Είδαμε τον Αγαμέμνονα του Γιάννη Ρίτσου στο Θέατρο Άλμα

Είδαμε τον Αγαμέμνονα του Γιάννη Ρίτσου στο Θέατρο Άλμα κι έχουμε να πούμε τα καλύτερα.

Είδαμε τον Αγαμέμνονα του Γιάννη Ρίτσου στο Θέατρο Άλμα

Η παράσταση Αγαμέμνων του Γιάννη Ρίτσου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά, μετά από ένα κύκλο επιτυχημένων παραστάσεων στο θέατρο Λιθογραφείον της Πάτρας, ανεβαίνει στο θέατρο Άλμα - Β σκηνή για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων.

Πρόκειται για ένα κείμενο ενδοσκόπησης, ωριμότητας και ταπεινότητας.

Στην σκηνή μόνη της η Κλυταιμνήστρα σε μια σιωπηλή και σκοτεινή αναμονή. Ζει όλον αυτόν τον καιρό με τον φόβο του θανάτου του άνδρα της, βυθισμένη σε έναν ατέρμονα φόβο, έχοντας χάσει ήδη την κόρη της.

Η Κλυταιμνήστρα (Μαρίνα Παντελάκη) κάθεται αυθάδικα και εγωιστικά στην πολυθρόνα. Την αγάπη που νιώθω για τον άνδρα μου θα σας πως χωρίς ντροπή.

Δείχνει από την αρχή ένα άτομο που κάνει στρατηγική και σχεδιάζει φόνο. Η ματιά της βαριά και χαμένη στην σκέψη. Βυθίζεται φιλήδονα στην πολυθρόνα και πίνει το κρασί της.

Ενώ τα  σκέφτεται αυτά φτιασιδώνεται μπροστά σε καθρεφτάκι χειρός. Πρέπει να είναι πανέμορφη, ελκυστική και απολύτως ποθητή, για να είναι πιο οδυνηρή η εκδίκηση, για το τέλος αυτής της πράξης.

Όλα είναι όπως πρέπει ,μιας και ο Ορέστης, ο φύλακας της δικής του και της δικής της πίστης δεν είναι παρών, καθώς φρόντισε και τον απομάκρυνε.

Θέλει να προσφωνήσει τον άνδρα της «άγκυρα του πλοίου, κολώνα του σπιτιού».

Έχει στρώσει  με κόκκινο χαλί τον δρόμο από την άμαξα ως το σπίτι. Η κίνησή της είναι μεγαλοπρεπής. Η μουσική μεσαιωνική. « Έλα στο χαμό σου!»

Εκείνος έρχεται με καπαρντίνα  έναν μπόγο, εμφανώς καταβεβλημένος.  Ο ένας απέναντι στον άλλο, σαν σε μονομαχία. Εκπληκτική χορωδιακή μουσική συνοδεύει αυτή την συνάντησή τους. Κοιτιούνται. Κάνει να πλησιάσει ο Αγαμέμνονας και εκείνη τον προσκαλεί, για εμάς τους θεατές, μακάβρια  « Έλα , έλα!»

Εξαιρετικός ο Αγαμέμνονας  (Γεράσιμος Σοφιανός) είναι ένας γήινος, ταλαιπωρημένος ήρωας. Εκνευρίζεται που ακούει την οχλοβοή του κόσμου και το παραλήρημά του και ζητά να σωπάσουν.
«Δώσε την προσταγή σου, σε ικετεύω, να σωπάσουν. Τί φωνάζουν ακόμη;
Για ποιόν χειροκροτούν; Τί επευφημούν; Τους δημίους τους τάχα; τους νεκρούς τους;
ή μήπως για να βεβαιωθούν πως έχουν χέρια και μπορούν να τα χτυπάνε,
πως έχουν φωνή και μπορούν να φωνάζουν και ν’ ακούν τη φωνή τους;»

Ο Αγαμέμνων του Γιάννη Ρίτσου κατεβαίνει από το βάθρο του ήρωα και γίνεται ο άνθρωπος που αγωνιά για το εφήμερο της ύπαρξης.  Κατανοεί τη ματαιότητα  του πολέμου αυτού και τα μάτια του έχουν αντικρύσει πολύ πόνο, δυστυχία και θάνατο.

