Ο Γάμος του Μάριου Ποντίκα στο Θέατρο επί Κολωνώ από τη θεατρική ομάδα Νάμα
Πήγαμε και είδαμε τον Γάμο του Μάριου Πόντικα στοΘέατρο Επί Κολωνώ και γράφουμε την άποψή μας.
Πήγαμε και είδαμε τον Γάμο του Μάριου Πόντικα στοΘέατρο Επί Κολωνώ και γράφουμε την άποψή μας.
Ο Μάριος Ποντίκας εμπιστεύτηκε στην Ομάδα Νάμα για τη φετινή περίοδο το έργο του «Ο Γάμος» που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη και καλλιτεχνική επιμέλεια Γιώργου Χατζηνικολάου. Η παράσταση παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή του Επί Κολωνώ από Πέμπτη έως και Κυριακή και αφιερώνεται στη μνήμη του Μάριου Ποντίκα.
Η αγία ελληνική οικογένεια είναι η φυλακή και ο θάνατος των νέων ανθρώπων. Το τρίπτυχο «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» βρίσκεται σε διαχρονική κρίση στην Ελλάδα. Μήπως κάτι δεν πάει καλά; Η ελληνική οικογένεια γεμίζει τα μέλη της με φοβίες, ψεύτικες αξίες, ενοχές και τύψεις, χώρια ότι οργιάζει η έμφυλη βία. Συνεχώς προκύπτουν ζητήματα καταπίεσης, εγκλωβισμού, μισαλλοδοξίας, φοβίας και τραυμάτων.
Αυτό το αδιέξοδο αποτυπώνεται στο νεοελληνικό θέατρο στο θέατρο του Κεχαΐδη, στον Καμπανέλλη, στην Αναγνωστάκη, στον Ζιώγα, στον Ποντίκα. Τελευταία πολύ έντονα και στον ελληνικό κινηματογράφο του Λάνθιμου, στις ταινίες της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, στα σενάρια κα στις ταινίες του Κούτρα που τονίζουν τον ρατσισμό και την υποκρισία που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία, το ίδιο στις ταινίες του Οικονομίδη, σ το θέατρο του Δημήτρη Δημητριάδη, στη θεατρική παρουσία της Λένας Κιτσοπούλου, όλα αυτά κραυγάζουν την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας κατά συνέπεια της κοινωνίας.
Το έργο ξεκινά με την κατάθεση ενός μάρτυρα ( Στέλιος Δημόπουλος) που δεν είναι παρά μόνο ο καθρέφτης της οικογένειας που νοσεί. Μια περίκλειστη οικογένεια και μια ερμητικά κλειστή σφηκοφωλιά η κοινωνία που την πλαισιώνει, που βέβαια παρεισφρέει μέσα στους κλειστούς τοίχους μέσα από αυτά που μπορεί να πει ο κόσμος και μέσα από τις καταθέσεις των γειτόνων.
