Παζάρια στην Αθήνα: Αφήστε τις προκαταλήψεις στον πάγκο

Πολύχρωμα, πολύβουα, διασκεδαστικά, για κάποιους. Βρώμικα, αντιαισθητικά, ημι-παράνομα για άλλους. Ενδιαφέροντα ανθρωπολογικά case studies, σε κάθε περίπτωση. Βολτάρουμε στα κυριακάτικα παζάρια της Αθήνας και σας προκαλούμε να διαλέξετε στρατόπεδο.
Παζάρια στην Αθήνα: Αφήστε τις προκαταλήψεις στον πάγκο
Κείμενο: Ηρώ Κουνάδη
Φωτογραφίες: Μαιρηλία Καλαϊτζίδου


Γοητεύουν, γιατί έχουν κάτι ανατολίτικο στον αέρα: μυρωδιά μπαχαρικών, ανακατεμένη με τσίκνα από τα λουκάνικα που ψήνονται σε αυτοσχέδιες σχάρες, ημίφως από τις τέντες που κρύβουν τον ήλιο, μικροπωλητές και «πελάτες» από κάθε γωνιά του πλανήτη. Διχάζουν, γιατί θίγουν τα συμφέροντα των εμπορικών συλλόγων –που κρατούν το θέσφατο της Κυριακής με νύχια και με δόντια– αλλά και γιατί ό,τι για κάποιους είναι εξωτικό –βλέπε ανατολίτικο– για κάποιους άλλους είναι βρώμικο ή/και τριτοκοσμικό –δεν τα λέμε εμείς, ο Εμπορικός Σύλλογος Πειραιά τα λέει.

Όπως και αν έχει, μία βόλτα στα κυριακάτικα παζάρια της Αθήνας αποκαλύπτει μια ολόκληρη πτυχή της πόλης που πολλοί αγνοούν, ακριβώς γιατί συχνά κρύβεται κάτω από το χαλί. Με την εξαίρεση, ίσως, του «καθαρού», τουριστικού πλέον Γιουσουρούμ στο Μοναστηράκι, που έχει ολίγο από παριζιάνικο glam, τα υπόλοιπα μπορεί να τα βρεις πολύχρωμα, ζωντανά, πολυπολιτισμικά, ενδιαφέροντα ανθρωπολογικά case studies, ή βρώμικα, αντιαισθητικά, αναχρονιστικά άντρα του υποκόσμου που θέλεις να ξεχάσεις ότι ζει και κινείται δίπλα σου. Εξαρτάται πώς θα τα κοιτάξεις.

«Γιουσουρούμ» στην Πλατεία Αβησσυνίας
 

Ίσως το γνωστότερο, σίγουρα το παλαιότερο, και τελευταία το πλέον τουριστικό. Το παζάρι στην Πλατεία Αβησσυνίας, στο Μοναστηράκι, στήνεται κάθε Κυριακή στις 9.00 το πρωί έξω από τα παλαιοπωλεία και τις αντικερί της πλατείας, από τότε που ο μέσος Αθηναίος θυμάται τον εαυτό του. Στους πάγκους του, πορσελάνες συναντούν υαλοδημιουργίες και μπρούτζινες οικοσκευές, τρομπέτες και σαξόφωνα στέκονται καμαρωτά δίπλα στην κορνιζαρισμένη βασιλική οικογένεια, κι αυτή η τελευταία με τη σειρά της συντροφεύει το πόστερ με τον Φοίνικα που γράφει «Ζήτω η 21η Απριλίου».

Εδώ θα βολτάρετε παρέα με συλλέκτες και retro-maniacs που διαλέγουν μαύρα τηλέφωνα με καντράν ή αναζητούν ένα αυθεντικό juke box. Οι τιμές δεν είναι ακριβώς χαμηλές –τα ελεφαντάκια της φωτογραφίας κοστίζουν 60 ευρώ έκαστο– και το παζάρι αποτελεί πλέον περισσότερο τιμητικό τίτλο παρά πρακτική, αλλά αν… επιμείνετε στο ψάξιμο δεν αποκλείεται να ανακαλύψετε θησαυρούς –κυρίως βινύλια και παλιά βιβλία– σε εξευτελιστικές τιμές. Όπως και να έχει, η βόλτα εδώ αξίζει –αν μη τι άλλο– για την ατμόσφαιρα και το άρωμα παλιάς Αθήνας.