Ο  Ρίτσος επιλέγει μια μεγάλη μορφή της δραματουργίας, την απογυμνώνει από τα ηρωικά της στοιχεία και την μετατρέπει σε ένα γνώριμο, “καθ΄ημάς” πρόσωπο. Ο Αγαμέμνων αφήνει κατά μέρος τον ρόλο του ηγέτη και συνομιλεί με τον άνθρωπο μέσα του και απέναντί του.

Όταν αυτός έρχεται  από τον δεκαετή πόλεμο είναι γεμάτος σκέψεις, βάναυσες εικόνες και μοιάζει όπως κάθε νικητής, ηττημένος και αυτός, όπως άλλωστε και ο ρεαλιστικά ηττημένος. Είναι ηττημένος από τις ζωές που χάθηκαν, από τις φρικαλεότητες του πολέμου, από την αλλοίωση του χαρακτήρα και την απώλεια της ανθρωπιάς. 

Παρατηρεί ένα μυρμήγκι που περπατά με σταθερότητα, χωρίς καθόλου αλαζονεία στον τοίχο και μετά το ίδιο στο τραπέζι να έχει πάρει ένα ψίχουλο πιο μεγάλο από το μπόι του. Το συγκρίνει με τον εαυτό του.

«Άσε το· μην το διώχνεις· ανεβαίνει στο τραπέζι· πήρε ένα ψίχουλο·
το φορτίο του πιο μεγάλο απ’ το ίδιο· —κοίταξέ το,— έτσι πάντα
το βάρος που σηκώνουμε όλοι μας πιο μεγάλο απ’ το μπόι μας.»

Εκείνη με το δάκτυλό της το συνθλίβει απλά.

Ανακαλεί σκηνή με τους στρατιώτες να κοροϊδεύουν τους γυμνοσάλιαγκες, ενώ εκείνοι ήταν πιο ρυπαροί από τα αγνά αυτά ζώα. Το μόνο που ζητά είναι να ξεπλύνει από πάνω του την βρωμιά του πολέμου και να χωθεί σε ένα κρεβάτι μόνος του, όχι ακόμα δίπλα της μέχρι να αποσυμπιεστεί και να εξαγνιστεί.

«ένα ζεστό λουτρό, πολύ ζεστό· — το ετοίμασες κιόλας;
με φύλλα σκίνου και μυρτιάς; […]μια κλίνη ολότελα άδεια μού χρειάζεται τώρα, να βουλιάζω, να χάνομαι, να είμαι,
να ’χω τουλάχιστον τον ύπνο ανεπιτήρητον..»

Θέλει να βρει  τη νεανική του αγνότητα, όσο για τα λάφυρα δεν τα θέλει καν τους λέει να τα κρατήσουν, μαζί και τη δούλα που σκούζει στα σκαλιά, εννοεί προφανώς την Κασσάνδρα. Μιλά για την ψευτιά όλων των σχέσεων δίνοντας παράδειγμα τον Αχιλλέα με τον σκύλο του και τον Πάτροκλο, που τον  ζήλευε τελικά γι’ αυτό και τον παρότρυνε να μπει στη μάχη όπου και σκοτώθηκε, ενώ ο σκύλος του ήταν ο μόνος που  τον αναζητούσε και μετά που πέθανε, τον γύρευε μάταια παντού, έμενε νηστικός και έκλαιγε.

Σπαρακτικός ο λόγος του Ρίτσου και η ποιητική προοικονομία του, όταν ο Αγαμέμνων με  λόγια  που είναι σαν να βλέπει το τέλος του αξιολογεί τη γυναίκα – φόνισσα που έχει μπροστά του.