Στο πίσω χώρο της σκηνής, σε ένα χωλ, ή προθάλαμο του σπιτιού (σκηνικά: Γιώργος Χατζηνικολάου), η οικογένεια χτυπά άγρια, την Αφένδρα, το κορίτσι που έχει βιαστεί ( Μέγκυ Σούλι). Την χτυπούν και φωνάζουν, βρίζοντάς την με τα πιο χυδαία λόγια. « Μου το χαλάσαν το κορίτσι» Το κορίτσι ήταν λογοδοσμένο με έναν υδραυλικό και τώρα που τη βίασαν ντροπιάζεται όλη η οικογένεια. Η μικρή εισπράττει ξύλο από πατέρα, μάνα και αδελφή. Ο καθένας έχει τον λόγο του. Ο πατέρας ( Ηλίας Βαλάσης), αγροίκος, χαρτοπαίχτης ανησυχεί μη χάσει το κύρος του, η αδελφή της (Αθανασία Κουρκάκη), αν και η ίδια είχε φλερτ και ήταν «πεταχτούλα» ανησυχεί πως θα βρει γαμπρό να την παντρευτεί μετά τον βιασμό της αδελφής της και η μητέρα (Μαρία Κατσένου) νιώθει ντροπή και τη χτυπά ανελέητα. Κανείς δεν σκέφτεται βέβαια την κοπέλα που δέχτηκε βία και πονά σωματικά και ψυχικά. Η κοπέλα ντροπιασμένη, καθηλωμένη σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, με σφιγμένα τα δάκτυλα των ποδιών, σφραγισμένα τα χείλια, περιμένει τον ιατροδικαστή για να την εξεταστεί και να διαπιστωθεί η διάρρηξη του παρθενικού της υμένα. Έχασε το πολυτιμότερο αγαθό που είχε για αυτή την υποκριτική, δήθεν έντιμη και σκληροπυρηνική κοινωνία. Η γυναίκα ένα πράγμα έχει περιουσία της, όπως τονίζει ο πατέρας της, την αγνότητά της, την παρθενιά της, τώρα ποιος θα την πάρει; Ο πατέρας την ωθεί στην αυτοκτονία, για να ξεπλύνει τη ντροπή. Εκείνη δεν σηκώνει καν το κεφάλι της, τα δάκτυλα του ποδιού σε μόνιμο σπασμό και η ντροπή μαζί με τη βία, το ξύλο, τα φτυσίματα ξεπερνούν κάθε προηγούμενο.
Η βία που αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα μέσα στην κοινωνία έχει πια κορυφωθεί και είναι φανερό ότι η πατριαρχική αντίληψη της δομής της κοινωνίας είναι βαθιά ριζωμένη στην συλλογική συνείδηση και υπαγορεύει ανάλογες στάσεις και συμπεριφορές, που καθορίζουν την ανισότητα των φύλων. Όλες οι γυναίκες του σπιτιού τάσσονται υπό την εξουσία του άντρα, του πατέρα. Τον φοβούνται. Η μάνα τρώει και αυτή ξύλο και ενώ θέλει να στηρίξει το παιδί της, την δεκαεξάχρονη κόρη της, γιατί φοβάται ότι θα το χάσει, καταλήγει πεσμένη κάτω να κλαίει απαρηγόρητη με λυγμούς, την τύχη της και την τύχη κάθε γυναίκας, θύμα βίας μέσα στην οικογένεια. Η βία κάποιες φορές εξελίσσεται σε αργή κίνηση, σαν σε ταινία. Η γυναίκα όσο βρίσκεται στη φάση της κακοποίησης, προσπαθεί να κατευνάσει τον σύντροφο της είτε εκπληρώνοντας τις επιθυμίες του, μένοντας υποχωρητική και περιποιητική, είτε αποφεύγοντας να βρίσκεται στο δρόμο του, κρατώντας αποστάσεις. Ο σύντροφος κακοποιητής έτσι βρίσκει το έδαφος και αυξάνει την καταπίεση. Ο Μάριος Ποντίκας δείχνει όλα τα στάδια. Τρέχουν οι γυναίκες του σπιτιού να κάνουν στον πατέρα καφέ, να του φέρουν λεκάνη με ζεστό νερό να ξεκουράσει τα πόδια του και εκείνος πασάς να απολαμβάνει τα αθλητικά στο ραδιόφωνο.
