Λένε ότι η αγάπη μας οδηγεί να κάνουμε τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Αυτό ακριβώς συνέβη στις δέκα ιστορίες που ακολουθούν.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Η αγάπη πονάει, λένε πολλοί. Σίγουρα, αλλά πολλές φορές η αγάπη σκοτώνει. Ας δούμε δέκα ιστορίες που ο έρωτας έκανε τους ανθρώπους να ξεκινήσουν να… σκορπάνε πτώματα.
1. Ο φόνος του Γκαστόν Καλμέτ Όλα ξεκίνησαν το 1911, όταν η Γαλλίδα ενζενί Ενριέτ Ρεϊνουάρ παντρεύτηκε τον Ζοζέφ Κεϊγιώ, έναν διάσημο πολιτικό και… καρδιοκατακτητή, που εγκατέλειψε την πρώτη του σύζυγο για τα μάτια της Ενριέτ, αφού έγινε πρωθυπουργός. Όντας μέλος του φιλο-Γερμανικού κόμματος, είχε δημιουργήσει πολλούς εχθρούς, ακόμα κι όταν κατέβηκε από την εξουσία. Ένας από αυτούς ήταν ο Γκαστόν Καλμέτ, ο αρχισυντάκτης της Le Figaro, ο οποίος – πεπεισμένος πως ο Κεϊγιώ ήταν επικίνδυνος για την χώρα – αποφάσισε να καταστρέψει την φήμη του.
Το 1914, ο Καλμέτ σόκαρε όλη την γαλλική κοινωνία, δημοσιεύοντας ένα ερωτικό γράμμα μεταξύ του Κεϊγιώ και της πρώτης του ερωμένης, κι αυτό αναστάτωσε την Ενριέτ, που ήθελε να προστατέψει τον άνδρα της, αλλά ταυτόχρονα φοβόταν πως σύντομα θα αποκαλυφθούν και τα δικά της μυστικά. Γι’ αυτό και αποφάσισε να επισκεφθεί τον Γκαστόν Καλμέτ στο γραφείο του, φορώντας ένα τεράστιο μαντήλι που κάλυπτε τα χέρια της. Μόλις μπήκε στο γραφείο του, αποκάλυψε ένα αυτόματο όπλο, με το οποίο τον πυροβόλησε έξι φορές στο στομάχι. Όταν η αστυνομία προσπάθησε να την συλλάβει, τους διέταξε να μη την ακουμπήσουν, γιατί ήταν μια κυρία.
Στην διάρκεια της δίκης της, η Ενριέτ χρησιμοποίησε κάθε στερεότυπο που μπορεί να ειπωθεί για την γυναικεία ψυχοσύνθεση, γεμίζοντας την ομολογία της με αναφορές στο υποσυνείδητο και το νευρικό της σύστημα. Οι – άνδρες – ένορκοι δεν χρειάστηκαν παραπάνω από μια ώρα για να την ανακηρύξουν αθώα, και στην συνέχεια η Ενριέτ σπούδασε σε σχολή καλών τεχνών και δημοσίευσε ένα βιβλίο.
2. Ο βασιλιάς των λαθρεμπόρων Ο Τζορτζ Ρέμους ήταν φαρμακοποιός, έπειτα έγινε δικηγόρος, και όταν ξεκίνησε η ποταπαγόρευση, αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να αλλάξει για άλλη μια φορά επάγγελμα. Με την άδεια του φαρμακοποιού, κατάφερε να αγοράζει ουίσκι για φαρμακευτική χρήση, και ξεκίνησε να το διακινεί παράνομα, χτίζοντας μια αυτοκρατορία πολλών εκατομμυρίων. Με αυτά τα χρήματα, έχτισε για τον εαυτό του μια έπαυλη, κάνοντας πάρτι στα οποία συμμετείχε όλη η καλή κοινωνία, χάριζε διαμαντένια ρολόγια και αυτοκίνητα. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Ρέμους αποτέλεσε την έμπνευση για τον Μεγάλο Γκάτσμπι. Και, ακριβώς όπως κι ο Γκάτσμπι, ο Ρέμους ήταν ερωτευμένος με μια γυναίκα ονόματι Ίμοτζεν Χολμς. Χώρισε με την πρώτη γυναίκα του, την παντρεύτηκε, και σύντομα ήταν μαζί κυρίαρχοι της λαθραίας του επιχείρησης.
