Οι «φυλές» που σας περιμένουν στις ελληνικές παραλίες

Οι τύποι με τις ρακέτες, τα σύγχρονα καμάκια, οι φασαριόζικες οικογένειες και όλες οι φυλές που απειλούν να μετατρέψουν το μπάνιο μας σε κόλαση.
Οι «φυλές» που σας περιμένουν στις ελληνικές παραλίες
Καλοκαιράκι. Ήλιος, χρυσή άμμος και κρυστάλλινα νερά. Τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο ανάμεσα σε εσάς και τον επίγειο παράδεισο μιας παραλίας. Εκτός ίσως από ένα τάπερ με κεφτεδάκια. Μια μάνα που σκούζει γιατί ο Γιαννάκης δεν πατώνει. Έναν λαδωμένο τύπο που σε κυνηγάει με το νέο CD του Παντελή Παντελίδη. Ένα μπαλάκι που προσγειώνεται από το πουθενά στο κεφάλι σου, προσπαθώντας να σε στείλει στον κανονικό παράδεισο – κι ίσως είναι προτιμότερο, γιατί τελικά ο επίγειος παράδεισος της γαλήνιας παραλίας σου έχει μετατραπεί σε κόλαση, από τις πέντε πιο ενοχλητικές «φυλές» των ελληνικών θαλασσών.

*Οι ρακετάδες

Είναι αυτοί που ανάγκασαν τις αρχές στην Στούπα να απαγορεύσουν τις ρακέτες. Είναι εκείνοι που αντί για βιβλίο, χώνουν στην τσάντα θαλάσσης ένα ζευγάρι ξύλινες ρακέτες και μισή ντουζίνα μπαλάκια, ακόμη κι αν η παραλία δεν έχει σχετικό οριοθετημένο χώρο για παιχνίδι. Είναι αυτοί ακριβώς που σκεπάζουν τον παφλασμό των κυμάτων με το επίμονο τακ-τακ τους, και που θα δεν θα σε ενοχλούσε και τόσο (από ένα σημείο και μετά ο ήχος ενσωματώνεται κατά κάποιο τρόπο με το soundtrack της θάλασσας) αν δεν ήταν τόσο ατζαμήδες που τα επιδέξια καρφιά και τα forehand τους δεν οδηγούσαν το μπαλάκι με μαθηματική ακρίβεια πάνω σου. Κι ούτε συγγνώμες, ούτε τέτοια περιττά: Απλώς απορούν που δεν μπορείς, τεμπέλη, να απλώσεις το χέρι σου να τους επιστρέψεις το μπαλάκι, κι έτσι φτάνει ένας από τους ίδιους τρέχοντας, σηκώνοντας έναν κουρνιαχτό άμμου που σε τυλίγει ζεστά και κατακάθεται στον καφέ σου, το βιβλίο σου και το προσφάτως αλειμμένο αντηλιακό στο σώμα σου. Κι εσύ, που τόσο εκνευρίζεσαι με αυτή τη συμπεριφορά τους, είναι επίσης μαθηματικώς βέβαιο πως σε μία από τις επόμενες επισκέψεις σου σε κάποια παραλία, θα παρασυρθείς από κάποιον φίλο και θα πεις «έλα μωρέ, ας παίξω κι εγώ μια παρτίδα, δεν χάλασε κι ο κόσμος».

*Η αθάνατη ελληνική οικογένεια

Αποτελείται από:
-Την υστερική μάνα που διαθέτει το πιο δυνατό και ανθεκτικό λαρύγγι του κόσμου και έχει αναλάβει τον ρόλο του προστάτη της παραλίας, για κάθε πιθανή συμφορά που μπορεί να λάχει στο καμάρι της: Να πνιγεί γιατί δεν πατώνει (δεν σου ‘πα μέχρι εκεί που είναι ο χοντρός κύριος βρε;), να πνιγεί γιατί πατώνει (τι βουτάς στα ρηχά κακομοίρη μου, θα σπάσεις κανένα κεφάλι), να πνιγεί επειδή έφαγε (τα κεφτεδάκια που μόλις το τάισε από το οχτάκιλο τάπερ), να πνιγεί επειδή δεν έφαγε (θα πέσεις κάτω κακομοίρη μου απ’ την αφαγία, έτσι πετσί και κόκαλο που είσαι, θα σε μαζεύουμε απ’ την άμμο, αχ δε μ’ ακούει αυτό το παιδί), να τσιμπηθεί από τσούχτρα (κανόνισε, δεν θα σε τρέχω στα νοσοκομεία καλοκαιριάτικα), να τον φάει καρχαρίας (την περασμένη εβδομάδα είχε το «Jaws» στο STAR), να πέσει ένας μετεωρίτης και να ξυπνήσει το τέρας του Λοχ Νες που έχει μεταναστεύσει σε θερμότερο κλίμα.
-Τα αξιαγάπητα παιδάκια, που φυσικά δεν υπακούνε σε καμία από τις εντολές της μήτερ φαμίλια, και επιμένουν να τσαλαβουτούν εκεί που κολυμπάς ήρεμος, να φωνάζουν στη μαμά τους «Κοίτα με, κοίτα με, μαμά, κοίτα» για να δει το κατόρθωμα της βουτιάς με κλειστή μύτη, να κρυφοκοιτάζουν με τις μάσκες τους τα μαγιό των τριγύρω λουόμενων, να ουρλιάζουν πως θέλουν λουκουμάδες, να παίζουν με τα ολοκαίνουρια νεροπίστολά τους (ωραία ιδέα, σε ένα μέρος με τόσο λίγο νερό) και να αρνούνται πεισματικά να βάλουν αντηλιακό, να φορέσουν μπρατσάκια και να σταματήσουν να τραβάνε τα μαλλιά της αδερφούλας τους που κλαίει εδώ και σαρανταπέντε λεπτά, ενοχλώντας ακόμη και τους παρακείμενους ρακετάδες.
-Τον αδιάφορο μπαμπά, ο οποίος το μόνο που θέλει είναι η ησυχία του, ώστε να ακούσει τον Βασίλη Καρρά στο ωραιότατο φορητό ραδιόφωνο που έφερε κάτω από την ομπρέλα, την οποία και έστησε μετά από τριαντάλεπτες χριστοπαναγίες.
-Guest star, την γιαγιά, που συνήθως σιγοντάρει την μάνα στις προσταγές προς τα παιδιά, με ωραίες τσιριχτές προσθήκες και ειρωνικά σχόλια προς τον ακαμάτη γαμπρό της ή την αχαΐρευτη νύφη της που αφενός φόρεσε αυτό το πρόστυχο μπικίνι και αφετέρου δεν κάθεται δυο λεπτά να την καλύψει με την μισή παραλία να κάνει το αμμόλουτρό της.

