* Διαβάστε στα άρθρα του υποφακέλλου για το που θα φάτε, που θα μείνετε και που θα περιηγηθείτε.
του Δημήτρη Γλύστρα
Ο τρόπος που επιλέγει κανείς τα μέρη τα οποία θέλει να επισκεφτεί, είναι συνήθως ασαφής και αδιευκρίνιστος. Κάτι έχει ακούσει, κάτι έχει διαβάσει, κάποια ταινία έχει δει ή κάτι του έχουν πει. Στην περίπτωσή μου αυτό δεν είχε συμβεί με τη Λισσαβόνα, στην οποία βρέθηκα, ούτως ειπείν, ”τυχαία”.
Δεν ξέρω ποιο μεγαλύτερο εγκώμιο υπάρχει για μια πόλη από το να παραδεχτούν οι επισκέπτες της ότι θα επιθυμούσαν να ζουν εκεί. Όχι να βρεθούν για ψώνια, για κάποια συναυλία ή για το εκάστοτε τζέρτζελο, αλλά να μένουν εκεί.
Η Λισσαβόνα είναι χτισμένη σε ιδανική τοποθεσία: Στην κοίτη του ποταμού Ταγού, ακριβώς στο σημείο που εκβάλει στον Ατλαντικό. Περιέχει επτά λόφους, όπως πολλές διάσημες ”συνάδελφοί” της που κάνουν τις ανηφοροκατηφόρες πολύ συχνό φαινόμενο.
Στην Λισσαβόνα καθρεπτίζεται το αλλοτινό μεγαλείο της αποικιακής Πορτογαλίας, ένα στοιχείο που οι σύγχρονοι κάτοικοί της δείχνουν να αγνοούν εντελώς, παίρνοντας σαφείς αποστάσεις από τον κομπασμό αρκετών πρωτευουσών της κεντρικής Ευρώπης. Τα art deco περίτεχνα διακοσμητικά σκαλίσματα των ”κλασσικών” πρωτευουσών και η συνήθης γιγάντια αψίδα, είναι ”φυτεμένα” στην καρδιά της πόλης, αλλά δείχνουν να φέρνουν τους σημερινούς της κατοίκους σε ένα είδος αμηχανίας.
Δεν είναι τυχαίο. Από την εποχή της πορτογαλικής ισχύος έχουν παρέλθει περισσότερα από 500 χρόνια και το πιο πρόσφατο σχετικό κατάλοιπο στην συλλογική μνήμη των Πορτογάλων είναι οι ενοχές του 20ου αιώνα από την προσπάθεια των ευρωπαίων να καταπνίξουν τα κινήματα ανεξαρτητοποίησης των υπόδουλων λαών.
Ασχέτως όμως του πως θεωρεί ο καθένας ότι φορτίζεται το αρχιτεκτονικό περιβάλλον της πρωτεύουσας, αυτό που δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί είναι η ιστορικότητα του μέρους. Και αυτό για τον τουρίστα είναι πάντα ευχάριστο.
Αν στο παρελθόν ανήκει η ευθύνη για τα αρχιτεκτονικά highlights, η οργανωμένη ανοικοδόμηση του ιστορικού κέντρου μετά από τον σεισμό του 1775 ευθύνεται για τα καταπληκτικά κτίρια και το χρώμα του μεγαλύτερου μέρους της καθαυτό Λισσαβόνας.
Αυτό είναι πιθανότατα και η αιτία που η Λισσαβόνα δεν διαθέτει μια ιδιαίτερη περιοχή- κόσμημα, όπως η δική μας Πλάκα ή τα Ηλύσια Πεδία, αλλά άπειρες πανέμορφες γωνιές.
Αν και η Λισσαβόνα μοιάζει να κινείται περισσότερο σε μεσογειακούς παρά σε ευρωπαϊκούς ρυθμούς, είναι αναμφισβήτητα μια ευρωπαϊκή πόλη. Για λόγους που πιθανότατα συνδέονται με την απομακρυσμένη γεωγραφική της θέση, η πρωτεύουσα της Πορτογαλίας έχει ένα καθαρά δικό της στυλ που ο Έλληνας ταξιδιώτης δυσκολεύεται να κατατάξει σε όσα γνωρίζει.
Δεν είναι αποστειρωμένα καθαρή, τα μαγαζιά δεν απαιτούν με καχυποψία να πληρώσεις μόλις παραγγέλνεις, δεν σε κοιτούν σαν λεπρό όταν ανάβεις τσιγάρο και οι δρόμοι της έχουν λακκούβες. Από την άλλη, πρέπει να ψάξεις αρκετά για να βρεις πορτογάλο απρόθυμο να σε καθοδηγήσει, ενώ οι οδηγοί ”κοκκαλώνουν” τα οχήματά τους στην υποψία ότι θέλεις να διασχίσεις το δρόμο- ακόμα και εκτός διάβασης (πότε θα πάψει να μας κάνει εντύπωση αυτό;).
Ίσως ο περισσότερο έμπειρος ταξιδευτής βρει ικανοποιητικότατο το γεγονός ότι η πόλη αν και είναι έτοιμη να υποδεχτεί τον τουρισμό, δεν υπάρχει αποκλειστικά για αυτόν, όπως μοιάζει η Αθήνα τους μήνες της μεγάλης επισκεψιμότητας. Δεν έχει κανείς την αίσθηση ότι μπαίνει σε μαγαζιά που ”στήθηκαν” με ψευδές couleur locale για να ψωνίσει ο τουρίστας τσολιαδάκια.
Η συνεννόηση είναι ένα μικρό πρόβλημα, αφού οι περισσότεροι από τους Λισσαβονέζους, κυρίως οι μεγαλύτερης ηλικίας, δεν μιλούν άλλη ξένη γλώσσα παρά ισπανικά και λίγα γαλλικά. Δύσκολα πάντως θα βρείτε επισκέπτη της Λισσαβόνας που να ισχυριστεί ότι δεν κατάφερε να συνεννοηθεί, λόγω κυρίως της προαναφερθείσας καλής διάθεσης των κατοίκων της πόλης.
Αν και ολόκληρη η Πορτογαλία μοιάζει να βρίσκεται στη σκιά της ”μεγάλης ξαδέλφης” της, της Ισπανίας, η Λισσαβόνα καταφέρνει να αποστασιοποείται από τις γειτονικές επιροές- για τις οποίες άλλωστε δεν έχει και την καλύτερη γνώμη...
ΑΣημειώστε ότι η Λισσαβόνα είναι η φθηνότερη πόλη της Δυτικής Ευρώπης. Ο καφές δεν πρέπει να σας στοιχίσει περισσότερο από 1,5 ευρώ και το ποτό περί τα 4- 4,5 ευρώ.
* Διαβάστε στα άρθρα του υποφακέλλου για το που θα φάτε, που θα μείνετε και που θα περιηγηθείτε.