Eίδαμε τα Καμμένα λουλούδια στο παρτέρι του Ούγκο Μπέττι στο Θέατρο Αλκμήνη
Eίδαμε τα Καμμένα λουλούδια στο παρτέρι του Ούγκο Μπέττι στο Θέατρο Αλκμήνη κι έχουμε να σου πούμε τα καλύτερα.
Eίδαμε τα Καμμένα λουλούδια στο παρτέρι του Ούγκο Μπέττι στο Θέατρο Αλκμήνη κι έχουμε να σου πούμε τα καλύτερα.
Ο Ούγκο Μπέττι (4 Φεβρουαρίου 1892 – 9 Ιουνίου 1953) ήταν Ιταλός θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και διηγηματογράφος, με διεθνή ακτινοβολία, ο σημαντικότερος μετά τον Πιραντέλλο Ιταλός δραματουργός του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.
Τα έργα του σχηματοποιούν την πραγματικότητα, στηρίζονται στον συμβολισμό στοχεύοντας στο ποιητικό θέατρο. Ασχολείται με τη δυσκολία διαχωρισμού του καλού από το κακό, την απόδοση ή μη μιας σωστής και αποτελεσματικής δικαιοσύνης, την ιδέα της Δικαιοσύνης και της ευθύνης για την ενοχή. Η προσοχή του εστιάζεται πάντα στην εσωτερική διάσταση του ανθρώπου. Σκοπός του είναι η παρουσίαση μιας κατάστασης που θα οδηγήσει στην εξομολόγηση και θα κάνει τον θεατή να εξετάσει τη συνείδησή του, να εξεγερθεί, να βρει το μονοπάτι που είναι σωστό να ακολουθήσει. Παρόλο που έγραψε αρκετά έργα κατά τη διάρκεια του φασισμού, τα πιο γνωστά του έργα γράφτηκαν τη δεκαετία του '40. «Καμένα λουλούδια στο παρτέρι» είναι ο τίτλος σε ελεύθερη απόδοση του έργου του Ούγκο Μπέττι «L’ aiuola bruciata». Το έργο είναι γραμμένο μεταξύ του 1950 και 1952, σε μια περίοδο όπου η φασιστική λαίλαπα στην Ευρώπη άρχισε να υποχωρεί, αφήνοντας πίσω τις στάχτες και τον συντηρητισμό του πολέμου, επιδιώκει να μας συστήσει ένα εκ βαθέων πολιτικό δράμα με συνωμοσίες, ψέματα, χειριστικές διαθέσεις, σκληρές αποκαλύψεις και κρίσιμες αποφάσεις ζωής και θανάτου.
Όλα αυτά τα στοιχεία συνθέτουν ένα κλίμα αγωνίας στα όρια του μεταφυσικού θρίλερ σε ένα έργο που μοιάζει να γράφτηκε μόλις χθες. Ο Ούγκο Μπέττι χρησιμοποιεί όλα τα παραπάνω για να μιλήσει για άλλα πιο ουσιώδη θέματα, όπως είναι η απουσία ειλικρινούς επικοινωνίας, η αναζήτηση της αλήθειας και του πραγματικού νοήματος της ζωής αλλά και η ανάγκη να ακούμε ο ένας τον άλλον με τα μάτια της ψυχής μέσα σε έναν κόσμο στον οποίο επικρατεί η μοναξιά και η έλλειψη επικοινωνίας. Τα πρόσωπα δεν ξεσκεπάζονται.
Ο Τζιοβάνι (Μιχάλης Καλιότσος), πρώην πολιτικός ηγέτης επαναστατικού κόμματος, διανοούμενος, ζει απομονωμένος με την γυναίκα του Λουίζα (Μαρία Μαλταμπέ) σε ένα καταφύγιο κοντά στα σύνορα, θρηνώντας σιωπηλά για τον χαμό του γιού τους, που σκοτώθηκε με περίεργο τρόπο μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Η άφιξη, όμως, του Τομάζο (Τάσος Αντωνίου) και του Ροζάριο (Αλέξανδρος Μαράκης – Μπούρκας) και η επικείμενη εφαρμογή ενός πολιτικού σχεδίου θα φέρει στο σπίτι ανατροπές και θα αποκαλύψει αλήθειες που ήταν βαθιά κρυμμένες στο σκοτάδι.
