Είδαμε τη Σπασμένη στάμνα του Χάινριχ φον Κλάιστ στο Θέατρο Διθύραμβο
Είδαμε τη Σπασμένη στάμνα του Χάινριχ φον Κλάιστ στο Θέατρο Διθύραμβο κι έχουμε να πούμε τα καλύτερα!
Είδαμε τη Σπασμένη στάμνα του Χάινριχ φον Κλάιστ στο Θέατρο Διθύραμβο κι έχουμε να πούμε τα καλύτερα!
Μια κλασική κωμωδία, ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου δραματολογίου παρουσιάστηκε στο Θέατρο Διθύραμβο στο Μαρούσι από την ομάδα Terra Incognita σε σκηνοθεσία Νικόλα Μίχα. Ο Κλάιστ, θεωρείται ο μεγαλοφυής συγγραφέας του 19ου αιώνα που επηρέασε λογοτέχνες κινημάτων από τον ρεαλισμό ως τον εξπρεσιονισμό και τον υπαρξισμό.
Είναι εξαιρετική επιλογή για μια ερασιτεχνική ομάδα να αναλάβει ένα τέτοιο δύσκολο έργο και μάλιστα να εκμαιεύσει με τρόπο πετυχημένο και φυσικό το γέλιο από τους θεατές.
Το έργο σατιρίζει την κοινωνία των αρίστων στο πρόσωπο του Βάλτερ (Βίκτωρας Ραγκούσης), αυτού του αυστηρού επιθεωρητή, που όλοι περιμένουν με αγωνία και φόβο και τον οποίο ο ηθοποιός κατορθώνει να κάνει αντιπαθητικό, αλύγιστο και άτεγκτο. Δεν πιάνεται φίλος, ήρθε για κάποια υπηρεσία και εμμένει σε αυτό. Του προσφέρουν λουκάνικα και εκείνος είναι vegan, του προσφέρουν αλκοόλ αλλά εκείνος είναι κάθετος, «ποτέ εν ώρα υπηρεσίας!». Συνάμα εκτίθεται η παρωδία απονομής δικαιοσύνης, όταν όλα επιλύονται από τον δικαστή, Αδάμ (Βασίλης Μάραντος) με τρόπο απλό έως απλοϊκό, με συνοπτικές διαδικασίες. Αστείο πρόσωπο κάνει όλο μορφασμούς και νιώθει ότι διοικεί τα πάντα. Εκτίθεται η μειονεκτική θέση της γυναίκας απέναντι στην αυθαιρεσία της ανδρικής εξουσίας, γεγονός που κατά περιόδους και περιοχές ισχύει ακόμα και σήμερα δυστυχώς και βέβαια διαφαίνεται η φαυλότητα του πολιτικού συστήματος, που συνεπικουρείται από τον ρόλο του γραμματέα Λιχτ. Ο Λιχτ (Τάσος Μπεκύρος) είναι το στήριγμα του Αδάμ, ο γραμματέας που είναι πάντα ενήμερος για όλα, αυτός που είναι έτοιμος να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη, μιας και έχει ζυμωθεί με τους χειρισμούς και τις απατεωνιές του συστήματος. Όπως προκύπτει από την εξαιρετική ερμηνεία του ηθοποιού είναι το ίδιο το σύστημα, που βγαίνει πάντα αλώβητο και καθαρό μετά από οποιαδήποτε μομφή, είναι η διαιώνιση της υποτιθέμενης ακεραιότητας και αμεροληψίας.
Αναλυτικότερα στο Χόιζουμ, ένα Ολλανδικό επαρχιακό χωριό, ο δικαστής Αδάμ (Βασίλης Μάραντος) καλείται να δικάσει, παρουσία του συμβούλου δικαιοσύνης Βάλτερ (Βίκτωρας Ραγκούσης), ο οποίος έχει έρθει για να επιθεωρήσει τις δικαστικές αρχές της περιοχής. Όλα βαίνουν καλώς στις δίκες του.