Όταν ο Ρέμους συνελήφθη το 1924, άφησε την Ίμοτζεν στην θέση του. Αυτό ήταν το πρώτο του λάθος. Το δεύτερο ήταν πως είπε σε έναν συγκρατούμενό του, με το όνομα Φρανκ Ντοτζ, πως η Ίμοτζεν διαχειριζόταν ολόκληρη την αμύθητη περιουσία του. Ο Ντοτζ, όμως, ήταν κρυφός πράκτορας του FBI, και μόλις αποφυλακίστηκε, έσπευσε να βρεθεί με την κυρία Ρέμους. Ερωτεύτηκαν, πούλησαν τα πάντα, και το ‘σκασαν μαζί.
Συνεπώς, ο Ρέμους δεν ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος μόλις βγήκε από την φυλακή. Τα νεύρα του χειροτέρευσαν όταν η Ίμοτζεν του ζήτησε επίσημα διαζύγιο, προσπάθησε να τον απελάσει από την χώρα, και να τον σκοτώσει. Την μέρα που ήταν να οριστικοποιηθεί το διαζύγιό τους, ο Ρέμους ζήτησε από τον οδηγό του να ακολουθήσει το ταξί της Ίμοτζεν και να την πετάξει από τον δρόμο. Η Ίμοτζεν επιβίωσε από το δυστύχημα, και ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου, είδε μπροστά της τον Ρέμους, που της κόλλησε ένα πιστόλι στην κοιλιά και τράβηξε την σκανδάλη.
Στην δίκη, ο Ρέμους υπερασπίστηκε τον εαυτό του, δηλώνοντας παράνοια. Κατά περίεργο τρόπο, οι ένορκοι τον πίστεψαν και αθωώθηκε, υποχρεωμένος μόνο να περάσει έξι μήνες σε ψυχιατρική κλινική. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του προσπαθώντας – μάταια – να επανακτήσει την περιουσία του, εξακολουθώντας να πιστεύει ότι έπραξε σωστά.
3. Φόνος στο chat room Ο Τόμας Μοντγκόμερι ήταν ένας 47χρονος παντρεμένος άντρας, με δύο παιδιά. Βέβαια, όλα αυτά δεν τα ήξερε η «Tallhotblond», η 18χρονη που γνώρισε σε ένα chat room, στην οποία είπε πως ήταν ένας νεαρός στρατιώτης που πολέμησε στο Ιράκ. Σύντομα, αυτός και η Τζέσι, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, άρχισαν να στέλνουν δωράκια και πικάντικες φωτογραφίες ο ένας στον άλλο.
Γεμάτος χαρά για τις επιδόσεις του στο cyber sex, ο Μοντγκόμερι άρχισε να καυχιέται για τις κατακτήσεις του σε φίλους. Όπως ήταν λογικό, κάποια στιγμή το έμαθε η γυναίκα του. Έστειλε στην Τζέσι ένα γράμμα, λέγοντας πως ο Τόμας ήταν ένας παντρεμένος μεσήλικας, που θα μπορούσε να είναι πατέρας της. Αηδιασμένη, η Τζέσι έληξε την σχέση τους, και έριξε την προσοχή της σε έναν συνάδελφο του Τόμας, τον 22χρονο Μπράιαν Μπάρετ. Όπως, επίσης, ήταν λογικό, ο Τόμας δεν αντέδρασε καλά, και πυροβόλησε τον Μπράιν ενώ βρισκόταν στο αυτοκίνητό του, το 2005.
Οι αρχές προσπάθησαν να προειδοποιήσουν την Τζέσι πως η ζωή της βρισκόταν σε κίνδυνο, μα φτάνοντας στο σπίτι της, ανακάλυψαν την μητέρα της, η οποία παρίστανε την έφηβη κόρη της στο διαδίκτυο για να «ψαρεύει» άντρες. Ο Τόμας καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλάκισης, αλλά η μητέρα της Τζέσι δεν γλύτωσε ακριβώς για τις πράξεις της – η κόρη της και ο σύζυγός της την εγκατέλειψαν.