«Παράξενα που ’ναι τα μάτια σου· κι η φωνή σου παράξενη, όταν είπες:
«Δούλες, τί μου στεκόσαστε έτσι; Την ξεχάσατε, λοιπόν, την προσταγή μου;
Είπα να στρώστε τα χαλιά απ’ την άμαξα ως το σπίτι για να γίνει ο δρόμος
κόκκινος όλος, να περάσει ο αφέντης μου». Μες στη φωνή σου
ήταν ένα βαθύ ποτάμι, κι ήταν σα να πλέω εντός του. Όταν πάτησα
πάνω στα πορφυρά χαλιά μού λύγισαν τα γόνατα.»

Παράξενες και αχρείαστες τιμές για έναν στρατηλάτη , που έχει μετανοήσει και δεν ξέρει πως να το διαχειριστεί.
Ο Αγαμέμνων κάνει τον απολογισμό του.  Με έναν τρόπο εξομολογείται πριν την εκτέλεσή του. Είναι εύθραυστος και μετανοημένος.

«Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα
να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων. Ούτε ένα
δικό μας δευτερόλεπτο, μέσα σε τόσα μεγάλα καλοκαίρια, να δούμε
τον ίσκιο ενός πουλιού πάνω στα στάχυα — μια μικρή τριήρης
σε μια πάγχρυση θάλασσα· — μπορεί μ’ αυτήν ν’ αρμενίζαμε
για έπαθλα σιωπηλά, για κατακτήσεις πιο ένδοξες. Δεν αρμενίσαμε.»

Η Κλυταιμνήστρα δεν μιλά πολύ. Τα λόγια εδώ που έχουν φτάσει είναι περιττά. Όλοι πρέπει να πληρώσουν το τίμημα και πρώτος εκείνος για την αλαζονεία του, την ματαιοδοξία του και την προδοσία αγαπημένων προσώπων.

Μετανοημένος αναρωτιέται πως μπορεί να εξαγοράσει τα χαμένα τους χρόνια.  Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να φέρει τον χρόνο πίσω  και το λέει κιόλας, ότι δεν μπορούν να συμβιώσουν και εκείνος θα πάει να μείνει στα κτήματα.

Μιλά ακατάπαυστα, θέλει να μοιραστεί μαζί της, το λάθος του, την πλάνη του. Μιλά για την Ελένη που στο καράβι με ένα φτερό γλάρου σχημάτισε πάνω στο τραπέζι το μηδέν ή το όλο.

 Μιλά για τον πιωμένο Ίωνα και το «ασύντριφτο» για το σωσίβιο που μάζεψε από τη θάλασσα, που πάνω του έγραφε Λάχεσις. Το κράτησε για ενθύμιο και το δίνει στην Κλυταιμνήστρα.  Λάχεσις η αλληγορική θεότητα, που όριζε τους κλήρους (λάχους) της ζωής εκάστου θνητού. Αυτός ο λαχνός έλαχε σε εκείνον και τώρα βαδίζει προς το τέλος. Εξαιρετικός ο  Γεράσιμος Σοφιανός  όσο μιλά σαν Αγαμέμνων.  Τα λόγια του βγαίνουν με σκέψη και πόνο, Με μια καταπληκτική φωνή και ένταση όποτε χρειάζεται πραγματικά προβληματίζει για την τύχη του κάθε ανθρώπου και εν προκειμένω για αυτή του Αγαμέμνονα.   Βέβαια μοχλός σε αυτό είναι η εκπληκτική παρουσία της Μαρίνας Παντελάκη στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας. Επικίνδυνη από την αρχή. Μια παρουσία θανάτου, που υπολογίζει την ώρα που θα  επιτεθεί. Η ολιγομίλητη και υπολογιστική παρουσία της, μιλά περισσότερο μέσα από την επιθετική σιωπή της.