Ο υποψήφιος γαμπρός ( Στέλιος Δημόπουλος) δεν τη θέλει πια «χαλασμένη». Η αδελφή της την προωθεί σαν να είναι αντικείμενο, σαν να πουλά ζώο σε αγορά, «δες δέρμα άσπρο», και της ξεγυμνώνει τα στήθη. Του ζητά να τους λυπηθεί. Η κοπέλα εκχυδαΐζεται, ενώ ο γαμπρός απαντά « ας μην καθόταν!» . Δεν τη θέλει βιασμένη και ντροπιασμένη. Ο ίδιος ο πατέρας της λέει ότι ήταν προτιμότερο να πέθαινε. Της προτείνει να αυτοκτονήσει, να πάει σε μπουρδέλο, να κερδίζει μόνη της τη ζωή της, γιατί αλλιώς θα πρέπει να την προικίσει πολύ για να την πάρει, αν τη πάρει κάποιος γαμπρός. Δεν είναι αυτή το θύμα, το θύμα είναι ο ίδιος ο πατέρας, που τώρα θα πρέπει να ξεπλύνει με χρήμα τη ντροπή της.
Η αδελφή, της η Γεωργία, έχει σχέσεις από εδώ και από εκεί και υποτίθεται όμως ότι είναι σοβαρή και κρατά τα προσχήματα. Υπάρχει ένα μαύρο σημείο στην υποκριτική της στάση και σε κάποιο σημείο ο πατέρας αναφέρει ότι την απέτρεψαν να φύγει με ένα νταβατζή.
Για λόγους « Τιμής» αντιστρέφουν τα πράγματα και απαλύνουν την πράξη αν είναι ποτέ δυνατόν. Την καλοπιάνουν, της ζητούν συγγνώμη που παραφέρθηκαν. Πρέπει μόνη της η Αφένδρα να κάνει κάτι και να ξεπλύνει τη ντροπή πριν τη λήξη της δίκης.
Ο πατέρας υπενθυμίζει με « νοσταλγία» στη μάνα ότι και για εκείνη η πρώτη της φορά ήταν σαν βιασμός, αλλά και μετά ελάχιστες φορές επιθυμούσε την ερωτική πράξη, που τελικά έκαναν γιατί το ήθελε εκείνος.
Η γυναίκα, δοχείο και μηχανή παραγωγής παιδιών. Η Αφένδρα βιάστηκε μια από έναν εγκληματία και εν συνεχεία, βιάζεται από την οικογένεια και την κοινωνία. Γιατί μια γυναίκα επιτρέπει τον βιασμό της, καθώς πιστεύεται από πολλούς άνδρες. Θα μπορούσε να αντισταθεί να φύγει, άρα λίγο κάπως συνήνεσε θα ακουστεί στη δίκη του βιαστή. Η Αφένδρα οδηγείται στην σφαγή σαν αμνός.
Η κατάσταση αυτή επαναλαμβάνεται, είναι πιθάρι δίχως πάτο. Ο κακοποιητικός σύντροφος δείχνει μεταμέλεια, απολογείται και ζητά συγνώμη. Η γυναίκα τότε πείθει τον εαυτό της ότι ο σύντροφος της θα αλλάξει. Μάλιστα πολλές φορές μπαίνει σε μια διαδικασία να σκέφτεται την ευθύνη των πράξεων της για το περιστατικό, καθώς ο θύτης επιμένει πως η συμπεριφορά της τον εξώθησε στη βία. Η μητέρα τελικά υποχωρεί και δέχεται αυτό που ο πατέρας επέβαλε να παντρευτεί τον βιαστή της και έτσι να ξεπλυθεί η ντροπή, ενώ βέβαια εκείνος θα εισπράξει κιόλας λεφτά από τη μητέρα του βιαστή για να ενδώσει να παρουσιαστεί ότι τελικά δεν επρόκειτο για βιασμό.
Από τη μια είναι έτοιμος να σκοτώσει την κόρη του που την βίασε ένας άρρωστος άνθρωπος, και αφού την εξώθησε στην αυτοκαταστροφή την παντρεύει με αυτόν, ώστε να κακοποιείται για την υπόλοιπη ζωή της. Βέβαια ο βιασμός , μέσα στον γάμο δεν είναι πια βιασμός κατά τη γνώμη της ανδροκρατούμενης κοινωνίας και του πατέρα, είναι «υποχρέωση» και «παραχώρηση», όπως ακριβώς μια ζωή έκανε η γυναίκα του.
