Ζευγάρια που πάνε για… το Χρυσό

Έχουν ήδη συμπληρώσει τουλάχιστον τριάντα χρόνια γάμου. Είναι δυνατόν να παραμένουν αγαπημένα όπως τον πρώτο καιρό; Τέσσερα -σπάνια για την εποχή- ζευγάρια αποκαλύπτουν στο In2life το μυστικό του επιτυχημένου γάμου.
Ζευγάρια που πάνε για… το Χρυσό
της Έλενας Μπούλια

Μιλήσαμε για τους λόγους που, σύμφωνα με αποτελέσματα επιστημονικών πειραμάτων, μπορούν να οδηγήσουν κάποιον στην απόφαση να παντρευτεί –ή όχι. Αναλύσαμε μετά τις απαντήσεις ευτυχισμένων ζευγαριών του εξωτερικού στο ερώτημα τι τους κάνει ευτυχισμένους. Απευθυνθήκαμε σε τρεις σύμβουλους γάμου, προκειμένου να μας αποκαλύψουν την δική τους άποψη: Γιατί χωρίζουν τόσα πολλά ζευγάρια σήμερα και πόσο εύκολο είναι να διατηρηθεί μία μακροχρόνια σχέση; Και αφού τελικά πειστήκαμε πως ένας επιτυχημένος, πολυετής γάμος είναι μεν σπάνιο φαινόμενο αλλά όταν συμβεί δημιουργεί τις προϋποθέσεις για οικογενειακή ευτυχία, προχωρήσαμε ένα βήμα παραπέρα.

Μιλήσαμε με τέσσερα «σπάνια» ζευγάρια. Τέσσερα ανδρόγυνα που, κρίνοντας από αυτά που μας αποκάλυψαν τουλάχιστον, έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον τριάντα χρόνια ευτυχισμένης συμβίωσης, έχουν δημιουργήσει αγαπημένες οικογένειες και οδεύουν -περήφανα συμπληρώνουμε εμείς- προς το Χρυσό Μετάλλιο, όπως αρέσκονται να ονομάζουν οι δυτικοευρωπαίοι την επέτειο των πενήντα χρόνων γάμου.

Και αφού μάθαμε πώς γνωρίστηκαν, τι ερωτεύτηκαν ο ένας στον άλλον, αλλά και τι τους εκνευρίζει στην κοινή τους ζωή, ζητήσαμε να μας αποκαλύψουν το… μυστικό της επιτυχίας τους! Για να μαθαίνουν οι νεώτεροι και να θυμούνται οι μεγαλύτεροι που ίσως να μην τα κατάφεραν εξίσου καλά. Οι απαντήσεις τους συνέβαλλαν σε ένα από τα πιο τρυφερά ρεπορτάζ που έχετε διαβάσει μέχρι σήμερα στο In2life.

Στέφανος Ληναίος – Έλλη Φωτίου: «Αμοιβαίες υποχωρήσεις, αλληλοσυμπλήρωση και έλλειψη ανταγωνισμού»
Όλοι γνωρίζουμε το αγαπημένο κινηματογραφικό και θεατρικό ζευγάρι με την κοινή πορεία των σαράντα επτά περίπου χρόνων. Αυτό που δεν γνωρίζαμε, όμως, μέχρι να τους μιλήσουμε τουλάχιστον, είναι το «μυστικό της επιτυχίας» τους. Τους λόγους που τους κράτησαν όλα αυτά τα χρόνια μαζί, παρά τις όποιες τριβές μπορεί να επιφέρει η κοινή επαγγελματική πορεία και ο, συνηθισμένος για πολλούς, ανταγωνισμός ειδικά ανάμεσα σε ένα διάσημο ζευγάρι. Τους συνάντησα ένα απόγευμα στο διαμέρισμά τους, στο Παγκράτι, και, αφού εξεπλάγην με το πόσο φρέσκοι και δραστήριοι δείχνουν, παρά τα 82 χρόνια του κ. Ληναίου και τα 70 της κ. Φωτίου, είχαμε μία απολαυστική συζήτηση σχεδόν επί παντός επιστητού.