«Θαρρώ πως δε μ’ ακούς· — σα να βιάζεσαι. Μα, ναι, όλοι βιαζόμαστε
να σταματήσει ο άλλος, να μιλήσουμε εμείς. Και καθένας μας
μονάχα τα δικά του λόγια ακούει. Τί σημασία έχουν τα λόγια; Μόνο η πράξη
μετριέται και μετράει, — όπως τόνιζες πάντα.
Λες να ’χει κρυώσει
το νερό που μου ετοίμασες;»

Οι πολυθρόνες , όπου κάθονται όταν γυρνούν πλάτη μοιάζουν με το σχήμα παλιάς μπανιέρας κλασικού τύπου. Μέσα εκεί καθώς επιτέλους  παίρνει το μπάνιο του θα θανατωθεί με μεγάλο θεατρικό σφυρί που σηκώνει μόνη της η Κλυταιμνήστρα και το εναποθέτει πλάι στην πολυθρόνα σαν σταυρό. Δημιουργείται ένας πίνακας με πολύ δυνατό αποτέλεσμα.

Νομίζω είναι πια χαρακτηριστικές οι σκηνοθεσίες του Δημήτρη Γεωργαλά. Το εικαστικό θέμα τον απασχολεί πολύ. Εδώ δυο υπέροχες ψιλόλιγνες παρουσίες, που έρχονται αντιμέτωποι, έχοντας ο καθένας τα δικά του ψυχικά  αξεπέραστα φορτία.

 Η Κλυταιμνήστρα έκανε καθώς νόμιζε το χρέος της στον άδικοχαμένο εαυτό της και για την αδικοχαμένη κόρη της. Σα γυναίκα δεν ρωτήθηκε αν είναι σε θέση να απαρνηθεί τη ζωή της για να περιμένει  αυτόν τον άντρα  δέκα χρόνια για να γυρίσει  από τον πόλεμο, ούτε βέβαια θα συνυπόγραφε ποτέ τη θυσία της κόρης τους για να ξεκινήσει μια εκστρατεία.

Μέσα σε παροξυσμό  και τρελή χαρά μετά που έχει εκτελέσει την πράξη της φορά  το σωσίβιο  δηλώνοντας ότι αυτός ήταν ο κλήρος της και καθώς το πετά ο θόρυβός του στη σκηνή είναι σαν  να αναπαράγει τον ήχο μιας ρουλέτας. Τέλειο σκηνοθετικό εύρημα λειτουργικό αλλά και αισθητικό.

Ερμηνείες και σκηνοθετική προσέγγιση που ανέδειξαν  ένα  μεγάλο κείμενο με συμβολισμούς  σε μια αντίστοιχη παράσταση. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Δημήτρη Ντάσιου. Καταπληκτικό το κοστούμι της Κλυταιμνήστρας, απειλητικό και απόλυτα θηλυκό, ενώ το κοστούμι του Αγαμέμνονα, πιο ήσυχο , και ταλαιπωρημένο. Τα σκηνικά περιήχαν ακριβώς όσα χρειάζονταν για την παράσταση. Δυο πολυθρόνες, τραπέζι ποτά. Ο ρόλος του φωτισμού της  Ευσταθίας Δρακονταειδή, η εναλλαγή  του σκοταδιού με το φως, έπαιξε καθοριστικό ρόλο για το άρτιο εικαστικό αποτέλεσμα της παράστασης.

 

Ταυτότητα της παράστασης

Σκηνοθεσία : Δημήτρης Γεωργαλάς

Σκηνικά - Κοστούμια: Δημήτρης Ντάσιος

Σχεδιασμός φωτισμών : Ευσταθία Δρακονταειδή

Βοηθός σκηνοθέτη : Νίκος Τσιμάρας

Ερμηνείες: 

Γεράσιμος Σοφιανός 

Μαρίνα Παντελάκη

Επικοινωνία : Τζινα Φουντουλάκη

Φωτογραφίες : Chris Tourlakis, Γιώργος Στυλιανός

Δημιουργικό : Αναστάσιος Σωτηρίου

video trailer : Μιχάλης Μαυρομούστακος

Παραγωγή: EYESIN I.K.E

ΘΕΑΤΡΟ ΑΛΜΑ - Β' ΣΚΗΝΗ 

Αγίου Κωνσταντίνου και Ακομινάτου 15-17/  Μεταξουργείο

Από 3 Φεβρουαρίου

Παρασκευή, Σάββατο 21.00

Κυριακή : 19.00

Διαρκεια : 65 λεπτά

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v