Παζάρι του Σωματείου Ρακοσυλλεκτών στην Πλατεία Κορεάτικης Αγοράς
 

Στο κάτω κομμάτι της πεζοδρομημένης Ερμού, απέναντι από την Τεχνόπολη, κάθε Κυριακή πρωί το Σωματείο Ρακοσυλλεκτών απλώνει επάνω σε κουβέρτες, λινάτσες και παλιά πόστερ ό,τι μπορείτε –και κυρίως ό,τι δεν μπορείτε– να φανταστείτε: από ρούχα και παπούτσια μέχρι φορτιστές κινητών –που βρέχονται κάθε φορά που βρέχει, «αλλά δουλεύουν τέλεια, ένα μυστήριο πράγμα», όπως μας διαβεβαιώνουν–, τον επίτομο Οδηγητή, γιγάντια αρκουδάκια, κάδρα και καλλυντικά.

Η ατμόσφαιρα είναι και εδώ multi-ethnic, αλλά με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο: αντί για Ιάπωνες με φωτογραφικές μηχανές, συναντάς μετανάστες που αγοράζουν κατά κύριο λόγο ρούχα και παπούτσια, Έλληνες που στέκονται και χαζεύουν, πιάνουν την κουβέντα με τους πωλητές, αλλά φεύγουν συνήθως με άδεια χέρια. Είναι μια ιδιότυπη ανακύκλωση αυτή που συμβαίνει εδώ, αφού πολλές φορές στα σκουπίδια καταλήγουν αντικείμενα αξίας, όπως παλιά και σπάνια βιβλία, αλλά και καθημερινά είδη, σε πολύ καλή κατάσταση: τα ρούχα είναι συχνά σχεδόν αφόρητα, αφού σε αρκετές περιπτώσεις προέρχονται από δωρεές στο σωματείο. Το παζάρι στήνεται κάθε Κυριακή, από τα ξημερώματα –ώστε να «πιάνει» και τους ξενύχτηδες του Γκαζιού– μέχρι τις 15.00 το μεσημέρι.

Παζάρι Πειραιά πίσω από τον Ηλεκτρικό Σταθμό
 

Τυπικά, το παζάρι στο οποίο οι παλαιότεροι αναφέρονται ως «το παζάρι της Πλατείας Ιπποδάμειας», από την προηγούμενη γεωγραφική του θέση, στήνεται τώρα στις οδούς Αλιπέδου και Ομηρίδου Σκυλίτση. Αυτό, βέβαια, στη θεωρία, αφού πρακτικά οι πολύχρωμοι πάγκοι του απλώνονται ολοένα και περισσότερο προς τους γύρω δρόμους. Μήλο της έριδος για τον Δήμο και τον Εμπορικό Σύλλογο Πειραιά, που το χαρακτηρίζει «τριτοκοσμικό και ανατολίτικο» (sic) ζητώντας την κατάργησή του, το εν λόγω παζάρι έχει όντως κάτι από χρώμα και άρωμα ανατολίτικου σουκ –κι αυτό δε μας φαίνεται καθόλου κακό.

