμάλωτες γυναίκες της Τροίας (Μαριάννα Αβραμάκη, Μελίνα Αποστολίδου, Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Χαρά Γιώτα, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Ζωή Ευθυμίου, Ηλέκτρα Καρτάνου, Εύη Κουταλιανού, Λωξάνδρα Λούκας, Ελένη Μισχοπούλου, Χριστίνα Μπακαστάθη, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Μπέτυ Νικολέση, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Πολυξένη Σπυροπούλου, Βιργινία Ταμπαροπούλου, Θεοφανώ Τζαλαβρά, Φωτεινή Τιμοθέου, Μάρα Τσικάρα) θρηνούν για την άλωση της πόλης τους. Φορούν πολύχρωμα ρούχα αρχοντισσών αποδίδοντας το πνεύμα της ανατολίτικης παράδοσης.
Τα κοστούμια και τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, όπως πάντα εμπνευσμένα και πάντα ακολουθώντας τον στόχο του σκηνοθέτη. Γαλάζιες βαλίτσες επί σκηνής, όσες για τις μετανάστριες, το τσουκάλι με τη σούπα φτηνό φαί μεταναστών, ο τηλεφωνικός θάλαμος παλαιών καιρών, η επικοινωνία με κάρτα όσων αποχωρίζονταν την οικογένειά τους και μίλαγαν με τις ώρες στον θάλαμο, αλλά και χώρος περισυλλογής και εκτόνωσης ακραίου πόνου.
Η Εκάβη στο θάλαμο καθισμένη χτυπά το κεφάλι της από τον πόνο. Οι αρχόντισσες της Τροίας με πολύχρωμα κοστούμια (Ελένη Μανωλοπούλου) βγαίνουν στην σκηνή, ανήσυχες να μάθουν σε ποιον οπλαρχηγό θα πάνε δούλες.
Ο Ταλθύβιος (Δημήτρης Πιατάς) με μια ειρωνεία στη φωνή του ενημερώνει, ενώ και εκείνος σερβίρεται σούπα από το τσουκάλι της σκηνής. Βέβαια η Εκάβη απαιτεί να μάθει εκείνη πρώτη για τις δικές της κόρες και τον εαυτό της. Για την Πολυξένη, ο Ταλθύβιος της λέει ότι είχε την καλύτερη τύχη, χωρίς να της αποκαλύπτει ότι την έχουν θυσιάσει πάνω στον τάφο του Αχιλλέα.
Για την κόρη της την Κασσάνδρα μαθαίνει ότι θα έχει την καλύτερη τύχη, σύντροφος του βασιλιά Αγαμέμνονα. Η Κασσάνδρα (Μαρία Διακοπαναγιώτου) πραγματική μαινάδα, σε ένθεη μανία εμφανίζεται στη σκηνή με μια απίθανη, τρελή κίνηση, με υπέροχη μουσική δυναμική πλαισίωση, όπου προβλέπει, καταριέται και ετοιμάζεται να δεχτεί τον θάνατό της δίπλα στον Αγαμέμνονα, αυτή η πρώτη Ερινύα για αυτούς που αδίκησαν την χώρα της. Υπέροχη ερμηνεία της ηθοποιού, ακόμα και τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών της είχαν επιστρατευτεί σε μια οργισμένη ερμηνεία αυτής της ιέρειας του Απόλλωνα. Έχει πίστη στο θεό όμως νιώθει προδομένη από εκείνον. Αυτή η παρθένα, ομοκρέβατη ομοθάνατη του Αγαμέμνονα και σφάγιο της συζύγου του. Καταλαβαίνει ωστόσο και χαίρεται όταν αυτή θα πάρει την εκδίκηση για όσα οι Έλληνες έκαναν στους Τρώες, θα αφανίσει την οικογένεια του Αγαμέμνονα, ο οίκος του θα πνιγεί στο αίμα. Η βακχεία της Κασσάνδρας εκπληκτική. Η κίνηση των χεριών της, τα δάκτυλά της ακόμα έπαιζαν, έδειχναν, θύμωναν. Οργισμένη φωνάζει στη γη απευθυνόμενη στους νεκρούς «Δεχτείτε να κατέβω στους νεκρούς τροπαιοφόρος, αφού αφανίσω αυτούς που μας αφάνισαν».