Μια μακρά συζήτηση πρέπει να ξεκινήσει για την οικογένεια, την ιεραρχία, τη βία, την σεξουαλικότητα και αυτό μοιραία θα συμπαρασύρει συζήτηση για τους αυτοματισμούς, τις δομές και τις σταθερές μέσα στην κοινωνία.
Εξαιρετική η σκηνοθετική απόδοση από την Ελένη Σκότη, με την προβολή της βίας σε εκείνο το πίσω δωμάτιο- χωλ όπου η βία έπαιρνε διάφορες όψεις, ρεαλιστική βία, ψυχολογική και τέλος προετοιμασία για τον γάμο της κόρης με τον βιαστή της. Είναι θα έλεγε κάποιος το δωμάτιο των βασανιστηρίων. Η σιωπή της κοπέλας σε όλο το έργο είναι ακριβώς η πρόσκληση, για το κάθε θύμα να σπάσει τη σιωπή του και να καταγγείλει. Η παράσταση λειτούργησε αφυπνιστικά στους θεατές και ώθησε σε σκέψεις και προβληματισμό.
Όλοι οι ηθοποιοί υποδύθηκαν εξαιρετικά τον ρόλο τους, συγκλονίζοντας το κοινό και προκαλώντας, αγανάκτηση, θυμό και εξέγερση.
Ο πατέρας (Ηλίας Βαλάσης ) έγινε αντιπαθής και ο απόλυτος εκπρόσωπος μιας ανδροκρατούμενης , τυραννικής, εξοντωτικής κοινωνίας.
Ο Στέλιος Δημόπουλος στο ρόλο του αρραβωνιαστικού, που δεν θέλει να την πάρει «μεταχειρισμένη», στο ρόλο του 1ου μάρτυρα κατηγορίας, του Ιατροδικαστή, του 2ου Μάρτυρα Κατηγορίας, του Μάρτυρας Υπερασπίσεως, του Συνήγορου Υπερασπίσεως, του Εισαγγελέα και τελικά του Βιαστή με διαφορετική κάθε φορά υπέροχη ερμηνεία στήριξε όλους αυτούς τους ρόλους.
Ως Ιατροδικαστής, γραφειοκράτης, με κινήσεις επιστήμονα την εξετάζει και αναλύει ψυχρά ακριβώς τη βλάβη, σε οθόνη. Ως γειτόνισσα με ρούχα απεριποίητης χωριάτισσας καταθέτει ότι η κοπέλα πήγαινε μόνο δουλειά σπίτι, ήταν όμορφη αλλά και «πεταχτούλα». Ως το αφεντικό του στη δουλειά ,αυτός που έχει το συνεργείο, όπου δουλεύει ο κατηγορούμενος μιλά με καλά λόγια για ένα συνεσταλμένο παιδί, τον υπερασπίζεται θεωρώντας τον εντελώς αδύναμο να κάνει μια τέτοια πράξη. Πιστεύει ότι το σφάλμα δεν είναι όλο δικό του. Εκπροσωπεί και αυτός μια κοινωνία που θέλει τη γυναίκα να ευθύνεται ακόμα και για τον βιασμό της. Ως Συνήγορος Υπερασπίσεως μιλά για την περιουσία της γυναίκας, που δεν είναι άλλη από το αμόλευτο σώμα της και εξαγιάζει την κοπέλα, που όταν της έκλεψαν την αρετή της αυτοπυρπολήθηκε. Ως Εισαγγελέας τονίζει ότι δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα κακά πράγματα είναι γένους θηλυκού (κλοπή, αγυρτεία), ενώ η εκκλησία έχει αποκλείσει την είσοδο των γυναικών στα άδυτα του ναού. Ο νεαρός απλά υπέκυψε στην γενετήσια του ορμή, αναγνωρίζει την πράξη του και θέλει να την παντρευτεί. Δυναμισμός στο λόγο και άκρατη υποκρισία.
