Πότε καθιερώθηκε για πρώτη φορά ο θεσμός του Δημάρχου και πώς εξελίχθηκε μέχρι σήμερα; Μια σύντομη… δημοτική και ιστορική αναδρομή.
Παλαιότερο των 360 ημερών
του Νικόλα Γεωργιακώδη
Στον απόηχο των δημοτικών εκλογών, οι λέξεις «Δήμαρχος», «Δήμος» και «δημοτικός σύμβουλος» πρέπει να ήχησαν στα αυτιά μας περισσότερες φορές από όσες ακούσαμε μέσα σε ένα χρόνο για «Μνημόνιο» και «πρωτογενές πλεόνασμα».
Όμως, έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς (και πότε) ξεκινήσε όλη αυτή η ιστορία με τους Δήμους και τους Δημάρχους; Πώς θεσπίστηκαν; Λογικά, όχι. Εκτός και αν είστε φανατικοί λάτρεις της αρχαίας ιστορίας. Τότε, πιθανώς να γνωρίζετε τα παρακάτω. Αν πάλι δεν ανήκετε στην παραπάνω κατηγορία, κανένα πρόβλημα. Ακολουθεί μια σύντομη ιστορική αναδρομή στον θεσμό του Δήμου και των Δημάρχων, από την εποχή του Κλεισθένη, μέχρι σήμερα.
Η σημασία της λέξης και οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη
Η λέξη απαντάται για πρώτη φορά ήδη στη Γραμμική Γραφή Β’, και συγκεκριμένα στις πινακίδες της Πύλου ως «da mo» - άλλωστε σε όλες τις δωρικές πόλεις η λέξη έχει αυτή τη γραφή , «δάμος». Όσον αφορά τη σημασία της, η λέξη υποδήλωνε μια περιοχή και ένα σύνολο ανθρώπων. Με την ίδια σημασία την συναντούμε και στον Όμηρο, ο οποίος της δίνει ακόμα μια «σημασία», αυτήν της συγκέντρωσης του λαού για τη λήψη κάποιας απόφασης. Στους ιστορικούς χρόνους, η λέξη σημαίνει τόσο μια συγκεκριμένη περιοχή όσο και το λαό που κατοικεί σ’ αυτή.
Στην αρχαία Αθήνα, ο θεσμός του «Δημάρχου» θεσπίστηκε από τον Κλεισθένη, ο οποίος με την κατάργηση των τεσσάρων ιωνικών φυλών διαίρεσε όλη την περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά σε δέκα φυλές με δεκατέσσερις δήμους η καθεμιά, οι οποίες περιλάμβαναν και Παράλιες και Πεδινές και Ορεινές περιοχές.
Πριν τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, στην Αττική υπήρχαν τέσσερις φυλές, η καθεμία εκ των οποίων είχε τρεις τριττύες. Η κάθε τριττύς είχε τέσσερις ναυκραρίες, κάτι σαν διοικητικά διαμερίσματα. Συνολικά λοιπόν, προ μεταρρυθμίσεων, υπήρχαν σαράντα οκτώ ναυκραρίες. Κάθε ναυκραρία διοικούνταν από τον ναύκραρο, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τις εισφορές και τις δαπάνες του ταμείου της. Ο Κλεισθένης το 508-507 π.Χ. κατήργησε οριστικά τη διαίρεση σε τάξεις (ναυκραρίες), και φρόντισε σε κάθε φυλή να ανήκουν πολίτες από διάφορες περιοχές της Αττικής. Έτσι οι πλούσιοι ευγενείς έπαψαν να αποτελούν μόνοι τους μια ισχυρή τάξη και αναμίχθηκαν με τους υπόλοιπους πολίτες.
Κάθε φυλή επίσης, πήρε το όνομά της από το όνομα ενός αττικού Ήρωα, ενώ σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, κάθε φυλή αργότερα διαιρέθηκε σε δέκα δήμους και έτσι έχουμε εκατό δήμους οι οποίοι αργότερα έγιναν εκατόν εβδομήντα. Στον κάθε Δήμο προΐστατο ο Δήμαρχος, ο οποίος ήταν αιρετός άρχοντας και εκλεγόταν με κλήρο, ενώ η εκλογή του ίσχυε για ένα χρόνο. Το διάστημα αυτό ονομαζόταν «Δημαρχεία».