Ο κ. Ληναίος και η κ. Φωτίου γνωρίστηκαν το 1957 -είναι μακρινοί συγγενείς αλλά δεν γνωριζόντουσαν- και όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο κ. Ληναίος, «Μόλις την είδα, αμέσως έπαθα αυτό το «coup de foudre» που λέμε (κεραυνοβόλος έρωτας), καθώς ήταν αυτό που ζητούσα. Και η Έλλη βρήκε σε εμένα αυτό που ζητούσε, δηλαδή έναν άνθρωπο να φτιάξει τη ζωής της. Ήταν πολύ μικρή, όμως, μόλις 17 ετών.» Μετά πέρασαν μερικά χρόνια μέχρι να γνωριστούν και, αφού είδαν ότι τα πάνε καλά, το 1963 παντρεύτηκαν και έκαναν δύο παιδιά. «Δεν ξέρω ποιος οφείλει περισσότερα, εγώ στην Έλλη ή η Έλλη σε εμένα, γιατί φτιάξαμε ένα ζευγάρι που και στον κινηματογράφο, και στο θέατρο, και στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο κάναμε κάποια σημαντικά πράγματα», λέει ο κ. Ληναίος.

Δεν ήταν, όμως, στρωμένη με ροδοπέταλα η πορεία τους. Η δικτατορία τους τσάκισε, όπως χαρακτηριστικά λέει ο κ. Ληναίος, ο οποίος είχε τοποθετηθεί τότε κοινωνικο-πολιτικά, οπότε χρειάστηκε να δραπετεύσουν μαζί στο εξωτερικό, στο Λονδίνο, για να εργαστούν και να επιστρέψουν όταν τα πράγματα θα ησύχαζαν. Και έτσι έκαναν. «Εκεί βρήκαμε δουλειά, γυρίσαμε όλη την Αγγλία παρουσιάζοντας ένα ρεσιτάλ ποίησης και παρουσιάζοντάς το σε πανεπιστήμια της Αγγλίας, ενώ παράλληλα κάναμε εκπομπές για το BBC», συνεχίζει. Ρωτάω την κ. Φωτίου αν ήταν και για εκείνη κεραυνοβόλος έρωτας η πρώτη τους γνωριμία. Μου λέει πως όχι, «απόδειξη πως όταν επέστρεψα σπίτι μου, μετά την πρώτη μας συνάντηση, η μητέρα μου με ρώτησε ‘πώς σου φάνηκε παιδί μου αυτός ο συγγενής μας, του Μυτιληναίου ο γιος;’ και της απάντησα ‘άσχημος είναι βρε μαμά!’». Μου εξηγεί μετά, ότι ο κ. Ληναίος είχε μόλις επιστρέψει από μία θερινή περιοδεία και ήταν μαύρος από τον ήλιο, «ξερακιανός», όπως συμπληρώνει η κ. Φωτίου.

Μου περιγράφει πώς ακριβώς γνωρίστηκαν: «Ανέβαινα τις σκάλες του θεάτρου Μουσούρη. Βλέπω έναν κύριο και ζητάω τον κ. Ληναίο. Μου λέει ‘ο ίδιος’. Του λέω ‘είμαι η Τριγωνοπούλου’ (το πατρικό της). Με βλέπει και μένει –σαν γυναίκα το αισθάνθηκα. Με κοιτάζει και κάνει δευτερόλεπτα να μιλήσει. Και λέω ‘ωχ, κάτι έπαθε’.» Είχε πάθει, όπως επιβεβαιώνει ο κ. Ληναίος: «Εγώ είχα ερωτευτεί το ζευγάρι Λόρενς Ολίβιε και Βίβιαν Λι. Αυτό έψαχνα στην ζωή μου. Δεν είχα πολλούς δεσμούς, αλλά σαν άνδρας είχα γνωρίσει κάποιες γυναίκες. Έψαχνα να βρω αυτό το πρόσωπο. Όταν την πρωτοείδα ήταν ακριβώς αυτό: Ένα ροδαλό, με μεγάλα μάτια, ένα φωτεινό, και με μία αλογοουρίτσα… και ένα κόκκινο πουλόβερ. Έμεινα. Όμως δε μπορούσα να 'παίξω' όπως ήθελα, λόγω του ότι είμαστε μακρινοί συγγενείς. Έναν χρόνο έκανα υπομονή. Ερχόταν, την έβλεπα, της μίλαγα, της έκανα πρόβες… ήσυχα. Κάποια στιγμή, όμως, φοβήθηκα ότι κάποιος θα μου την φάει (γελάει) και πήγα εντελώς αστικά στον πατέρα της και λέω ‘ζητάω το χέρι της κόρης σας’.»