4. Η δολοφόνος με την Μερσεντές Η Κλάρα Χάρις και ο σύζυγός της, Ντέιβιντ, ήταν οδοντίατροι στο Χιούστον των ΗΠΑ, και όλοι πίστευαν πως ήταν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Είχαν τρία παιδιά, ένα πανέμορφο σπίτι, και ακριβά αυτοκίνητα, όπως η Μερσεντές της Κλάρα. Όλα έβαιναν καλώς, μέχρι που ο Ντέβιντ παραδέχτηκε ότι διατηρούσε δεσμό με την πρώην ρεσεψιονίστ του.
Η Κλάρα ήταν απελπισμένη και ήθελε να κρατήσει τον άντρα της. Παραιτήθηκε από την δουλειά της, ξεκίνησε γυμναστική, έβαψε τα μαλλιά της και προγραμμάτισε επέμβαση για να μεγαλώσει το στήθος της. Όταν όλα αυτά απέτυχαν, αποφάσισε να γίνει πιο επιθετική. Προσέλαβε ιδιωτικό ντετέκτιβ για να παρακολουθεί τους δύο εραστές, ο οποίος της ανέφερε, στις 24 Ιουλίου 2002, ότι τους εντόπισε στο ίδιο ξενοδοχείο που η Κλάρα κι ο Ντέιβιντ πέρασαν την νύχτα του γάμου τους. Έξαλλη, η Κλάρα πήρε τα κλειδιά της – και την 16χρονη κόρη τους – και μόλις έφτασε στο ξενοδοχείο, επιτέθηκε στην ερωμένη του άνδρα της, μέχρι που η ασφάλεια τις οδήγησε έξω. Αυτό, όμως, δεν ήταν αρκετό.
Η Κλάρα περίμενε να απομακρυνθεί το παράνομο ζευγάρι, μπήκε ξανά στην Μερσεντές, και οδήγησε καταπάνω τους. Χτύπησε τον Ντέιβιντ, και μόλις προσγειώθηκε στο έδαφος, τον πάτησε. Τρεις φορές.
Για κακή της τύχη, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος και κατέγραψε τα πάντα. Αυτό, μαζί με την μαρτυρία της κόρης, έστειλαν την Κλάρα στην φυλακή για 20 χρόνια.
5. Η ιστορία της Σελέστ και της Τρέισι Ο Στίβεν Μπερντ ήταν ένας 69χρονος εκατομμυριούχος από το Τέξας. Επίσης, ήταν ένας μοναχικός χήρος που είχε την ατυχία να γνωρίσει την Σελέστ Τζόνσον, μια γοητευτική σερβιτόρα, με ιστορικό κατάθλιψης και προσπάθειες να βάλει τέλος στην ζωή της, αλλά και διάφορες εγκληματικές ενέργειες. Παρά το ότι ήταν ασταθής, και η διαφορά ηλικίας τους ήταν μεγαλύτερη από τριάντα χρόνια, το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1995, και τα πράγματα πήραν την κατηφόρα.
Όχι μόνο η σεξουαλική τους ζωή ήταν ανύπαρκτη, αλλά η Σελέστ πολλές φορές έριχνε χάπια στο φαγητό του Στίβεν, ώστε να κοιμάται κι αυτή να το σκάει με έναν από τους πρώην άντρες της. Κορόιδευε τον Στίβεν συχνά για το βάρος του, του έλεγε κατάμουτρα πως ήθελε να πεθάνει, ενώ ταυτόχρονα ξόδευε τα λεφτά του σαν τρελή, κάνοντάς τον να καταργήσει τις πιστωτικές της κάρτες. Ο καυγάς που ακολούθησε έληξε με την Σελέστ να τον απειλεί πως θα αυτοκτονήσει, κι αυτόν να την βάζει σε κλινική, υπό παρακολούθηση. Κι εκεί, η Σελέστ γνώρισε την Τρέισι Τάρλτον.