Στην πρώτη περίπτωση που η Λίζα(Ανναλίζα Ζελιώτη) κατηγορεί τον Φάιτ (Γιώργος Τάσσης) ότι της είχε υποσχεθεί γάμο και δακτυλίδι, πράγμα που δεν τήρησε, ενώ καθώς ισχυρίζεται προσπάθησε να τη βιάσει. Το θέμα αντιμετωπίζεται ελαφρά, και με την συνδρομή του δικαστή φτάνουν τελικά σε έναν συμβιβασμό. Ο Φάιτ που απέφευγε τις δεσμεύσεις, όταν αργότερα η Λίζα αποκτήσει περιουσία , θα αλλάξει γνώμη βεβαιώνοντας τα ρηχά του αισθήματα.
Ο Αδάμ αποδεικνύεται πολύ καπάτσος, έως ότου στο δικαστήριο έρχεται η κυρά-Μάρθα (Αμαλία Μαστοράκη), αυτή η νευρωτική μητέρα της Εύας (Νάγια Βλάχου), η οποία μηνύει τον Ρούμπρεχτ (Χάρης Παπαδοπούλης) , τον αρραβωνιαστικό της κόρης της ότι έσπασε την ιστορικής αξίας στάμνα της. Φωνάζει πολύ και πετάγεται συνέχεια. Η Αμαλία Μαστοράκη πολύ εκφραστική, γίνεται κουραστική με την εμμονή της και γνήσια κωμική. Ο δικαστής Αδάμ καλείται να διαλευκάνει ποιος έσπασε μια ιστορική στάμνα στο υπνοδωμάτιο της Εύας, ενώ ο ίδιος φαίνεται να είναι ο βασικός ύποπτος. Οι δικομανείς είναι συνήθως και απατεώνες.
Η υπόθεση περιπλέκεται όλο και περισσότερο , καθώς διάφοροι χωρικοί έρχονται ως μάρτυρες. Η δίκη εξελίσσεται με πολλές ανατροπές και ευτράπελα, ενώ σταδιακά ξεσκεπάζεται το ψέμα, η αυθαιρεσία, η διαφθορά της εξουσίας και οι μηχανισμοί συγκάλυψης που αυτή διαθέτει. Ο Αδάμ (Βασίλης Μάραντος) , που θεωρούσε και βροντοφώναζε ότι «το χωριό είναι δικό του», ότι το ελέγχει έρχεται αντιμέτωπος με το αντίστοιχο me too της εποχής και πρέπει να αντεπεξέλθει. Ο ίδιος διεξάγει μια δίκη που ο κατηγορούμενος στην ουσία είναι ο εαυτός του και εύχεται να ξεφύγει. Κάποιοι μελετητές τον συνέκριναν με τον Οιδίποδα, ο οποίος συνέχιζε να αναζητεί στοιχεία αν και όλα φαίνονταν ότι στρέφονταν εναντίον του. Ο ίδιος στηρίζεται στην βοηθό του Μαργαρίτα (Πηνελόπη Μπέτσιου), που τον καλύπτει και αυτή όσο μπορεί, ενώ έρχεται συχνά σε δύσκολη θέση και βέβαια στον καταπληκτικό γραμματέα του, αντικαταστάτη, από μηχανής θεό Λιχτ (Τάσος Μπεκύρος).
Το κείμενο είναι σπουδαίο καθώς παρουσιάζει τις λεπτές ρωγμές στις σχέσεις των ανθρώπων, την υποκρισία, την αντιπαλότητα και αντιζηλία μεταξύ των δυο αδελφών, της Χέλγκα και της Μπριγκίτε, που διεκδικούν μια περιουσία, τη νεύρωση της Μάρθας, που μένει κολλημένη πεισματικά πάνω σε μια σπασμένη στάμνα, δείγμα ενός ένδοξου και παρελθόντος όμως , οικογενειακού μεγαλείου, την υπηρέτρια του Αδάμ τη Λίζα (Ανναλίζα Ζελιώτη), ένα καλό κορίτσι σεμνό και συμπονετικό, όπως οι καλοί δούλοι του Μολιέρου, η οποία ανέρχεται σε κληρονόμο μεγάλης περιουσίας, καθώς εκείνοι οι τελευταίοι έσονται πρώτοι.
