Το Casa de Papel είναι μια υπερτιμημένη σειρά.
Ναι, είναι καλογυρισμένη. Αλλά δεν είναι δα και το σκηνοθετικό αριστούργημα που παρουσιάζεται.
Ναι, έχει ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Όμως έχουμε δει πολύ καλύτερους και σε πολύ πιο ενδιαφέρουσα ανάπτυξη σε άλλες σειρές, που δεν εκτιμήθηκαν, ούτε προβλήθηκαν τόσο.
Ναι, έχει δράση και ανατροπές. Όμως από ένα σημείο και μετά οι ανατροπές γίνονται για τις ανατροπές και μόνο – χωρίς ίχνος ρεαλισμού.
Ναι, έχει το υπέροχο γλουτό της Τόκιο. Όμως… Όχι εντάξει, σε αυτό δεν έχουμε να αντιπαραβάλλουμε κάτι, είναι όντως υπέροχος.
Δικαιολογεί το υψηλό της rating στο IMDB; Φυσικά και όχι.
Άλλωστε με ένα σύντομο σκρολάρισμα καταλαβαίνει κανείς πώς αρκετά από τα «δεκάρια» στο site φαίνονται αρκετά ύποπτα – υπάρχουν μπόλικες κριτικές χωρίς περιεχόμενο με τίτλο «Masterpiece!». Χμ.
Η σειρά ξεκινά καλά, δυναμικά και σε «γραπώνει», μονάχα για να σε αφήσει 2-3 επεισόδια μετά τον πιλότο με μια γλυκιά πικρίλα ζαχαρίνης, ότι όλο αυτό το πράγμα κάπου το έχεις ξαναδεί. Και φυσικά το έχεις ξαναδεί: σε αντίστοιχα χολιγουντιανά μπλοκμπάστερ.
Τα κλισέ της σειράς βαράνε κόκκινο
Μια ομάδα «επίλεκτων» μαζεύεται για την τέλεια ληστεία (κλισέ 1). Δε γνωρίζονται μεταξύ τους, ο καθένας έχει τα δικά του μπλεξίματα, τους δικούς του δαίμονες, το δικό του σέξι σώμα (κλισέ 2). Ο επικεφαλής της ληστείας που τα έχει σχεδιάσει όλα άψογα (κλισέ 3), τους μαζεύει για φροντιστήριο και γίνονται όλοι ένα ωραιότατο παρέακι – με τις κόντρες τους φυσικά (κλισέ 4). Μάλιστα υπάρχει και η γραφική σκηνή που περπατάνε όλοι μαζί σε slow motion (κλισέ 5).
Για κάποιους μάλιστα είναι και η τελευταία φορά που το κάνουν, μιας και στο παρελθόν την έχουν πατήσει (κλισέ 6). Υπάρχει και ένας αστυνομικός που αναλαμβάνει την υπόθεσή τους (κλισέ 7), η οποία – καλά το μαντέψατε – ερωτεύεται τον εγκέφαλο (κλισέ 8).
Α, και για να κλείσει η φάση με τα κλισέ, έχουμε και τις μάσκες-στολές. Κάθε ληστής που σέβεται τον εαυτό του (και το Χόλιγουντ) πρέπει να έχει μια στολή/μάσκα που να δηλώνει κάτι. Εδώ έχουμε λοιπόν μάσκες του Dali. Το πιάσατε έτσι; Ισπανός, ισπανική παραγωγή, πρωτοπόρος, αντικονφορμιστής και α και ου.
Το σενάριο είναι γεμάτο τρύπες
Το «τυπικό» το χαρακτηρίζει πλήρως. Αρκούν μερικά επεισόδια για να το καταλάβεις. Οι ανατροπές μοιάζουν να μπήκαν απλά για να μπουν και είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά. Σχεδόν εκβιαστικές. Εμφανίζονται μόνο για να καταρριφθούν από το επόμενο επεισόδιο, με τον πλέον αναληθοφανή τρόπο.
Οι χαρακτήρες αναπτύσσονται, μεν, όμως ελάχιστοι αποκτούν γοητεία για τον θεατή. Η «συμμορία επαγγελματιών» κάνει τα πάντα για να τινάξει το σχέδιο στον αέρα και είναι σίγουρο πως αν υπήρχε "Η μεγάλη των Ληστών Σχολή", θα την είχαν τελειώσει πρώτοι. Σκεφτείτε να μην τους είχε δασκαλέψει ο Προφέσορας στην αρχή τι είχε να γίνει στη ληστεία.