Η 35χρονη Τρέισι ήταν εξαρτημένη από ναρκωτικά και αλκόολ – και παράφορα ερωτευμένη με την Σελέστ. Λίγες μέρες μετά την γνωριμία τους, η Τρέισι άρχισε να της στέλνει ερωτικές επιστολές, και οι δυο τους ξεκίνησαν έναν παράνομο δεσμό, ο οποίος συνεχίστηκε και αφού έφυγαν από το νοσοκομείο. Οι κόρες της Σελέστ τις έπιασαν στα πράσα ενώ έκαναν σεξ στο σπίτι του Στίβεν αρκετές φορές. Από την άλλη, ενώ τα αισθήματα της Τρέισι ήταν αγνά, η Σελέστ απλά έπαιζε (με τις ζωές τους).
Τον Οκτώβριο του 1999, η Σελέστ άφησε τις πόρτες ξεκλείδωτες και αποσύρθηκε στο υπνοδωμάτιό της. Σύντομα, η Τρέισι μπήκε μέσα, οπλισμένη με ένα περίστροφο. Όταν βρήκε τον Στίβεν να κοιμάται, τον πυροβόλησε στο στομάχι. Ο ηλικιωμένος άντρας πρόλαβε να καλέσει την αστυνομία, αλλά υπέκυψε στο τραύμα του, ενώ οι έρευνες σχέτισαν την Τρέισι με τον φόνο, όταν ανακάλυψαν τους κάλυκες από το όπλο. Παρ’ όλα αυτά, οι κατήγοροι διατηρούσαν τις υποψίες τους για την Σελέστ, ειδικά αφότου ξόδεψε μισό εκατομμύριο δολάρια μέσα στους δυο μήνες μετά τον θάνατο του άντρα της. Η Τρέισι, όμως, αρνιόταν πεισματικά να κατηγορήσει την ερωμένη της – μέχρι που έμαθε ότι ξαναπαντρεύτηκε, και τους τα αποκάλυψε όλα. Μαζί με πρόσθετες μαρτυρίες από τα παιδιά της, η Σελέστ κλείστηκε για τα καλά στην φυλακή, και δεν θα μπορεί να υποβάλει αίτηση για αναστολή μέχρι το 2043. Όσο για την Τρέισι, αποφυλακίστηκε το 2011.
6. Ο φόνος του Γκρεγκ Σμαρτ Η Πάμελα Σμαρτ ήταν μια πολύ απογοητευμένη νοικοκυρά, όταν ο άντρας της, Γκρεγκ, έκοψε τα μακριά, υπέροχα μαλλιά του και έγινε ασφαλιστής. Η απογοήτευσή της μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν, λίγες εβδομάδες πριν την πρώτη τους επέτειο, ο Γκρεγκ παραδέχτηκε ότι την είχε απατήσει. Εξοργισμένη, η 22χρονη Πάμελα, που ήταν καθηγήτρια, έκανε ό,τι θα έκανε κάθε λογική γυναίκα στην ηλικία της: έβαλε τον 15χρονο εραστή της να σκοτώσει τον άντρα της.
Ο έφηβος, ονόματι Μπίλι Φλυν, είχε καλή σχέση με την Πάμελα, καθώς την βοηθούσε να φτιάχνει εκπαιδευτικά βίντεο. Εξίσου εκπαιδευτικό ήταν όταν, αφού είδαν μαζί την ταινία 9 ½ Εβδομάδες έκαναν σεξ. Σύντομα, η καθηγήτρια είπε στον μαθητή της πως αν δεν την βοηθούσε να ξεφορτωθεί τον Γκρεγκ, η σχέση τους είχε τελειώσει.
Σίγουρος ότι ο Γκρεγκ κακοποιούσε την Πάμελα, ο Φλυν συμφώνησε να τον σκοτώσει, ζητώντας και την βοήθεια δύο φίλων του. Υπό τις εντολές της καθηγήτριας, οι τρεις μαθητές αποφάσισαν να κάνουν την δολοφονία να φανεί σαν διάρρηξη που πήγε στραβά. Την Πρωτομαγιά του 1990, η Σμαρτ άφησε την πίσω πόρτα του σπιτιού της ξεκλείδωτη, δύο από τα αγόρια μπήκαν μέσα, ενώ ο τρίτος τους περίμενε στο αυτοκίνητο. Μόλις ο Γκρεγκ γύρισε στο σπίτι, οι έφηβοι τον έριξαν στο πάτωμα και του φύτεψαν μια σφαίρα στο κεφάλι.