*Οι πλανόδιοι

Κάνουν την δουλειά τους οι άνθρωποι, και κανένα πρόβλημα δεν έχουμε με αυτό – αν φυσικά δεν μας απευθύνουν τον λόγο δίπλα στην ξαπλώστρα μας ανά μισό λεπτό. Αλλά είναι το ότι έχουν γυαλιά ηλίου. Έχουν CD (αλήθεια ποιος αγοράζει πλέον CD, έστω και πειρατικά;). Έχουν λάδι για μασάζ. Έχουν βεντάλιες, ξύλινα ομοιώματα ελεφάντων από τη Ζιμπάμπουε, έχουν ηλεκτροφόρες μυγοσκοτώστρες, πιο-χρήσιμα-δε-γίνεται γκατζετάκια για να περνάς την κλωστή από την τρύπα μιας βελόνας, κι έχουν κι ένα άι-φον πέντε στις ζελατίνες του σε τιμή ευκαιρίας. Και πάντα μα πάντα φορούν παντελόνια και μακρυμάνικα κουβαλώντας όλα τα παραπάνω κάτω από τους σαρανταπέντε βαθμούς της παραλίας. Κι ίσως αυτό είναι το πιο εκνευριστικό απ’ όλα: Πώς στο καλό το καταφέρνουν, κι εσύ ιδρώνεις απλώς ανοίγοντας το καπάκι του αντηλιακού;

*Τα καμάκια

Ζουν και περιφέρονται ακόμη ανάμεσά μας. Εξακολουθούν να ενστερνίζονται τις αρχές του ‘80s kamaki, αλλά έχουν πάρει πιο μοντέρνα μορφή: Φορούν μπλούζες με V, είναι πλήρως αποτριχωμένοι, γυμνασμένοι μέχρι ο δικέφαλος να πει «έλεος», λαδωμένοι από το κότσι ως τα αφτιά, και με φωσφορίζοντα μαγιό, φωσφορίζοντα παπούτσια Nike ή φωσφορίζουσες σαγιονάρες και τις ατάκες του Κλαρινογαμπρού έτοιμες και οπλισμένες στο πίσω μέρος του ουρανίσκου. Φυσικά, έρχονται σε σμήνη, και φροντίζουν να κυνηγούν με το ψαροντούφεκο αιθέριες υπάρξεις για να τους επιδείξουν το τελευταίο τους τατουάζ και να μιλήσουν μεγαλόφωνα για την συλλογή τους με τα μοκασίνια.

*Οι εχθροί του καλού του γλάρου

Εκείνου του γλάρου που μας προέτρεπε στην ΕΡΤ (θεός σχωρέσ’την) να μην πετάμε πλαστικά και σκουπίδια σε θάλασσες και ακτές. ΕΡΤ δεν υπάρχει πια, κι έτσι ανενόχλητοι, χωρίς καμία απειλή προς την συνείδησή τους που έχει ήδη βρει μια σκιά για την μεσημεριανή της σιέστα, καπνίζουν σβήνοντας τα τσιγάρα τους στην άμμο με έντονη την φαντασίωση πως βρίσκονται σε ένα γιγάντιο τασάκι, αφήνουν ποτηράκια του καφέ, μπουκαλάκια νερό που τι-να-το-κάνουν-τώρα-που-μόνο-για-ξύρισμα-κάνει, κουτάκια μπύρας γιατί «έτσι μας αρέσει», και ξεχνούν κατά λάθος πλαστικές σακούλες που ο αέρας τις παίρνει προς τη θάλασσα, εκεί που πριν λίγο είχαν κάνει το ψιλό τους. Και φεύγουν, αφήνοντας τους υπόλοιπους να ελπίζουν πως, τουλάχιστον, θα το ‘βρουν στο αλάτι.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v