Η μορφή του γαμπρού, βιαστή είναι μια ζωντανή απειλή. Έχει μια αλήτικη όψη, αλλά ενδεδυμένη με ένα υποκριτικό ύφος του καλού παιδιού, που επαναλαμβάνει ότι την αγαπά και ζητά την κατανόηση όλων, ευχαριστεί τους δικαστές και ζητά συγγνώμη.
Τρομακτική η σκηνή του τέλους με την καμένη και μπαταρισμένη νύφη, τον γαμπρό με το βλέμμα του τρελού και όλη την οικογένεια της νύφης να γλεντά με το τραγούδι « σήμερα γάμος γίνεται» παραμορφωμένο με ροκ εκδοχή προοιωνίζοντας το δυσοίωνο μέλλον.
Η προβολή κάθε τόσο της σκηνής του βιασμού, αφορούσε αυτό που έχει καθοριστικά για την ύπαρξή της στοιχειώσει το μυαλό της Αφένδρας και για το οποίο κανείς δεν ασχολήθηκε. Κανείς δεν σκέφτηκε πως θα γιατρευτεί αυτή η πληγή μέσα της. Τραγική η σιωπηλή της φιγούρα και η σκηνή του αυτοπυρπολισμού, με τα φώτα τα ανοιγοκλείνουν και το σώμα να χτυπιέται από τον αφόρητο πόνο. Το κορίτσι, η Αφένδρα ( Μέγκυ Σούλι) , το θύμα είναι συγκλονιστική με την στάση του καταπονημένου σώματος, και τα δάκτυλα του ποδιού μαζεμένα με ένταση, με το βλέμμα μέσα από τους επιδέσμους, με το νερό που τους το φτύνει δηλώνοντας έτσι τον φαρισαϊσμό τους και την ανέντιμη διαχείριση της από μέρους τους.
Η Μαρία Κατσένου , μητέρα, από τη μια κύημα μιας κοινωνίας που θέλει τη γυναίκα σε έναν συγκεκριμένο ρόλο είναι αρχικά πολύ βίαιη , καθώς όμως εξελίσσεται το έργο είναι πιο υποχωρητική και καταλαβαίνει ότι και η ίδια είναι θύμα βιασμού, με δόξα και τιμή.
Η αδελφή, η Γεωργία ( Αθανασία Κουρκάκη) είναι αυτή που θέλει να τακτοποιηθεί. Έχει άγνοια κινδύνου και σχεδόν προσωπογράφει την αέναη συνέχεια της βίας , ενώ το μόνο που σκέφτεται είναι να βρει έναν καλό γαμπρό.
Εξαιρετικά τα κοστούμια της Μαρίας Αναματερού αποδίδουν πιστά την εποχή και την ελληνική επαρχία. Οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου και η μουσική και το Sound design του Στέλιου Γιαννουλάκη απέδωσαν τις σκηνές της ενδοοικογενειακής βίας, του προβαλλόμενου βιασμού που στοιχειώνουν τη ψυχή της βιασθείσας κοπέλας, τη σκηνή της περισυλλογής και της αυτοκαταστροφής ως την μακάβρια σκηνή του θανάτου.
Το χειρότερο είναι η κοινωνική υποκρισία που καταγγέλλεται με έντονο τρόπο ειδικά εκεί που αρχίζουν να γίνονται όλοι υποχωρητικοί δήθεν και περιποιητικοί για τη βιασμένη κοπέλα μόνο και μόνο για να τη φέρουν στα νερά τους, στην υποταγή και βέβαια να εξαγοράσουν την σιωπή της. Μόνο αν σπάσει η σιωπή θα αντιμετωπιστεί η κοινωνική παθογένεια και θα δημιουργηθούν οι προοπτικές εξυγίανσης του συστήματος κοινωνικής προστασίας.