Παρ’ όλα αυτά, το σχέδιο της Πάμελα κατάρρευσε γρήγορα. Οι αστυνομικοί την υποψιάστηκαν λόγω της απάθειας που έδειξε για τον θάνατο του άντρα της. Οι υποψίες τους επιβεβαιώθηκαν όταν έβαλαν κοριό στην καλύτερή της φίλη, και αποτυπώθηκε σε κασέτα η ομολογία της. Η φονική καθηγήτρια μπήκε στη φυλακή, χωρίς δυνατότητα αναστολής, ενώ οι τρεις έφηβοι καταδικάστηκαν σε 28 χρόνια φυλάκισης.
7. Ερωτικό τρίγωνο Η Έβελυν Νέσμπιτ ήταν η Μέριλιν Μονρό των αρχών του 20ου αιώνα. Ήταν η πιο φωτογραφημένη γυναίκα της εποχής της, αλλά έγινε πραγματικά διάσημη όταν κέρδισε έναν ρόλο στο Broadway, στα 16 της. Στρατιές ολόκληρες από θαυμαστές έτρεχαν καθημερινά στο θέατρο για να την δουν, αλλά κανείς δεν ήταν πιο ισχυρός από τον Στάνφορντ Γουάιτ. Ο Γουάιτ, 52 χρονών, αρχιτέκτονας και υπεύθυνος για πολιτισμικούς θησαυρούς όπως η μεγάλη καμάρα στο κέντρο της Ουάσινγκτον, αλλά και το Madison Square Garden, έκανε στην Έβελυν ένα σωρό δώρα, με αποκορύφωμα ένα ξεχωριστό διαμέρισμα για αυτήν και την μητέρα της. Άλλες φορές, την καλούσε στο σπίτι του, και την άφηνε να παίξει στην βελούδινη, κόκκινη κούνια του, μέχρι που ένα βράδυ, την μέθυσε και την βίασε. Μετά από αυτό τον βιασμό, ξεκίνησε μια σχέση ενός χρόνου.
Κάποια στιγμή, η Έβελυν ήρθε στα συγκαλά της και χώρισε τον ηλικιωμένο άντρα, ψάχνοντας για έναν σωστό σύζυγο, ο οποίος αποδείχθηκε πως ήταν ο Χάρι Κένταλλ Θο, κληρονόμος μιας περιουσίας 40 εκατομμυρίων δολαρίων. Τα δώρα που έκανε αυτός στην Έβελυν; Από πιάνα μέχρι τριαντάφυλλα τυλιγμένα σε χαρτονομίσματα των 50 δολαρίων. Η νεαρή σταρ είπε το ναι, που αποδείχθηκε κακή επιλογή, μιας και ο Χάρι ήταν ένας βίαιος κοκαϊνομανής – ο οποίος μισούσε θανάσιμα τον Στάνφορντ Γουάιτ, επειδή είχε φροντίσει να τον αποκλείσουν από διάφορες λέσχες που σύχναζαν μεγάλα ονόματα της κοινωνίας. Όταν έμαθε πως ο Γουάιτ είχε βιάσει την Έβελυν, αποφάσισε να πάρει εκδίκηση. στις 25 Ιουνίου 1906, ο Χάρι Θο πλησίασε τον Στάνφορντ Γουάιτ και τον πυροβόλησε τρεις φορές, σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Η δίκη που ακολούθησε συγκλόνισε ολόκληρη την Αμερική, με πολλούς να θεωρούν τον Θο ήρωα και προστάτη της γυναίκας του. Τελικά, αθωώθηκε λόγω παράνοιας.