Ο Τομάζο τον πλησιάζει διερευνητικά. Έχει σχέδιο. « Θέλω να σου μιλήσω. Μένει κανείς άλλος μαζί σου ;» Ο Τζοβάνι υπήρξε πάντα ένας ακέραιος άνθρωπος και τον ανέτρεψε μια συνωμοσία, έτσι έφυγε από την πολιτική ιστορία, για ένα πείσμα. Μπούχτισε με όλο αυτό το πολιτικό παρασκήνιο. Ο Τομάζο (Τάσος Αντωνίου) προσπαθεί από την αρχή να τον χειριστεί, του λέει πόσο απαραίτητος είναι στο κόμμα, πόσο πολύ όλοι τον θαυμάζουν και ότι ο κόσμος συνέχεια ρωτά για εκείνον. Ήταν ρήτορας, ο λαός τον αγαπούσε, παραήταν μεγάλος και τους έκανε όλους να αισθάνονται ανήμποροι. Φαίνεται ότι μάλλον όλοι δεν κατανοούσαν τα λόγια του. Ο Τομάζο θέλει να τον μεταπείσει να επανέλθει στην πολιτική. Όμως τώρα πια έχουν παρεμβληθεί πολλά. Αφενός πέρασαν τα χρόνια και αφετέρου τους έχει στοιχειώσει η μνήμη του γιου τους, που λάτρευε αυτό το σπίτι και που πέθανε μέσα σε αυτό. Έκτοτε ο Τζιοβάνι ψάχνει να βρει εξηγήσεις για το ατύχημα του 15χρονου γιου του. Τον βασανίσει συνεχώς που ο γιος τους έπεσε από το παράθυρο όταν εκείνοι έλειπαν. Έχουν και οι δυο τους πνιγεί σε ένα ατελείωτο θρήνο. Είχαν κλείσει το σπίτι και ο Γκουίντο ήθελε να βγει μάλλον να αγοράσει τσιγάρα και μόνη έξοδος ήταν το παράθυρο. Το επιχείρησε και σκοτώθηκε. Είναι όλοι αμήχανοι. Το παιδί είχε μια πρόωρη διανοητική ανάπτυξη.
Εξαιρετική η ερμηνεία της Λουίζας (Μαρία Μαλταμπέ) τρυφερή, πραγματική σύντροφος, αλλά με ένα καταπιεσμένο θυμό, λυγμό, καημό. Μια δεμένη ψυχή που θα ήθελε ίσως να φωνάξει πόσο σιχαίνεται όλα αυτά, αλλά που δεν το κάνει εντέλει.
Τζιοβάνι και Λουίζα θέλουν να δείχνουν συνεχώς την αγάπη τους στο χαμένο τους παιδί, όμως ο Τομάζο γειώνει τον Τζιοβάνι στην πραγματικότητα υπενθυμίζοντάς του ότι, ό, τι και να συμβαίνει, η γη γυρίζει και του συστήνει να πάρει μιαν απόσταση από το δράμα του, μιας και το προσωπικό του πρόβλημα τον έχει απορροφήσει περισσότερο απ’ όσο πρέπει.
Ευθύς τον ενημερώνει ότι θα γίνει μια προσπάθεια να ξεπεραστεί ο διχασμός στο κόμμα. Θα συναντηθούν οι δυο ομάδες σε λίγο για να συνεννοηθούν και να αποφευχθεί η σύρραξη.
Ο Τζιοβάνι εξηγεί ότι όλο αυτό το πολιτικό παρασκήνιο τον έχει αηδιάσει και επειδή θα ήθελε να γιος του να είναι περήφανος για τον πατέρα του, απλά αποχώρησε από το πολιτικό πεδίο.
Ο Τομάζο του ασκεί πίεση ώστε να λειτουργήσει αυτός, που μπορεί, με το ήθος του και τη διαδρομή του στο κόμμα ως συγκολλητικός ιστός, ώστε να μην διαλυθεί το κόμμα.
Ο απηυδισμένος Τζιοβάνι επιμένει ότι οι ιδέες του άλλαξαν μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια.
Τρομερή η σκηνή και πως ο Ούγκο Μπέττι προσπαθεί να μεταπείσει τον Τζιοβάνι μέσα από τους λεκτικούς χειρισμούς του Τομάζο. Πρόκειται σαν ένα είδος ξιφομαχίας, με ωραίες ερμηνείες.