Τι ήταν, όμως, αυτό που κέρδισε με τον καιρό την κ. Φωτίου στον κ. Ληναίο; «Είχε μία πνευματικότητα που δεν την είχα εγώ, μία σοβαρότητα που δεν την έβρισκα αλλού. Ήμουν και εγώ έτσι από μικρό παιδί, σεμνή, σοβαρή και βρήκα έναν άνθρωπο να με εμπνέει –δεν ήταν, ξέρεις, αυτό το τρελό, το νεανικό… Βρήκα αυτά τα πράγματα στον Στέφανο και τον εμπιστεύτηκα αμέσως. Ήταν μία όαση. Ήταν για εμένα κάτι πρωτόγνωρο. Είχε όλα αυτά τα πράγματα που με συγκινούν σε έναν άνθρωπο», απαντά τρυφερά και του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο.

Τους ρωτάω ποια είναι μέχρι σήμερα η πιο συγκινητική στιγμή τους. Κάτι που έχει κάνει ο ένας για τον άλλον και το θυμούνται πάντα με πολύ μεγάλη τρυφερότητα. Ο κ. Ληναίος παίρνει αμέσως τον λόγο. «Η Έλλη έκανε θυσίες για εμένα. Έχει θυσιάσει την καριέρα της. Όταν το 1967 έγινε η δικτατορία θα μπορούσε να μου πει ‘λυπάμαι, εγώ θα ακολουθήσω την καριέρα μου, δεν χρωστάω τίποτα να πληρώσω τις δικές σου πολιτικές αμαρτίες. Φεύγω.’ Κι όμως, με αγάπαγε τόσο πολύ που όχι μόνο τις δέχτηκε αλλά έφυγε μόνη της, πήγε αρχικά στο Παρίσι, είδε πώς είναι κατάσταση, ετοίμασε όλο το πεδίο εκεί και γύρισε για να με πάρει. Ήταν στη μεγάλη δόξα της και τα θυσίασε όλα, τα τίναξε όλα στον αέρα και με ακολούθησε. Αυτό για εμένα είναι ό,τι σημαντικότερο –πέρα από πολλά άλλα, όπως τα δύο παιδιά που μου έκανε. Κάθε φορά που ένας άνδρας έχει κάποιον κίνδυνο να απατήσει την γυναίκα του είναι πολλά που τον σταματάνε. Εγώ πάντα έλεγα, ‘πώς μπορώ να προδώσω έναν άνθρωπο που θυσίασε την ζωή του για εμένα;’ Για να καταλάβεις την θυσία, από τότε δεν ξανάπαιξε ποτέ στον κινηματογράφο. Αυτό το πλάσμα που ήταν γεννημένο για τον κινηματογράφο.»

Συμπληρώνει, ωστόσο, η κ. Φωτίου: «Ναι, αλλά στα καθημερινά δεν είμαστε οι άνθρωποι που κάνουν δώρα και δημόσιες εμφανίσεις κ.λ.π. Το μόνο που κάναμε μαζί σαν ‘δώρο’ ο ένας στον άλλον είναι δύο πολύ καλά παιδιά. Και αυτό μου φτάνει. Δεν θέλω τίποτα άλλο. Να είμαστε καλά και ψυχικά και σωματικά. Τίποτε άλλο δεν θέλω

Κάπου εδώ συζητάμε για το πόσο έχουν αλλάξει σήμερα οι γυναίκες, για το πόσο πιο δυναμικές και ανεξάρτητες είναι. «Να γιατί ο υπερβολικός φεμινισμός κάνει κακό. Αυτό το unisex κάνει κακό. Οι γυναίκες είστε ό,τι πολυτιμότερο έχει φτιάξει ο Θεός για να συμπληρώνει τον άνδρα. Και ο άνδρας ό,τι σπουδαιότερο για να συμπληρώνει την γυναίκα. Είναι λάθος που χάνετε την θηλυκότητά σας», λέει ο κ. Ληναίος.

Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάτι που κάνει ο ένας και εκνευρίζει τον άλλον, κάποιο «μειονέκτημα» στην σχέση τους. Οι απαντήσεις τους θα έκαναν έναν σύμβουλο γάμου να γελάσει. Ο κ. Ληναίος μου λέει πόσο επίμονα φροντίζει η κ. Φωτίου την εμφάνισή του και πόσο υπερπροστατευτική είναι με τους ανθρώπους που αγαπά. Εκείνη, με την σειρά της, «κατηγορεί» την υπερβολική του ειλικρίνεια: «Του λέω ‘κρύψου λίγο ρε παιδάκι μου’. Είναι κάθετος στις απόψεις του, επειδή ξέρει και πιστεύει ότι αυτό που θα πει είναι σωστό. Του λέω ‘κάνε και λίγο στην άκρη’ –είναι τόσο ειλικρινής γιατί είναι αγνός, είναι ιδεολόγος…» και συμπληρώνει ότι συχνά την τρελαίνει ο «έρωτάς του με το computer –είναι συνέχεια εκεί!».

Τους εξηγώ ότι αυτοί δεν είναι σοβαροί λόγοι για να εκνευριστεί κανείς, οπότε ο κ. Ληναίος διευκρινίζει ότι είχαν και πιο έντονες στιγμές: «Πέρασα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να την καταλάβω. Η Έλλη με συμπληρώνει και την συμπληρώνω. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε καμία σχέση. Όχι επειδή εγώ είμαι Λέων και εκείνη είναι Ζυγός, αλλά κάποια πράγματα που μου έλεγε παλιά ήταν κόντρα στις τότε πεποιθήσεις μου και στην συμπεριφορά μου. Και κλώτσαγα ενώ μέσα μου έβλεπα ότι αυτό που λέει είναι το σωστό. Μία, δύο, τρεις… το κατάλαβα. Και είδα ότι αυτή η γυναίκα με συμπληρώνει. Πέρασε καιρός για να καταλάβω ότι η Έλλη με βοηθάει να μην σπαταλιέμαι

Παίρνω το θάρρος να ρωτήσω κατά πόσο μπορεί να υπάρχει σεξουαλική ζωή μετά από πολλά χρόνια γάμου. Ο κ. Ληναίος παίρνει και πάλι τον λόγο. «Η Έλλη ανήκει στις γυναίκες που διαιωνίζουν το είδος. Όταν αποκτήσαμε την Μαργαρίτα ήξερε ότι πρέπει να κάνουμε ένα ακόμα παιδί. Η μάνα, αυτή η γη… Αργότερα όλα αυτά πηγαίνουν σε δεύτερη μοίρα.» Μου λέει, όμως, τι αξία έχουν γι’αυτούς άλλα πράγματα, «εγώ δε μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ αν δεν είναι δίπλα μου η Έλλη. Επιπλέον, δε μπορώ να την απατήσω. Γίνεται μεταβίβαση σκέψεως. Όπως έλεγε και ένα ζευγάρι φίλων μας, δε μιλάμε πολύ γιατί την ώρα που πάω να πω κάτι το έχει ήδη σκεφτεί ο άλλος.»

Ποιο είναι, λοιπόν, το μυστικό της επιτυχίας αυτού του αξιοθαύμαστα αγαπημένου ζευγαριού; Και οι δύο συμφωνούν πως δεν υπάρχουν κανόνες. Από την πορεία της ζωής τους, όμως, έχουν καταλάβει κάποια πράγματα: «Πρώτον, χρειάζονται αμοιβαίες υποχωρήσεις, όχι συνειδησιακές –δηλαδή, όταν ένα ζευγάρι σκοτώνεται πρέπει να χωρίσει. Αλλά από την ώρα που κάποια πράγματα παλαντζάρουν πρέπει να υπάρχουν υποχωρήσεις. Δεύτερον, πρέπει συμπληρώνει ο ένας τον άλλον. Τρίτον, πρέπει να υπάρχουν κάποια κοινά σημεία, όχι όλα, αλλά κάποια βασικά, π.χ. εμείς είμαστε χαμηλών τόνων και οι δύο, δεν είμαστε ξενύχτηδες, δεν είμαστε σπάταλοι, δεν μας ενδιαφέρει το έξω, δεν μας ενδιαφέρει η επίδειξη. Και να μην υπάρχει ανταγωνισμός», συμπληρώνει η κ. Φωτίου.