Η Τόκιο, αποτελεί τον ορισμό του κακογραμμένου χαρακτήρα: κάνει την μία χαζομάρα μετά την άλλη απειλώντας να τινάξει το σχέδιο στον αέρα και μοιάζει να μπήκε αποκλειστικά και μόνο λόγω – εχμ- προσόντων στο καστ. Επίσης, η ερμηνεία της πανέμορφης Ούρσουλα Κορμπέρο είναι τόσο μέτρια που ενίοτε προκαλεί εκνευρισμό. Ο μοναδικός που σώζει την κατάσταση είναι ο Berlin. Καλοπαιγμένος, καλογραμμένος, ωραίος τύπος.
Και μετά η Αστυνομία. Oι «σπεσιαλίστες» που αναλαμβάνουν να διαχειριστούν τη ληστεία είναι ένα παρεάκι «γεια σου». Ο Αστυνόμος Σαΐνης και ο Επιθεωρητής Κλουζώ θα ήταν πιο αποτελεσματικoί στην αντιμετώπιση αντίστοιχων κρίσεων. Και δε θα ερωτευόντουσαν και τον εγκέφαλο της ληστείας, σε ένα love story που κάνει το αντίστοιχο του Twilight να φαίνεται ενδιαφέρον.
Γιατί αρέσει τόσο;
Γιατί πουλάει την πάντα ευκολοφάγωτη καραμέλα του αντι-καπιταλισμού. Η ιδέα μιας ληστείας τράπεζας περνά απευθείας στο θυμικό του θεατή που χρωστά τα μαλλιοκέφαλά του σε δάνεια και κάρτες. Ένας σύγχρονος Ισπανός Ρόμπιν Χουντ που τραγουδά το Bella Ciao – το οποίο σημειωτέον η σειρά ξεζουμίζει με τον πλέον επαχθή τρόπο - και ξεφτιλίζει τους μπάτσους, είναι ο τηλεοπτικός ήρωας που χρειάζεται το κοινό.
Σε έναν μεγαλόπνοο μονόλογο, ο Προφεσόρ δικαιολογεί τις πράξεις του στην Αστυνομία λέγοντας:
«Το 2011 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έβγαλε 171 δισεκατομμύρια από το πουθενά, όπως ακριβώς κάνουμε κι εμείς. Ξέρετε πού πήγαν όλα αυτά τα λεφτά; Στις τράπεζες, κατευθείαν στις τσέπες των πλουσίων. Απεκάλεσε κανείς την Τράπεζα κλέφτη; Κανείς. ‘Ενέσεις ρευστοποίησης’ το απεκάλεσαν. Εγώ κάνω ‘ενέσεις ρευστοποίησης’, αλλά όχι για τις τράπεζες, τις κάνω εδώ μέσα, στην αληθινή οικονομία».
Μια γλυκιά αριστερή – και ολίγον τι ντεμέκ αν θέλετε – μελωδία που ο καθένας μας θα ήθελε να ακούσει (μαζί με το επαναστατικό Bella Ciao, μη ξεχνιόμαστε), όμως όχι με τόσο προφανή τρόπο και σίγουρα με περισσότερη πρωτοτυπία και μεράκι στην απόδοση.
Εν ολίγοις, το Casa de Papel ξεκινά με μια πιασάρικη και ενδιαφέρουσα ιδέα, για να αρχίσει να κατρακυλά στην αγκαλιά του εύκολου εντυπωσιασμού και της εύπεπτης ψυχαγωγίας για τις μάζες.
Και αυτό είναι εντάξει, αν είσαι από τους θεατές που αρέσκονται στο να βλέπουν την ίδια – πετυχημένη – συνταγή ξανά και ξανά, χωρίς να σε ενδιαφέρει και τόσο η αληθοφάνεια του σεναρίου.
Αν όμως θες το κάτι παραπάνω, λυπούμεθα, το Casa de Papel δεν θα στο δώσει. Καλύτερα να ψάξεις προς True Detective ή Wire μεριά για αστυνομικό σασπένς.
Ή να δεις το Inside Man – πάνω κάτω η ίδια ιστορία σε δύο ωρίτσες και όχι σε είκοσι ή το αριστουργηματικό Heat Μάικλ Μαν. Εκεί η αστυνομία δεν μοιάζει με καρικατούρα και οι ληστές δεν βγήκαν από τον παιδικό σταθμό «Μελισσούλες».