Ψαγμένες λέξεις για να προσθέσεις στο λεξιλόγιό σου

Διαβάζεις εξεζητημένες αναρτήσεις στο Facebook και στο Twitter και θα ήθελες να έχεις την ίδια «πένα»; Μπορείς να ξεκινήσεις από εδώ.
Ψαγμένες λέξεις για να προσθέσεις στο λεξιλόγιό σου

Ώρες-ώρες θαρρείς πως αυτό που έχεις στο μυαλό σου είναι άφατο, δηλαδή δεν μπορείς να το εκφράσεις με λόγια, και ίσως να έχεις δίκιο. Ωστόσο, άλλες φορές ίσως αυτό που σου λείπει είναι η απαραίτητη ευγλωττία που χρειάζεσαι ώστε να αποδώσεις όπως θα ήθελες το σκεπτικό σου.

Ευθυκρισία : η δυνατότητα κάποιου να κρίνει και γενικά να σκέφτεται σωστά.

Αμβλύνω: κάνω κτ. αμβλύ. ANT οξύνω. 1. (σπάν.) αφαιρώ την αιχμηρότητα, την οξύτητα από κάποιο αιχμηρό ή κοφτερό αντικείμενο. 2α. (ιδ. για τις αισθήσεις και τις πνευματικές λειτουργίες) χειροτερεύω κτ. έτσι ώστε αυτό να είναι λιγότερο αποτελεσματικό: Aμβλύνεται η όραση / η όσφρηση / η ακοή. H γήρανση αμβλύνει τις πνευματικές ικανότητες. β. κάνω λιγότερο έντονο κτ. ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο: Φάρμακα που αμβλύνουν αλλά δεν εξαφανίζουν τον πόνο. Προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που δε λύνουν, απλώς αμβλύνουν τις κοινωνικές αντιθέσεις.

εποφθαλμιώ: επιθυμώ έντονα κτ. και συγκαλυμμένα προσπαθώ να το αποκτήσω: Εποφθαλμιά τη θέση του διευθυντή. Συνηθίζουμε να εποφθαλμιούμε τα αγαθά των άλλων.

Ιλαρός -ή -ό: χαρωπός, φαιδρός, εύθυμος.

Ανέστιος -α -ο: (λόγ.) που δεν έχει πατρίδα, σπίτι ή μόνιμη διαμονή. (έκφρ.) ~ και πένης, πάρα πολύ φτωχός, δυστυχής

Εθελούσιος -α -ο: (λόγ.) για πράξη που γίνεται με τη θέληση του προσώπου το οποίο την εκτελεί, όχι αναγκαστικά ή υποχρεωτικά· οικειοθελής. ANT αναγκαστικός, υποχρεωτικός: Εθελούσια έξοδος / αποχώρηση υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία.

Κίβδηλος -η -ο: 1. για νόμισμα που είναι παραχαραγμένο· πλαστός. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο ανειλικρινή, που δίνει μια πλαστή εικόνα του εαυτού του. β. για κτ. που δεν είναι γνήσιο, αληθινό

Αποφορά, η : πολύ δυσάρεστη μυρωδιά, έντονη δυσοσμία: Tο πτώμα / ο οχετός αναδίνει μια αβάσταχτη / φοβερή ~

Καταβαραθρώνω [katavaraθróno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ την πλήρη αποτυχία, τη μεγάλη καταστροφή ενός προσώπου, έργου ή θεσμού: Tο κόμμα του καταβαραθρώθηκε στις εκλογές. Mε την τακτική που ακολούθησε καταβαράθρωσε οικονομικά την οικογένειά του.

Ετερόδοξος -η -ο: που ακολουθεί διαφορετικό θρησκευτικό δόγμα, σε σχέση με κπ. άλλον· αλλόδοξος.

Αντιδιαστολή, η: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιδιαστέλλω: ~ δύο εννοιών. (έκφρ.) σε ~ με, αντίθετα από: Nα εξετάσουμε την οικονομία σε ~ με τη φιλαργυρία.

Μέμφομαι, αόρ. μέμφθηκα, απαρέμφ. μεμφθεί : διατυπώνω, κάνω μομφή για κπ. ή για κτ.: Mε μέμφεσαι όμως δεν έχεις ακούσει ακόμη τι θα σου πω!

Χωλαίνω (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.(λόγ.) κουτσαίνω. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) δεν αποδίδω ικανοποιητικά σε έναν τομέα: Ο μαθητής χωλαίνει στα μαθηματικά.

Παρεισφρέω, πρτ. παρεισέφρεα, αόρ. παρεισέφρησα, απαρέμφ. παρεισφρήσει : (λόγ.) εισδύω κάπου από αβλεψία, από αμέλεια, διαφεύγοντας την προσοχή κάποιου (κυρ. για λάθη τυπογραφικά, λογιστικά): Στο κείμενο έχουν παρεισφρήσει πολλά τυπογραφικά λάθη.

Πηγή ορισμών: Greek-language.gr


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v