Η άφιξη του Ροζάριο (Αλέξανδρος Μαράκης – Μπούρκας), αυτό το καθαρό πρόσωπο με τα υψηλά ιδανικά, που διαπνέεται από μεταφυσικούς σχεδόν προβληματισμούς δίνει άλλη τροπή στα πράγματα. Δεν πιστεύει ότι οι άνθρωποι θέλουν να σκοτώνουν και τελικά θυσιάζεται για να μην γίνει μεγαλύτερη θυσία ανθρώπων.
Ροζάριο, κομπολόι προσευχής, που οδηγεί τον άνθρωπο σε ένα γαλήνιο μέρος , απαλλαγμένο από κάθε κακή σκέψη και τοξικότητα, ώστε να γίνει μια νέα αρχή. Αυτό είναι ο Ροζάριο και θυσιάζεται για αυτήν την νέα αρχή, αλλιώς όλοι τους θα είναι απλά καμμένα λουλούδια στο παρτέρι. Ο Αλέξανδρος Μαράκης – Μπούρκας πράγματι αποδίδει πλήρως αυτό την ένθεη πίστη και λειτουργεί στο τέλος με τη θυσία του ώστε να προβληματίζει. Δεν γίνεται να χύνεται έτσι άδικα το νέο αίμα. Δεν μπορούμε να έχουμε τη απαίτηση για θυσία από του νέους με τα ιδανικά και τις αξίες τους. Φτάνει πια οι Ιφιγένειες, καιρός να αλλάξει το πολιτικό προσκήνιο.
Από την αρχή σχεδόν του έργου ο συγγραφέας παρουσιάζει ένα σκληρό παιχνίδι επιβίωσης όπου η μία λέξη μετά την άλλη δημιουργούν μια απελπισμένη κραυγή πίσω από την σιωπή, το έγκλημα πίσω από το χαμόγελο, την απόγνωση πίσω από τον ενθουσιασμό. Ο Ούγκο Μπέττι προεκτείνει τους προβληματισμούς του, θίγοντας ακόμη ένα καίριο ζήτημα: αυτό της ακεραιότητας των νέων, την πίστη της νέας γενιάς για το μέλλον σε μια Ευρώπη αποπροσανατολισμένη χωρίς αξίες και ιδανικά. Δεν είναι τυχαίο ότι στο κέντρο της ιστορίας τοποθετεί τον αποτρόπαιο θάνατο του μικρού Γκουίντο που λαμβάνει χώρα μέσα στο ίδιο το σπίτι όπου εξελίσσεται η υπόθεση του έργου.
Κατά το συγγραφέα οι νέοι μένουν παθητικοί, απονεκρώνονται ψυχικά, στρέφονται στα ναρκωτικά, την εφήμερη διασκέδαση και εν τέλει στην αδιαφορία. Και όπως έχει πει ο ίδιος: «Η αδιαφορία σκοτώνει. Χρειάζεται ελπίδα για να πάει μπροστά ο κόσμος», και θα προσθέσουμε εδώ ελπίδα και αποφάσεις, όχι θυσίες.
Μια ωραία παράσταση με ομαλή σκηνοθετική ροή της Francesca Minutoli, με ενδιαφέρουσες ερμηνείες και σύγχρονους, διαχρονικούς δυστυχώς, προβληματισμούς.
Ταυτότητα της παράστασης
Συγγραφέας: Ugo Betti- Ούγκο Μπέττι
Μετάφραση: Francesca Minutoli - Τάσος Αντωνίου
Σκηνοθεσία: Francesca Minutoli
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αλέξανδρος Μαράκης – Μπούρκας
Σκηνικά: Κική Μήλιου
Κοστούμια: Μαρία Ντάρμου
Μουσική-ηχητικό περιβάλλον: Νίκος Αρκομάνης
Επεξεργασία ήχου: Play Recording Studio
Σχεδιασμός φωτισμού: Μανώλης Μπράτσης
Φωτογραφίες - τρέιλερ : Γιώργος Δανόπουλος
Δημιουργία αφίσας : Γιώργος Βαχάρης
Επικοινωνία: Νταίζη Λεμπέση
Παίζουν:
Μιχάλης Καλιότσος : Τζιοβάνι
Τάσος Αντωνίου: Τομάζο
Μαρία Μαλταμπέ: Λουίζα
Αλέξανδρος Μαράκης – Μπούρκας: Ροζάριο