Πολλά τα κωμικά στοιχεία, που εξαρχής με επιδεξιότητα ο σκηνοθέτης Νικόλας Μίχας αναδεικνύει με το αρχικό περπάτημα και σύσταση των ηθοποιών και των ρόλων με μια ωραία κινησιολογία και μουσική, απ’ όπου προκύπτει και ο έρωτας των δυο νεαρών παιδιών της Εύας (Νάγια Βλάχου ) και του Ρούμπρεχτ (Χάρης Παπαδοπούλης ),αλλά και στη συνέχεια το κουτσό περπάτημα του δικαστή Αδάμ, που τελικά προδίδει και την ενοχή του, αυτό και η απώλεια της περούκας του. Μια παράσταση συνόλου. Όλοι αυτοί οι ερασιτέχνες ηθοποιοί έδειξαν να χαίρονται και να στηρίζουν το έργο και αυτό είναι το μεγάλο κέρδος του ερασιτεχνικού θεάτρου, πέρα από τα ταλέντα που ξεπηδούν από τέτοιες ερασιτεχνικές παραστάσεις. Το ερασιτεχνικό θέατρο δημιουργεί στενούς κοινωνικούς δεσμούς και υλικό πάνω στο οποίο μπορεί να στηριχτεί ένα καλύτερο συνολικό μέλλον.
Άκρως κωμική η ξιπασιά των δυο αδελφών της Χέλγκα (Άννα Μαύρου) της Μπριγκίτε (Μιρέλλα Σιμωτά), που δεν σταματούν να τρώγονται για μια περιουσία. Η καθεμιά παρουσιάζει τη δική της διαθήκη , που παρουσιάζεται εκείνη για κληρονόμος. Υπέροχη μπριόζα , εκρηκτική η Άννα Μαύρου, επιτίθεται στην θεοσεβούμενη Μιρέλλα Σιμωτά, για να μην παραδώσει η τελευταία την περιουσία τους στην εκκλησία και στους παππάδες. Πιάνονται στην κυριολεξία στα χέρια. Πρέπει να σημειωθεί εδώ το σκηνοθετικό εύρημα, καθώς οι διάφορες υποθέσεις που εκδικάζει ο δικαστής φαίνεται να προέρχονται από το κοινό, από τις θέσεις των θεατών. Η διάδραση αυτή φέρνει κοντά και επικαιροποιεί τις διάφορες περιπτώσεις, ενώ καλεί τον θεατή να βρει αντιστοιχίες με την σύγχρονη εποχή.
Το ερωτευμένο ζευγάρι είναι ό,τι πιο αγνό και καθαρό στο έργο. Ο Ρούμπρεχτ (Χάρης Παπαδοπούλης) εξελίσσεται σε ταύρο σε υαλοπωλείο, όταν θίγεται η τιμή του και ακόμα περισσότερο αυτή της αγαπημένης του. Ο νέος ηθοποιός δείχνει μεγάλη ωριμότητα και ταλέντο, που αξίζει να καλλιεργηθεί. Η Εύα (Νάγια Βλάχου) μια διακριτική, αξιοπρεπής παρουσία, που προσπαθεί να κατευνάσει τη μητέρα της, ενώ θέλει να προστατεύσει τον αρραβωνιαστικό της. Υπέροχη η σκηνή των δυο ερωτευμένων.
Ο κουτσός δικαστής, σαν κουτσή μαριονέττα γκινιόλ περιφέρει στην σκηνή το τέλος μιας εποχής σε σήψη, ενός συστήματος, που εκβίαζε, εκμεταλλευόταν τους νέους , ενώ εποφθαλμιούσε τη ρώμη , τη δροσιά και τον νεανικό έρωτα.
Ωραίο σκηνοθετικό εύρημα επίσης η τεχνική του « θεάτρου εν θεάτρω». Η διήγηση της κάθε εκδοχής της κάθε υπόθεσης αναπαρίσταται επί σκηνής εντείνοντας έτσι το κωμικό στοιχείο, αναπαριστώντας ζωντανά το κάθε ενδεχόμενο.
Ο Κλάιστ χρησιμοποιεί μοτίβα εξαπάτησης, παρεξήγησης και διαστρέβλωσης των γεγονότων, παίζει ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι , δημιουργεί ευτράπελα περιστατικά και προσκαλούν πηγαίο γέλιο.
Μια ερασιτεχνική παράσταση που αξίζει να αναφερθεί και να τονιστεί ότι κάθε τέποια πρωτοβουλία πρέπει να στηρίζεται. Η Έφη Νιχωρίτη, ηθοποιός και σκηνοθέτης, που έχει το θέατρο Διθύραμβος πάντα στηρίζει το θέατρο και τους εραστές του.