Η κουβέντα μας τελειώνει συζητώντας σε ποιο σημείο, από τα παραπάνω, κάνουν λάθος πολλά νέα ζευγάρια και καταλήγουν να χωρίσουν. Ο κ. Ληναίος είναι της άποψης ότι η κατάσταση «είναι αποτέλεσμα του καταναλωτικού αμοραλισμού της εποχής. Επιπλέον, οι γυναίκες έχουν γίνει ισότιμες με τον άνδρα πια και έτσι αρχίζουν και νιώθουν λίγο άνδρες. Δεν δέχονται να υποταχθούν –όμως δεν χρειάζεται να υποταχθούν. Σήμερα υπάρχουν αμοιβαίες ζήλιες, το ζευγάρι έχει τους ίδιους πειρασμούς». Η κ. Φωτίου συμπληρώνει πως «έχει να κάνει και με το πώς μεγαλώνει ένα παιδί στο σπίτι του, τι σοφία παίρνει από τους γονείς του». Εξηγεί: «η διάβρωση της οικογένειας οδηγεί σε παιδιά που με την σειρά τους δεν μπορούν να κάνουν οικογένεια. Εμείς είμαστε συνέχεια μαζί με τα παιδιά, ακόμα και τώρα που μεγάλωσαν. Πάντα τρώγαμε μαζί τα μεσημέρια, ακόμα και όταν είχαμε δύο παραστάσεις τα σαββατοκύριακα». Δεν θέλουν, όμως, να είναι απαισιόδοξοι. «Υπάρχουν και αγαπημένα ζευγάρια, αλλά δεν φαίνονται. Εγώ πιστεύω πολύ στα νιάτα» λέει ο κ. Ληναίος.

Γιάννης και Τερέζα Κουρεμένου: «Το μυστικό είναι η πραγματική αγάπη»
Μεταξύ αγγλικών και ελληνικών κινήθηκε η κουβέντα μας με αυτό το αγαπημένο ζευγάρι, ιδιοκτήτες ξενοδοχείου σήμερα και παντρεμένοι εδώ και τριάντα τέσσερα συναπτά έτη, καθώς η κ. Κουρεμένου είναι Αγγλίδα. Η γνωριμία τους; Κινηματογραφική… Εκείνος ναυτικός σε κρουαζιερόπλοιο που εκτελούσε ταξίδια στον Ατλαντικό, εκείνη υπάλληλος στο εμπορικό τμήμα του καραβιού και δέκα χρόνια μικρότερή του. Μου δείχνουν φωτογραφίες τους. Εκείνος, με το στιλ του teddy boy της εποχής, θα μπορούσε να είναι μέλος των Beatles και εκείνη μοντέλο –τουλάχιστον. Συζητάμε για την πρώτη τους συνάντηση. «Όταν πρωτογνώρισα την Τερέζα ήμουν σίγουρος ότι είχα βρει την γυναίκα της ζωής μου. Κάτι που μου επιβεβαιώθηκε με τα χρόνια και τώρα έχω το πρόβλημα ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν!», λέει γελώντας ο κ. Κουρεμένος.

Η κ. Κουρεμένου, ωστόσο, έχει άλλα να θυμηθεί: «Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα μπορούσα να περάσω την ζωή μου με τον Γιάννη. Ωστόσο, μετά από οκτώ μήνες που ήμασταν συνέχεια μαζί, χρειάστηκε για μεγάλο διάστημα να χωριστούμε –όταν ο καθένας επέστρεψε στην χώρα του- και τότε ήταν που κατάλαβα πως αυτός είναι ‘the one’», όπως λέει χαρακτηριστικά. Την ρωτώ τι την κέρδισε σε αυτόν και απαντά ότι ερωτεύτηκε τον χαρακτήρα του: «Ήταν γοητευτικός, είχε αυτοπεποίθηση και ήταν ευχάριστος. Με έκανε να νιώθω ξεχωριστή και ασφαλής μαζί του». Ο κ. Κουρεμένος, από την πλευρά του ‘εξυμνεί’ την ειλικρίνεια της γυναίκας του και προσθέτει «δεν έχει απαιτήσεις και το κυριότερο είναι ότι δεν με κουράζει».