Ο Ερμής Μαλκότσης επιμελήθηκε άριστα την κίνηση της Κασσάνδρας, των υπολοίπων ηθοποιών και του Χορού.
Η μουσική ακολουθεί τον Χορό στην αγωνία και στο πένθος του.
Η Ανδρομάχη (Μαρίζα Τσάρη), δωρική, αγκαλιά με το μωρό Αστυάνακτα είναι ανήσυχη για το που θα καταλήξει, αυτή η φρόνιμη γυναίκα του Έκτορα. Πως γίνεται να τιμήσει το νέο της άνδρα και να ξεχάσει τον υπέροχο πολεμιστή και πατέρα του παιδιού της, τον Έκτορα; Πληροφορεί την Εκάβη ότι η Πολυξένη θυσιάστηκε στον τάφο του Αχιλλέα, ενώ εκείνη μαθαίνει την απόφαση των Αχαιών να θανατώσουν τον μικρό της γιο, τον Αστυάνακτα. Τρομερή η σκηνή της κραυγής της Εκάβης μέσα στον θάλαμο, σπαρακτικός και ο τρόπος με τον οποίο αποχαιρετά το μωρό της η Ανδρομάχη, τα λόγια που του λέει καθώς το αποχωρίζεται για να το κάνει δώρο στον θάνατο είναι συγκλονιστικά.
Ένας τηλεφωνικός θάλαμος, μια κυψέλη, ένα σημείο μηδέν, μια τηλεφωνική καμπίνα από αυτές που πια έχουν εκλείψει, ένας μικρός χώρος, όπου περιχαρακώνεται η Εκάβη και στέλνει τις σκέψεις της, σε ένα άγνωστο σύμπαν, υπενθυμίζει ότι αυτή ήταν βασίλισσα και να που κατάντησε τώρα αυτή και τα παιδιά της. Αργότερα, μέσα εκεί στο κλειστό, μυστικό χώρο ξεσπά σε θρήνο για την κόρη της την Πολυξένη, που την θυσίασαν πάνω στον τάφο του Αχιλλέα, θρηνεί σπαρακτικά τον Αστυάνακτα η Ανδρομάχη και η Εκάβη. Είναι ένας προσωπικός χώρος με ένα τηλέφωνο εξομολογητή, ένα τηλέφωνο τραγικό που μετά την καταστροφή της Τροίας μένει αναπάντητο στο χώρο της Επιδαύρου να χτυπά μέσα στην άδεια καμπίνα, καθώς η Τροία έχει πια εκκενωθεί και καεί ολοσχερώς. Θυμίζει κάπως το ατύχημα στα Τέμπη, όπου μέσα στον διάχυτο θάνατο χτύπησε το κινητό τηλέφωνο ενός θύματος και βέβαια έμεινε αναπάντητο. Το τέλος της παράστασης μένει ανοικτό σε προβληματισμό και είναι ιδιαιτέρως συγκινητικό.
Ο Ταλθύβιος (Δημήτρης Πιατάς) αν και αυστηρός, δείχνει να έχει έναν μαλακό πυρήνα, καθώς λέει στην Ανδρομάχη να μην τον μισήσει και ότι απλά κομίζει την ομόφωνη απόφαση των Δαναών και των Ατρείδων , που θέλει το παιδί της να θανατωθεί, θα το ρίξουν από τα τείχη της Τροίας.
Όλος ο Χορός συσπειρώνεται γύρω από την Ανδρομάχη, ασπίδα με το σώμα του. Ο Χορός καλεί σε συλλογισμό. Μετά την τρομερή σκηνή στην καμπίνα και το ξέσπασμα και μοιρολόι της Ανδρομάχης, ο Χορός στρέφεται στο κοινό. « Έλληνες γιατί σκοτώνεται το παιδί;» Η κτηνωδία του πολέμου, του κηρυγμένου και του ακήρυχτου, όταν πνίγονται γυναίκες και παιδιά στα push back.
Η μουσική δυναμική εκφράζει τον τρόμο και τον θρήνο, όσο η Εκάβη αναρωτιέται «τι άλλο μπορεί να συμβεί για να φτάσουν στις εσχατιές του ολέθρου».
