Τα μεγάλα ορόσημα της μόδας

Το μικρό μαύρο φόρεμα, η μίνι φούστα, η γραβάτα, η γόβα στιλέτο: Κάνουμε άνω-κάτω την ντουλάπα της Ιστορίας και ανακαλύπτουμε το «σκοτεινό» παρελθόν των μεγάλων ορόσημων της μόδας που θα βρίσκονται για πάντα στην γκαρνταρόμπα μας.
Τα μεγάλα ορόσημα της μόδας
του Γιώργου Κόκουβα

Εξ ορισμού, η μόδα έρχεται, βλέπει και απέρχεται. Μαζί της φέρνει ρούχα και αξεσουάρ που έχουν ημερομηνία λήξης στο χρηματιστήριο των fashionistas – ακόμη κι αν αναφερόμαστε σε εποχές που ο όρος “fashionistas” δεν υπήρχε.

Υπήρχαν όμως οι κορσέδες, που με τα χρόνια αντικαταστάθηκαν από strapless φορέματα. Υπήρχαν τα μεσαιωνικά κρινολίνα με τα «σιδερένια κλουβιά» τους στη βάση, που μεταμορφώθηκαν σε κολάν τα οποία δεν αφήνουν τίποτα στην φαντασία. Και οι πλατφόρμες έγιναν λευκά αθλητικά sneakers, οι μπότες έγιναν μοκασίνια, τα αριστοκρατικά ημίψηλα, χίπικα jockeys.

Και όλα τα παραπάνω πέρασαν από πολλές ντουλάπες, γνώρισαν δόξα, γνώρισαν κατακραυγή, και τελικά κατέληξαν μία ακόμη υποσημείωση στην Ιστορία της μόδας. Υπάρχουν, όμως και εκείνα τα «κομμάτια» που ήρθαν για να μείνουν μια και καλή, και να γραφτούν με μεγάλα γράμματα στην ίδια Ιστορία, ως τεράστια κεφάλαιά της. Εκείνα που από την στιγμή που εμφανίστηκαν πάνω στα ανθρώπινα σώματα, δεν ξαναβγήκαν από την καθημερινότητά μας, από την ντουλάπα μας, από την γκαρνταρόμπα μας. Καιρός να μάθουμε πώς… μπήκαν στην ζωή μας.

*Η μίνι φούστα
Το «προνόμιο» στην φούστα που τελειώνει πάνω από το γόνατο το είχαν μόνο οι σκλάβοι και οι μονομάχοι της αρχαιότητας. Αργότερα, την φόρεσαν κάτω από την πανοπλία τους οι μεσαιωνικοί πολεμιστές. Και τελικά, χρειάστηκε το ημερολόγιο να δείξει 1964 για να φτάσει στο κοινό που πραγματικά μπορούσε να τις αναδείξει: τις γυναίκες του 20ου αιώνα – μέχρι τότε, ένα τέτοιο θέαμα θα θεωρούταν τουλάχιστον ασεβές.

«Εφευρέτης» της μίνι φούστας θεωρείται η Mary Quant, ιδιοκτήτρια ενός διάσημου καταστήματος ρούχων στο Λονδίνο, του Bazaar, στο οποίο πειραματιζόταν με τα μήκη φούστας στις αρχές των ‘60s. Η ευτυχής συγκυρία της άνθησης της περίφημης σκηνής του «Swinging London» εκείνη την εποχή, βοήθησε την ευρεία αποδοχή της φούστας… μικρού μήκους, όταν η Quant την παρουσίασε το 1964. Φυσικά, η φούστα ξεπούλησε και γνώρισε μεγάλη επιτυχία ανάμεσα στους fashionistas της εποχής, και η Quant αποφάσισε να την ονομάσει mini, προς τιμή του αγαπημένου της αυτοκινήτου, του μοντέλου Mini της βρετανικής BMC. Αργότερα, ανέλαβαν να την καθιερώσουν οι μεγάλοι μόδιστροι της εποχής, όπως ο Andre Courreges, o Yves Saint-Lauren και ο Paco Rabanne την δόξασαν, παρά τις αντιδράσεις της πουριτανικής ευρωπαϊκής κοινωνίας, που την χαρακτήρισε τότε «πρόκληση για βιασμό». Σήμερα, δεν λείπει από την γκαρνταρόμπα καμίας γυναίκας.