Συζητάμε για τον γάμο τους, ο οποίος έλαβε χώρα στην Αγγλία και ο κ. Κουρεμένος μου αποκαλύπτει ότι ήταν η πιο συγκινητική στιγμή της ζωής του γιατί την ημέρα του γάμου του ήταν μόνος. Δεν είχε καταφέρει κανείς συγγενής ή φίλος του να βρεθεί εκεί. Κάπου εκεί η κ. Κουρεμένου αναφέρει την δική της πιο συγκινητική στιγμή στην πορεία της σχέσης τους: «Είχα κάνει κάποιες εξετάσεις, οι οποίες έδειξαν ότι ήταν πιθανό να έχω όγκο στα κόκαλα και έτσι χρειάστηκε να κάνω σπινθηρογράφημα. Ήμουν τόσο τρομαγμένη. Τότε ανέλαβε τα πάντα ο Γιάννης. Έκλεισε ραντεβού στην κλινική, ήταν τρυφερός μαζί μου όλη την ημέρα και προσπάθησε να με κάνει να νιώθω αυτοπεποίθηση. Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι, και αφού οι εξετάσεις ήταν εντελώς καθαρές, κατέρρευσε. Μου είπε ότι κάποιες στιγμές ένιωσε πως χάνει τον κόσμο και πως δεν ήξερε τι θα έκανε αν με έχανε. Όλη μέρα έδειχνε σίγουρος και ψύχραιμος, αλλά τελικά ήταν πιο τρομαγμένος από εμένα. Αυτό δεν το ξεχνώ ποτέ.»

Περιττεύει να μακρολογήσω για το γεγονός ότι ενθυμούμενος αυτό το περιστατικό ο κ. Κουρεμένος βουρκώνει ξανά. Για να αλλάξω, λοιπόν, κλίμα τους ρωτώ αν υπάρχει κάτι που τους εκνευρίζει στον άλλον. Ο κ. Κουρεμένος, επηρεασμένος ίσως από το προηγούμενο θέμα, μου εξηγεί πως «μετά από τόσα χρόνια συμβίωσης η Τερέζα ξέρει τι με ενοχλεί, οπότε δεν το κάνει». Η κ. Κουρεμένου, ωστόσο, έχει άλλη άποψη: «Συχνά είναι ξεροκέφαλος και αντιμετωπίζει διάφορα οικογενειακά προβλήματα με λιγότερο τακτ από όσο θα έπρεπε». Κάπου εκεί μου μιλούν για τις δύο κόρες τους, 22 και 24 ετών αντίστοιχα, και για το πόσο αυστηρός είναι ο μπαμπάς της οικογένειας με τα κορίτσια, ακόμα και τώρα.

Τους βλέπω τόσο τρυφερούς μεταξύ τους που δεν διστάζω να ρωτήσω, διακριτικά πάντα, για την σεξουαλική τους ζωή μετά από τόσα χρόνια γάμου. Μου απαντούν ομόφωνα με ένα «ναι», οπότε δεν επιμένω και κλείνω την συζήτηση ζητώντας τους να μου αποκαλύψουν το «μυστικό της επιτυχίας τους». Για άλλη μία φορά συμφωνούν: Πραγματική αγάπη. Η κ. Κουρεμένου εξηγεί: «Όταν το πάθος των πρώτων χρόνων καταλαγιάσει, τότε φαίνεται αν υπάρχει πραγματική αγάπη. Αν δεν υπάρχει, τότε ‘πεθαίνει’ και ο γάμος.» Πώς μεταφράζουν, όμως, εκείνοι την πραγματική αγάπη; «Να δίνεις στον άλλον τα πάντα, χωρίς περιορισμούς. Και να είσαι ευχαριστημένος απλά και μόνο όταν τον έχεις δίπλα σου» απαντά η κ. Κουρεμένου, ενώ ο σύζυγός της συμπληρώνει «και να υπάρχει κατανόηση».