Ο κάθε Δήμος είχε επίσης τους δημότες του, τους γνήσιους δηλαδή πολίτες του Δήμου, οι οποίοι κατοικούσαν σ’ αυτόν και έφεραν δίπλα στο όνομά τους και το όνομα του Δήμου –για παράδειγμα Θουκυδίδης Ολόρου Αλιμούνδιος, Περικλής Ξανθίππου Χολαργεύς- και τους εγκεκτημένους, τους δημότες δηλαδή οι οποίοι ήταν γραμμένοι σε άλλους δήμους και κατοικούσαν σε άλλη περιοχή απ’ αυτή του δήμου τους. Σήμερα, τους εγκεκτημένους θα τους αποκαλούσαμε ετεροδημότες.
Όλοι οι Δήμοι δεν είχαν την ίδια έκταση ούτε τον ίδιο πληθυσμό, αλλά και ούτε τα ίδια έσοδα. Σε όλους οι αποφάσεις παίρνονταν στην αγορά και παρά τη διαίρεσή τους, είχαν κοινούς δεσμούς, ενώσεις, ιερά και ήρωες.
Από το Βυζάντιο μέχρι την Τουρκοκρατία και τα Νεώτερα Χρόνια
Αργότερα στη Ρώμη και στο Βυζάντιο, ενώ οι Δήμοι ξεκίνησαν ως Αθλητικοί Όμιλοι κατέληξαν στην Κωνσταντινούπολη να έχουν πολιτική ισχύ –πράσινοι, βένετοι, λευκοί, ρούσιοι.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας τώρα, αυτοί που διοικούσαν την κάθε κοινότητα ονομάζονταν «επίτροποι», «άρχοντες», «δημογέροντες», «πρόκριτοι», «προεστοί», ή «κοτζαμπάσηδες» και εκλέγονταν από τους κατοίκους για ένα χρόνο. Οι «διοικητές» αυτοί, είχαν τη δυνατότητα να επανεκλεγούν, ενώ η εκλογή τους ήταν άμεση και γινόταν ύστερα από κοινή συνέλευση των κατοίκων. Μάλιστα, δικαίωμα του «εκλέγειν» είχαν όλοι οι κάτοικοι, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη. Παρ’ όλα αυτά όμως, εκείνοι που εκλέγονταν ανήκαν, κατά κανόνα, στην ανώτερη κοινωνική τάξη.
Στην Νεότερη Ελλάδα, οι Δήμοι και ο θεσμός του Δημάρχου καθιερώθηκαν με νόμο στις 10 Ιανουαρίου 1834 «περί συστάσεως Δήμων». Η Ελλάδα, βάσει αυτού του νόμου, διαιρέθηκε σε δέκα νομαρχίες και σαράντα δύο επαρχίες, οι οποίες με την σειρά τους διαιρέθηκαν σε Δήμους. Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο νόμο, η δημοτική Αρχή ήταν αιρετή και την αποτελούσαν ο Δήμαρχος, οι πάρεδροι και το Δημοτικό Συμβούλιο.
Η διοικητική αυτή διαίρεση συνοδεύτηκε και από την πρώτη επίσημη απογραφή του 1834 - 1835 του ελληνικού κράτους, ενώ το συγκεκριμένο σχήμα με τις νομαρχίες και τις επαρχίες, παρέμεινε μέχρι το 1836 οπότε η διοικητική διαίρεση μεταβλήθηκε. Συγκεκριμένα, με την Διοικητική Διαίρεση της Ελλάδας του 1836, οι θέσεις των νομαρχών, νομοδιευθυντών και επάρχων καταργήθηκαν και η χώρα χωρίστηκε σε τριάντα διοικήσεις και δέκα υποδιοικήσεις με αντίστοιχες θέσεις διοικητών και υποδιοικητών. Αυτή η διοικητική διαίρεση παρέμεινε σε ισχύ για δώδεκα χρόνια, μέχρι το 1845, οπότε αντικαταστάθηκε από την Διοικητική διαίρεση της Ελλάδας του 1845, η οποία περιλάμβανε μικρές αλλαγές στον αριθμό και στην οριοθέτηση των επαρχιών και των δήμων.
Το 1914, με την εφαρμογή του νόμου «ΔΝΖ της 10.2.1912», «περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων» διαμορφώθηκαν οι δήμοι και οι κοινότητες, οι οποίες αποτελούν σήμερα τους Οργανισμούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.