*Το τζιν
Ένα κομμάτι ύφασμα ξεκίνησε από την πόλη Nimes της Γαλλίας, ταξίδεψε μέχρι την Αμερική, ονομάστηκε (ακριβώς εξαιτίας της προέλευσής του) denim – δηλαδή de Nimes και μεταμορφώθηκε σε «περιθωριακό παντελόνι, το οποίο φορούσαν μόνο οι cowboys και οι εργάτες εργοστασίων. Μάλιστα, μέχρι το 1950, τα ανδρικά jeans είχαν το φερμουάρ στο μπροστινό μέρος και τα γυναικεία στο πλάι, ενώ θεωρούνταν περισσότερο «φόρμες εργασίας» παρά παντελόνια – ενδεικτικά αναφέρουμε πως η Levi’s μέχρι τότε ονόμαζε τα προϊόντα της «φόρμες».

Η εξέλιξη της «φόρμας» στο παντοδύναμο έκτοτε blue jean έγινε χάρη στον James Dean. Ο γνωστός ηθοποιός το έκανε μόδα σε μια νύχτα – εκείνη της πρεμιέρας της ταινίας του «Επαναστάτης χωρίς αιτία». Γρήγορα, το παντελόνι έγινε σύμβολο της επαναστατικότητας των Αμερικανών greasers και μάλιστα απαγορεύτηκε σε θέατρα, εστιατόρια και σχολεία. Μέχρι που, όπως γίνεται με όλα τα «καινά δαιμόνια», αποδαιμονοποιήθηκε λόγω συνήθειας – και αφού εκατομμύρια νέοι σε όλο τον κόσμο τα φορούσαν καθημερινά. Mέχρι να μπουν τα ‘70s τα blue jeans είχαν γίνει όχι απλώς μόδα, αλλά αυτονόητο κομμάτι της γκαρνταρόμπας σχεδόν κάθε ανθρώπου στον κόσμο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά πλέον η πάλαι ποτέ «φόρμα» κατασκευάζεται σε μορφές skinny, tapered, straight, boot cut, narrow-bottom, anti-fit, flare, και ποιος ξέρει σε πόσες ακόμη εκδοχές που θα σκαρφιστούν οι εταιρίες ενδυμάτων.

*Το “little black dress”
Η πρωτοπόρα Coco Chanel έβαλε τις βάσεις κατά την δεκαετία του ’20, όταν οραματίστηκε ένα γυναικείο φόρεμα διαχρονικό, ευέλικτο, προσιτό και «ουδέτερο». Το φόρεμα αυτό, το παρουσίασε στην Vogue το 1926, με απλές διαγώνιες γραμμές, μεσαίο μήκος και με το όνομα «Chanel’s Ford». Το περιοδικό τότε προέβλεψε πως το LBD (έγινε τόσο γρήγορα επιτυχημένο που απέκτησε ακρωνύμιο) θα γινόταν «ένα είδος φόρμας για κάθε γυναικείο γούστο».

Κι όντως, έτσι έγινε. Μπορεί να πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να καθιερωθεί πλήρως, αλλά πλέον θεωρείται απαράβατος κανόνας στους κύκλους της μόδας πως «κάθε γυναίκα οφείλει να έχει ένα τέτοιο φόρεμα», που είναι τόσο απλό ώστε να μην επηρεάζεται από την μόδα και να μπορεί να συνδυαστεί κατάλληλα για να ταιριάξει από μια μέρα στην δουλειά μέχρι μια κομψή βραδινή έξοδο. Σημείο-τομή στο εμπορικό ζενίθ του LBD ήταν η εμφάνιση της Audrey Hepburn στο «Breakfast at Tiffany’s» με το περίφημο φόρεμα του Hubert de Givenchy.