Μικροπωλητές κάθε εθνικότητας διαλαλούν την πραμάτεια τους, «Τζούλια με δύο ευρώ» φωνάζει ένας Νιγηριανός χωρίς πάγκο, αλλά με ένα πάκο DVD στα χέρια, κόσμος σπρώχνεται, χαζεύει, πιάνει κουβέντα, δημιουργεί συνωστισμό στα στενά δρομάκια που έχουν κάπως σκοτεινιάσει από τις τέντες που κρύβουν τον ουρανό –η ατμόσφαιρα σουκ που λέγαμε. Στους πάγκους, εννοείται, τα πάντα: ρούχα, εσώρουχα, ντους, CD, παλιά νομίσματα, παιχνίδια, παπούτσια, βιβλία, γυαλιά ηλίου, γιγάντια φυλαχτά για το μάτι, καλλυντικά, πρίζες, κουβέρτες, οικοσκευή, λουλούδια, ό,τι βάλει ο νους σου. Οι τιμές είναι τέτοιες που δε «σηκώνουν» παζάρι: σχεδόν τίποτα δεν τιμάται πάνω από πέντε ευρώ. Αυτός πρέπει να είναι και ο λόγος που αυτό ήταν το μοναδικό παζάρι στο οποίο είδαμε πολύ κόσμο να αγοράζει πράγματα, αντί απλώς να βολτάρει.

Παζάρι Σχιστού στην ομώνυμη λεωφόρο

Αδιαμφισβήτητα το πλέον sui generis, το Παζάρι του Σχιστού υποψιάζει το νεοφερμένο επισκέπτη, ήδη από την πρώτη στιγμή που αντικρίζει το βουκολικό σκηνικό γύρω του: ο τσιμεντένιος δρόμος που το φιλοξενεί ελίσσεται ανάμεσα σε βράχια, θυμίζοντας φαράγγι, ενώ στο φόντο οι πράσινες λοφοπλαγιές δίνουν την εντύπωση ότι έχεις περάσει τα σύνορα της Αττικής… Μαζί με αυτά του χωροχρόνου, αφού τα πάντα εδώ –από την ανθρωπογεωγραφία μέχρι τα εμπορεύματα– μοιάζουν να ανήκουν σε περασμένο αιώνα. Ειδικά το τελευταίο κομμάτι, το οποίο καταλαμβάνουν κλουβιά με κότες, πάπιες, κουνέλια, σκυλάκια, παπαγαλάκια, καρδερίνες, καναρίνια και χρυσόψαρα, στοιβαγμένα σε συνθήκες που θα έκαναν τον μέσο ζωόφιλο να βουρκώσει, θυμίζει μεσαιωνική ζωοπανήγυρη.

Γενικότερα, το παζάρι του Σχιστού είναι cult: λίγο αναχρονιστικό, λίγο πρωτόγονο, λίγο στα όρια της παρανομίας. Αν δεν το έχεις δει, δεν έχεις ολοκληρωμένη εικόνα για τα παζάρια –και σαφώς όχι για το από πού ξεκίνησαν. Στους πάγκους του βρίσκεις από τρόφιμα, ρούχα, παπούτσια και εσώρουχα, μέχρι ηλεκτρικές συσκευές, χαλιά, ζωοτροφές, CD και… οδοντιατρικά εργαλεία. Πίσω από τους πάγκους αυτούς, τσιγγάνοι, μετανάστες και Έλληνες, φωνάζουν «ό,τι πάρεις δύο ευρώ», μιλούν με τον κόσμο και μεταξύ τους, χαμογελούν λίγο –σίγουρα λιγότερο από τους συναδέλφους τους στα υπόλοιπα παζάρια. Στον αέρα πλανάται τσίκνα από τα σουβλάκια και τα λουκάνικα που ψήνονται σε αυτοσχέδιες σχάρες και καμένη ζάχαρη από τα καραμελωμένα μήλα και τους λουκουμάδες.

Αν φτάσετε νωρίς, θα συναντήσετε λαοθάλασσα και θα δυσκολευτείτε να παρκάρετε. Αν έρθετε αργά, θα αντικρίσετε ερειπωμένο σκηνικό –έχει κι αυτό τη γοητεία του– λες και εκεί γύρω στις 15.00 δίνεται το σύνθημα και εξαφανίζονται οι πάντες. Μένουν μόνο όσοι μαζεύουν τους πάγκους τους, στριμώχνουν τα κλουβιά με τα ζώα στα φορτηγάκια και κατεβάζουν τις τέντες. Και τα παιδιά που τριγυρνούν φωνάζοντας χαρούμενα και μαζεύοντας οτιδήποτε γυαλιστερό έχει παραπέσει.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v