Η κ. Κοστίρκα ήρθε πριν από τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα από την Ουκρανία. «Παράνομα» μου λέει. «Δε μας έδιναν βίζα. Δεν είχα άλλη λύση. Τώρα έχω ΙΚΑ, έχω ένσημα, αλλά δε μου δίνουν άδεια παραμονής, οπότε δεν μπορώ να φύγω. Κόκκινη κάρτα έχω, πολιτικό άσυλο».
Δηλώνει, σε γενικές γραμμές, ευχαριστημένη από τη ζωή στην Ελλάδα. «Είναι πολύ καλός ο κόσμος» λέει χαμογελώντας. «Ήρθα μόνη μου εδώ. Δούλευα αρχικά σε ένα σπίτι, πρόσεχα μια γιαγιά. Από τότε άλλαξα τρεις δουλειές. Ήταν όλοι πάρα πολύ καλοί. Μέχρι τώρα μιλάμε στα τηλέφωνα». Σήμερα δουλεύει στην αποθήκη μιας εταιρείας που εμπορεύεται ανταλλακτικά αυτοκινήτων. «Η ζωή στην Ελλάδα είναι καλή. Αν έχεις δουλειά, έχεις σπίτι, τι άλλο χρειάζεσαι;»
«Μου λείπει, όμως, πάρα πολύ η κόρη μου» συνεχίζει, κατεβάζοντας το βλέμμα. Τη ρωτάω αν είναι μικρή και μου απαντά «όχι, είναι δεκατριών», χαμογελώντας στο απορημένο μου βλέμμα: «εμείς λέμε μεγάλη». «Όταν την άφησα ήταν οκτώ χρονών. Τώρα μένει με τους γονείς μου. Ντρέπεται, όμως, να μιλήσει μαζί μου. Όσο μεγαλώνει, αν κάτι της συμβαίνει στο σχολείο, ή με τα αγόρια, δεν είναι κοντά μου και ντρέπεται να μου τα πει».
Η κόκκινη κάρτα –του πολιτικού ασύλου– της επιτρέπει να ζει και να εργάζεται στην Ελλάδα αλλά όχι να ταξιδεύει εκτός συνόρων, ενώ όλες οι προσπάθειές της να φέρει την κόρη της εδώ «χτύπησαν» πάνω σε ένα τείχος γραφειοκρατίας.
Ζητώντας την άποψή της για το θέμα της ιθαγένειας που συζητιέται τελευταία, εισπράττω ένα βλέμμα απογοήτευσης. «Δεν πιστεύω ότι θα γίνει κάτι», λέει, «τόσα χρόνια μιλάνε και τίποτα δε γίνεται. Η ελπίδα, βέβαια, πεθαίνει τελευταία. Θέλω πάρα πολύ κάτι να γίνει για να πάω να δω την κόρη μου. Όταν είσαι πολλά χρόνια μακριά από την οικογένειά σου, μόνο αυτό σε ενδιαφέρει».
Δηλώνει, σε γενικές γραμμές, ευχαριστημένη από τη ζωή στην Ελλάδα. «Είναι πολύ καλός ο κόσμος» λέει χαμογελώντας. «Ήρθα μόνη μου εδώ. Δούλευα αρχικά σε ένα σπίτι, πρόσεχα μια γιαγιά. Από τότε άλλαξα τρεις δουλειές. Ήταν όλοι πάρα πολύ καλοί. Μέχρι τώρα μιλάμε στα τηλέφωνα». Σήμερα δουλεύει στην αποθήκη μιας εταιρείας που εμπορεύεται ανταλλακτικά αυτοκινήτων. «Η ζωή στην Ελλάδα είναι καλή. Αν έχεις δουλειά, έχεις σπίτι, τι άλλο χρειάζεσαι;»
«Μου λείπει, όμως, πάρα πολύ η κόρη μου» συνεχίζει, κατεβάζοντας το βλέμμα. Τη ρωτάω αν είναι μικρή και μου απαντά «όχι, είναι δεκατριών», χαμογελώντας στο απορημένο μου βλέμμα: «εμείς λέμε μεγάλη». «Όταν την άφησα ήταν οκτώ χρονών. Τώρα μένει με τους γονείς μου. Ντρέπεται, όμως, να μιλήσει μαζί μου. Όσο μεγαλώνει, αν κάτι της συμβαίνει στο σχολείο, ή με τα αγόρια, δεν είναι κοντά μου και ντρέπεται να μου τα πει».
Η κόκκινη κάρτα –του πολιτικού ασύλου– της επιτρέπει να ζει και να εργάζεται στην Ελλάδα αλλά όχι να ταξιδεύει εκτός συνόρων, ενώ όλες οι προσπάθειές της να φέρει την κόρη της εδώ «χτύπησαν» πάνω σε ένα τείχος γραφειοκρατίας.
Ζητώντας την άποψή της για το θέμα της ιθαγένειας που συζητιέται τελευταία, εισπράττω ένα βλέμμα απογοήτευσης. «Δεν πιστεύω ότι θα γίνει κάτι», λέει, «τόσα χρόνια μιλάνε και τίποτα δε γίνεται. Η ελπίδα, βέβαια, πεθαίνει τελευταία. Θέλω πάρα πολύ κάτι να γίνει για να πάω να δω την κόρη μου. Όταν είσαι πολλά χρόνια μακριά από την οικογένειά σου, μόνο αυτό σε ενδιαφέρει».