Τα επόμενα οκτώ χρόνια ήταν κλεισμένος σε κλινική, και μόλις ελευθερώθηκε, χώρισε από την Έβελυν, η οποία αναγκάστηκε να περάσει την υπόλοιπη ζωή της παλεύοντας με την κατάθλιψη και την φτώχια. Πέθανε σε έναν οίκο ευγηρίας της Καλιφόρνια, το 1967.
8. Οι διαβολικοί εραστές Η Ντενίζ Λαμπέ ήταν πρόθυμη να θυσιάσει τα πάντα για τον Ζακ Αλγκαρόν. Το 1954, δούλευε σαν γραμματέας στο Ινστιτούτο Στατιστικής, στην Ρεν της Γαλλίας, κι εκεί γνώρισε τον Αλγκαρόν, έναν γοητευτικό στρατιώτη, που κατά βάθος ήταν ένα τέρας. Η εμμονή του με την ιδέα του Νίτσε περί Υπερανθρώπου τον έκανε να πιστεύει ότι είχε το δικαίωμα να κακοποιεί τις γυναίκες. Ανάγκαζε την Ντενίζ να κοιμάται με ξένους άντρες, για να την βλέπει μετά να σέρνεται μπροστά του, ικετεύοντας να την συγχωρήσει. Αλλά, μετά από λίγο καιρό, αυτό δεν ήταν αρκετό.
Ένα βράδυ, ο Ζακ είπε στην Ντενίζ ότι ο μόνος τρόπος για να αποδείξει την αγάπη του γι’ αυτόν ήταν να σκοτώσει την Κάθυ, την δίχρονη κόρη της. Παρά την αρχική της διαφωνία, ο Αλγκαρόν κατάφερε να την πείσει. Η Ντενίζ, όμως, δεν ήταν δολοφόνος, και οι τρεις απόπειρες να σκοτώσει το μωρό, δύο φορές με πνιγμό και την τρίτη ρίχνοντάς το από ένα παράθυρο, απέτυχαν. Στις 8 Νοεμβρίου, όμως, η τελευταία της απόπειρα πέτυχε.
Δεν χρειάστηκε πολύ για να ομολογήσει, λέγοντας όμως πως ο Αλγκαρόν ήταν ο εγκέφαλος πίσω από το έγκλημα. Το 1955, οι δύο εραστές δικάστηκαν, εξαπολύοντας κατηγορίες ο ένας στον άλλο, η μία λέγοντας πως ο άντρας της ήταν ο διάβολος προσωποποιημένος, και ο άλλος κατηγορώντας την για παράνοια. Οι δικαστές δεν πείστηκαν από τον Αλγκαρόν, καταδικάζοντάς τον σε 20 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας, ενώ η Ντενίζ γλύτωσε την θανατική ποινή, περνώντας όλη την ζωή της στην φυλακή.
9. Φόνος με αλεξίπτωτο Η Ελς Κλότεμανς και η Ελς Φαν Ντορέν δεν είχαν μόνο το ίδιο όνομα – είχαν και τον ίδιο εραστή, τον δάσκαλό τους στον αλεξιπτωτισμό, Μαρσέλ Σόμερς. Οι κανονισμοί που είχαν κάνει ήταν… ανορθόδοξοι. Τις Παρασκευές, ο αλεξιπτωτιστής βρισκόταν με την Κλότεμανς, ενώ τα Σάββατα ανήκε στην Φαν Ντορέν. Υπήρχε αρκετή ένταση ανάμεσα στις δύο γυναίκες, ειδικά από την μεριά της Κλότεμανς, που ένιωθε πάντα πως ερχόταν δεύτερη στην καρδιά του Μαρσέλ.
Η Κλότεμανς ήταν κατά γενική ομολογία προβληματικό άτομο. Είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει στην εφηβεία της, και ο ψυχίατρός της την είχε αποκαλέσει «ψυχοπαθή και ναρκισσίστρια». Το ποτήρι ξεχείλισε όταν η Φαν Ντόρεν εμφανίστηκε μια Παρασκευή και ο Μαρσέλ επέλεξε να περάσει την νύχτα μαζί της, ενώ η Κλότεμανς κοιμήθηκε στον καναπέ, ακούγοντας το ζευγάρι.