Στάθης και Νίκη Κούτρα: «Μεταξύ επιθυμητού και δέοντος γενέσθαι σημειώσατε Χ»
Ο κύριος και η κυρία Κούτρα με υποδέχονται φιλόξενα στο σπίτι τους όλο χαμόγελο και χαρά. Μου αφηγούνται την κοινή τους πορεία ξεκινώντας από την πρωτότυπη γνωριμία τους, τριάντα πέντε χρόνια πριν, μέσω μιας λανθασμένης τηλεφωνικής κλήσης. Μου αποκαλύπτουν δε ότι η μεγάλη διαφορά ηλικίας -έντεκα χρόνων- μεταξύ τους, τους έκανε να πιστέψουν πως επρόκειτο για μία απλή γνωριμία. Η κ. Κούτρα, άλλωστε, ήταν ακόμα μαθήτρια. Η γνωριμία εξελίχθηκε σε φιλία και μετά από τρία περίπου χρόνια «οδηγηθήκαμε στο συνήθη τόπο του ‘εγκλήματος’, την εκκλησία», λέει γελώντας ο κ. Κούτρας.

Η σχέση τους εξελίχθηκε ομαλά και στηρίχθηκε, όπως λένε, στην ειλικρίνεια, στην διακριτικότητα και στο… ερωτικό στοιχείο. Δράττομαι της ευκαιρίας και ρωτώ κατά πόσο παραμένει στην ερωτική τους ζωή η ίδια θέρμη. «Και βέβαια. Μεταξύ επιθυμητού και δέοντος γενέσθαι σημειώσατε Χ» απαντά ο κ. Κούτρας και τους πιάνουν γέλια.

Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε να ταράξει αυτά τα χαρούμενα πρόσωπα στην μεταξύ τους σχέση. Τον λόγο παίρνει πάλι ο κ. Κούτρας: «Σημείο μόνιμης τριβής μας είναι η λανθασμένη διαχείριση χρόνου προετοιμασίας της Νίκης όταν πρόκειται να βγούμε. Αδυνατεί, επιπλέον, να υπολογίσει πόσο μακριά είναι το μέρος που θα πάμε και καταλήγουμε να καθυστερούμε πάντα στις κοινωνικές μας υποχρεώσεις». «Εδώ συγκρούονται ο αυθορμητισμός του Κριού με την τελειομανία του Λέοντα», συμπληρώνει γελώντας εκείνη.

Όταν πια ολοκληρώσουμε την ζωδιακή ανάλυση, επιστρέφω στον αρχικό λόγο της επίσκεψής μου: Το μυστικό της επιτυχίας τους. Η άποψή τους είναι ομόφωνη: «Δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές και μυστικά. Συνιστώσες υπάρχουν ανάλογα με τον χαρακτήρα, τις απαιτήσεις, τις προσδοκίες και την στάση ζωής κάθε ζευγαριού. Στη δική μας περίπτωση, η ποιότητα και η αντοχή του γάμου μας έχει να κάνει με τον αλληλοσεβασμό, τη συναντίληψη και κυρίως την αλληλοστήριξη στις δυσκολίες που μοιραία προκύπτουν στο ταξίδι της ζωής μας.»

Βασίλης και Μάχη Κοντούλη: «Ένα ‘σπιτικό’ για να κρατήσει πρέπει να είναι οίκος αντοχής και… ανοχής»
Έχοντας γνωρίσει τα πολύ γλυκά και τρυφερά ζευγάρια παραπάνω, σειρά είχαν οι… αποθεωτικοί κύριος και κυρία Κοντούλη. Πιο σοβαρή και ολιγόλογη εκείνη, χειμαρρώδης και χιουμορίστας εκείνος, ήταν δύσκολο να σταματήσω να γελάω ήδη από την αρχή της κουβέντας μας. Αρκεί μόνο να σας περιγράψω πώς απάντησαν στην ερώτηση «Πώς γνωριστήκατε» πριν σαράντα ένα χρόνια: Η κ. Μάχη παίρνει τον λόγο να πει ότι γνωρίστηκαν στην γειτονιά, γιατί έμεναν κοντά. Ο κ. Βασίλης είναι πολύ πιο περιγραφικός και την συμπληρώνει λέγοντας: «Στο Πολύγονο. Κατοικούσε στην άλλη όχθη του ρέματος που διέσχιζε την γειτονιά μας. Έπρεπε να περάσω απέναντι και… τα κατάφερα!»