Η σκηνοθετική δεξιότητα του Χρήστου Σουγάρη , όχι μόνο δημιούργησε μια δυναμική παράσταση και προκάλεσε τον συλλογισμό, αλλά επιχείρησε πλήρη εκμετάλλευση όλου του χώρου του θεάτρου, το πίσω μέρος της σκηνής προς τα πεύκα, την ορχήστρα, τις θέσεις ως και το άνω διάζωμα. Όλοι οι ρόλοι είναι γέννημα της κοινωνίας των θεατών. Όλοι υπεύθυνοι για όλα.
Ωραίοι οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, προσαρμοσμένοι κάθε φορά στις ανάγκες της παράστασης. Ο Μενέλαος (Αλέξανδρος Μπουρδούμης) κατεβαίνει από το Άνω διάζωμα, κραταιός, αγέρωχος, παράλληλα όμως και ευάλωτος, ενώ η Ελένη (Λουκία Βασιλείου) φιλήδονη, μέσα στα στρας, εντελώς σε άλλο κλίμα από τους υπόλοιπους, προσπαθεί να εκμαιεύσει την επιείκειά του και να μην την σκοτώσει. Μένει μόνη της στη σκηνή για τον αγώνα λόγου που θα εκτυλιχθεί με την Εκάβη, η οποία εμψυχώνεται από τον Χορό, σκορπισμένος πια μέσα στους θεατές. Κοινή απαίτηση. «Βασίλισσα, υπερασπίσου τα παιδιά σου και την πατρίδα.», επίσης αργότερα στον Μενέλαο «Τιμώρησε τη γυναίκα σου! Σκότωσέ τη για χάρη των συμπολεμιστών σου!». Οργίζονται, η ανάσα τους γίνεται αντιληπτή από τους θεατές.
Ο θρήνος της Εκάβης για τον Αστυάνακτα απογειώνει το μέγεθος του ολέθρου και του πόνου. Είναι πια η πιο δυστυχισμένη στη γη. Τέρμα η Τροία καίγεται, αφανίζεται και οι Τρωάδες εγκαταλείπουν το πεδίο.
Ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Θεόδωρος Στεφανόπουλος
Δραματουργική επεξεργασία -Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης
Σκηνικά -Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Στέφανος Κορκολής
Κίνηση: Ερμής Μαλκότσης
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική διδασκαλία: Παναγιώτης Μπάρλας
Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης
Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Δανάη Πανά
Οργάνωση παραγωγής: Marleen Verschuuren
Διανομή (με σειρά εμφάνισης):
Αντώνης Καφετζόπουλος (Ποσειδώνας)
Αθήνα : Μελίνα Αποστολίδου , Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου , Χαρά Γιώτα , Ηλέκτρα Γωνιάδου, Χριστίνα Μπακαστάθη , Μπέττυ Νικολέση , Κλειώ Δανάη Οθωναίου , Πολυξένη Σπυροπούλου , Βιργινία Ταμπαροπούλου , Θεοφανώ Τζαλαβρά , Μάρα Τσικάρα
Ρούλα Πατεράκη (Εκάβη)
Δημήτρης Πιατάς (Ταλθύβιος)
Μαρία Διακοπαναγιώτου (Κασσάνδρα)
Μαρίζα Τσάρη (Ανδρομάχη)
Αλέξανδρος Μπουρδούμης (Μενέλαος)
Λουκία Βασιλείου ( Ελένη) – διπλή διανομή
Κλειώ Δανάη Οθωναίου (Ελένη)
Γυναίκες: Μαριάννα Αβραμάκη, Μελίνα Αποστολίδου, Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Χαρά Γιώτα, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Ζωή Ευθυμίου, Ηλέκτρα Καρτάνου, Εύη Κουταλιανού, Λωξάνδρα Λούκας, Ελένη Μισχοπούλου, Χριστίνα Μπακαστάθη, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Μπέτυ Νικολέση, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Πολυξένη Σπυροπούλου, Βιργινία Ταμπαροπούλου, Θεοφανώ Τζαλαβρά, Φωτεινή Τιμοθέου, Μάρα Τσικάρα
Άνδρας : Χριστόφορος Μαριάδης
Έκτακτη αντικατάσταση : Γιάννης Χαρίσης
Βοηθός σκηνοθέτη ( στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Αλέξανδρος Μαυρουδόπουλος