*Τα μεγάλα γυαλιά ηλίου
Ευγενική χορηγία της Jackie O, τα ευμεγέθη γυαλιά ως κομψό αξεσουάρ έγιναν hit εν ριπή οφθαλμού. Φυσικά, η πρώτη κυρία των ΗΠΑ δεν σκέφτηκε μόνο την κομψότητά της όταν ζήτησε να φτιάξουν ειδικά για αυτή τέτοιου είδους γυαλιά: Οι παπαράτσι δεν την άφηναν σε ησυχία, και έτσι τα χρειαζόταν για να μην είναι αναγνωρίσιμη στις εξόδους της. Τελικά, κατάφερε το ακριβώς αντίθετο: Ακόμη και σήμερα, κάθε φορά που βλέπουμε τέτοια γυαλιά στον δρόμο, μνημονεύουμε την κυρία Kennedy. Και η αλήθεια είναι πως τα βλέπουμε πολύ, υπερβολικά πολύ συχνά.

*Η γραβάτα
Ώρα για λίγη ανδρική μόδα, και συγκεκριμένα για το αναγκαίο στιλιστικό κακό που «πνίγει» κάθε άνδρα που σέβεται την επίσημη δημόσια εμφάνισή του. Η γραβάτα όπως περίπου την γνωρίζουμε σήμερα προήλθε από την Κροατία κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-48). Οι Κροάτες μισθοφόροι, ως διακριτικό, φορούσαν ένα ύφασμα δεμένο στον λαιμό τους, το οποίο τράβηξε την προσοχή των Γάλλων. Οι τελευταίοι ονόμασαν το αξεσουάρ «cravat», από το «Croates» και το «Hrvati», που είναι η αντίστοιχη γαλλική και κροατική λέξη για την εθνικότητα των βαλκάνιων γειτόνων μας.

Το καίριο βήμα έγινε αρκετά αργότερα, τον 19ο αιώνα. Μέχρι τότε τα παπιγιόν, τα υφάσματα, οι «μπαντάνες» και κάθε λογής αξεσουάρ διεκδικούσαν με επιτυχία το μερίδιο της γραβάτας στον ανδρικό λαιμό. Η έλευση της Βιομηχανικής Επανάστασης, όμως, έφερε την ανάγκη για ένα αξεσουάρ που θα μπορούσαν οι άνδρες να φορέσουν εύκολα και γρήγορα, χωρίς να λύνεται. Η σημερινή γραβάτα είχε επισήμως γεννηθεί. Κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα, άλλαξε πολλά μήκη (αρχικά ήταν πολύ πιο κοντή, αφού πάντα συνόδευε γιλέκο και δεν φαινόταν η άκρη της), πολλά… πλάτη και πολλά σχέδια (στα ‘60s εμφανίστηκαν τα πιο pop σχέδια, ενώ μέχρι τότε την πρωτοκαθεδρία είχαν οι διαγώνιες ρίγες, που ξεκινούσαν από την καρδιά με κατεύθυνση προς το δεξί χέρι, το «σπαθί» των ανδρών), αλλά πάντοτε παρέμεινε απαραίτητο κομμάτι της ανδρικής γκαρνταρόμπας.

*Η γόβα στιλέτο
Το απόλυτο «εργαλείο» των femme fatales κάποτε το φορούσαν… άνδρες. Οι αυλικοί του 19ου αιώνα τα φορούσαν για να έχουν το κατάλληλο αρχοντικό ύψος και την ανάλογη στάση του σώματος, ενώ η πρώτη επίσημη αναφορά τους με αυτό το όνομα γίνεται το 1906, όταν ο Andre Perugia σχεδίασε το γνωστό μακρύ τακούνι που μοιάζει με λεπίδα. Την πιο «αισθησιακή» του χρήση την απέκτησε κατά την δεκαετία του ’50, ενώ μέσα στα επόμενα χρόνια, γνώρισαν ξανά την πτώση, χάρη στην έξαρση των flat παπουτσιών της εποχής των Beatles. Από τα ‘70s και μετά, επανήλθαν στο προσκήνιο χάρη στο «Needle» του Μανόλο Μπλάνικ, ενώ γνώρισαν ακόμη μεγαλύτερη άνθηση τα τελευταία δέκα χρόνια, όταν οι γυναίκες αποφάσισαν πως το στιλέτο ταιριάζει ακόμη και με casual look, με ένα τζιν παντελόνι για παράδειγμα στην δουλειά.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v