Μου μιλούν για το πρώτο τους ραντεβού. Και στην δική τους περίπτωση ο κ. Κοντούλης ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά, ενώ η σύζυγος χρειάστηκε τον χρόνο της. «Πρωτοείδα ένα πολύ νέο, όμορφο και σοβαρό -έτσι μου φάνηκε- κορίτσι. Την πήγα σινεμά σε ένα κουλτουριάρικο έργο για να την εντυπωσιάσω», μου λέει γελώντας. «Τώρα έχω πειστεί πως δεν πρόκειται να βρω κάτι καλύτερο και αυτό με απελπίζει αφάνταστα!», γέλια πάλι. Τον ρωτάω, λοιπόν, τι ερωτεύτηκε στην κ. Μάχη. «Πού να ξέρω; Δεν λένε πως ο έρωτας είναι τυφλός; Ελπίζω να… αναβλέψω στα πενηντάχρονά μας και να το ξεκαθαρίσω.»

Και φτάνουμε στην στιγμή του γάμου τους, το 1974, την οποία ο κ. Κοντούλης ορίζει ως την πιο συγκινητική στην κοινή τους ζωή. «Μόλις είχε γίνει επιστράτευση. Έχουν φύγει για τον στρατό κουμπάρος, φωτογράφος, ζαχαροπλάστης, ψάλτης. Και είμαι μόνο εγώ εκεί με εκατό γυναίκες που κλαίνε –όχι για εμένα, όπως νόμιζα, αλλά για τους επιστρατευμένους άνδρες τους!». Η κ. Μάχη, πιο σοβαρή, θυμάται με συγκίνηση την φροντίδα που της προσέφερε ο σύζυγός της τον τελευταίο χρόνο, σε ένα πρόβλημα που αντιμετώπισε.

Αποφασίζω να τους… σοβαρέψω, οπότε τους ρωτώ για τα μελανά σημεία της σχέσης τους. Ο κ. Κοντούλης παίρνει και πάλι τον λόγο και ξεκινά να εξηγεί ότι τον ενοχλεί που η σύζυγός του μαντεύει κάθε του επιθυμία, που δεν μπορεί να την πιάσει αδιάβαστη σε κάτι, και όχι το ότι γίνεται πάντα το δικό της, αλλά ότι φαίνεται σα να είναι δική του επιθυμία. Η κ. Κοντούλη γελά, μετά σοβαρεύεται και μου λέει «εμένα με ενοχλεί που είναι πολύ αγχώδης!» Άλλο ένα ζευγάρι χωρίς προβλήματα, σκέφτομαι, και συμπεραίνω πως εξίσου α-προβληματική είναι και η ερωτική τους ζωή. Δεν κάνω λάθος. Ωστόσο, ο κ. Κοντούλης βρίσκει μία ακόμα ευκαιρία για χιούμορ. «Στα 35 χρόνια ‘δουλειάς’ παίρνω σύνταξη; Ή πρέπει να πάω στα… 40;» με ρωτά με επίπλαστη αγωνία.

Τελικά, μόνο η τελευταία μου ερώτηση καταφέρνει κάπως να τους σοβαρέψει. Αφού πρώτα συζητάμε για τους δύο γιους τους και τις ανθρώπινες σχέσεις σήμερα, τους ρωτώ ποιο είναι τελικά το δικό τους μυστικό της επιτυχίας –εκτός του χιούμορ, σκέφτομαι. Η κ. Μάχη μου μιλά για αμοιβαίες υποχωρήσεις και την ικανότητα να στηρίζεις τον σύντροφό σου στα δύσκολα. Ο κ. Κοντούλης συμφωνεί και προσθέτει «πιστεύω πως ένα ‘σπιτικό’ για να κρατήσει χρειάζεται να είναι οίκος αντοχής και… ανοχής. Με αμοιβαία κατανόηση, χιούμορ και υποχωρήσεις και από τα δύο… συμβαλλόμενα μέρη».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v