Λίγο καιρό μετά, οι δύο γυναίκες και ο καθηγητής τους έφυγαν από το αεροδρόμιο του Βελγίου με σκοπό να κάνουν πτώση και οι τρεις, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, γιατί τι πιο ρομαντικό όταν βρίσκεσαι σε μία σχέση με τρία άτομα;
Μόνο που η Κλότεμανς δεν πήδηξε. Η Φαν Ντόρεν προσπάθησε να ανοίξει το αλεξίπτωτό της, και δεν συνέβη τίποτα. Το ίδιο έγινε και με το εφεδρικό, και η γυναίκα κατέληξε να πέφτει με ταχύτητα 200 χιλιομέτρων στο έδαφος.
Παρ’ όλο που δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία για να κατηγορηθεί η Κλότεμανς, μόλις οι αστυνομικοί πήγαν να την συλλάβουν, αυτή προσπάθησε να αυτοκτονήσει. Αν προσθέσουμε την ψυχασθένειά της, το γεγονός ότι είχε τις τεχνικές γνώσεις να προκαλέσει βλάβη στο αλεξίπτωτο και το ότι είχε στείλει ανώνυμα γράμματα στην αντίζηλό της, ήταν αρκετό για να την κλείσει στην φυλακή – όπου και επιβεβαιώθηκε η ενοχή της, τον Οκτώβριο του 2010.
10. Λουκρητία Βοργία του 20ου αιώνα Η Λουκρητία Βοργία, μία από τις πιο… δηλητηριώδεις φιγούρες της Αναγέννησης, έμεινε στην ιστορία για το ότι έριχνε αρσενικό στα ποτά των αντιπάλων της. Fast forward στις αρχές του 20ου αιώνα και την Μάρθα Γουάιζ, μια 40χρονη από το Οχάιο. Το χωριό που κατοικούσε δεν πρόσφερε ιδιαίτερες συγκινήσεις, συνεπώς, η Μάρθα περνούσε τον χρόνο της πηγαίνοντας σε κηδείες. Ο σύζυγός της την καταπίεζε, και μετά τον θάνατό του, το 1923, αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί. Έβαλε στο μάτι έναν ντόπιο εργένη, με το όνομα Γουόλτερ Τζονς. Παρ’ όλα αυτά, η οικογένεια της Μάρθα δεν ήταν σύμφωνη με την σχέση, και η μητέρα της απείλησε να την αποκληρώσει αν δεν τον χώριζε. Ηττημένη, η Μάρθα έληξε την σχέση. Και μετά άρχισαν να μετράνε πτώματα.
Την Ημέρα των Ευχαριστιών, το 1924, η μητέρα της Μάρθα ήπιε ένα ποτήρι νερό και πέθανε σύντομα από «φλεγμονή στο στομάχι». Την Πρωτοχρονιά του 1925, η θεία της, ο θείος της και τα έξι παιδιά τους έπαθαν το ίδιο – κι ευτυχώς τα έξι παιδιά επέζησαν. Αυτό κίνησε τις υποψίες του σερίφη, ειδικά όταν κάποιος έβαλε φωτιά στην εκκλησία της γειτονιάς, την ίδια εκκλησία που αρνήθηκε να παντρέψει την Μάρθα και τον Γουόλτερ. Σύντομα, οι αρχές ενημερώθηκαν πως η γυναίκα είχε αγοράσει μεγάλες ποσότητες αρσενικού από το φαρμακείο, και αμέσως ζητήθηκε να γίνει αυτοψία στο πτώμα της θείας. Προφανώς, ήταν γεμάτο δηλητήριο.
Όταν η Μάρθα συνελήφθη, το μόνο που είχε να δηλώσει ήταν πως ο διάβολος την καθοδήγησε να πράξει τους φόνους. Καταδικάστηκε σε ισόβια, και η ζωή στην φυλακή της άρεσε τόσο πολύ, που όταν αφέθηκε ελεύθερη με αναστολή το 1962, ζήτησε να την γυρίσουν πίσω, όπου και άφησε την τελευταία της πνοή το 1971.