της Έλενας Μπούλια
Στη Στεμνίτσα βρεθήκαμε για πρώτη φορά μία Άνοιξη πριν 3-4 χρόνια. Εντελώς τυχαία. Προέκυψε στο δρόμο μας όταν από το πατρικό ενός φίλου στην ορεινή Γορτυνία, πήραμε να κατεβαίνουμε το δρόμο προς τον ποταμό Λούσιο. Στη διαδρομή μας αυτή οι εκπλήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη, το όμορφο τοπίο, οι καταπράσινες πλαγιές... και το πέτρινο κεφαλοχώρι της Στεμνίτσας!
Πριν σας μιλήσω για τη Στεμνίτσα όμως, οφείλω να προλογίσω με κάποια απαραίτητα γεωγραφικά στοιχεία. Για όσους δεν έχουν βρεθεί στην περιοχή, το ορεινό αυτό χωριό βρίσκεται στην Αρκαδία, 2μιση περίπου ώρες από την Αθήνα, στη διαδρομή προς Τρίπολη, και σε υψόμετρο 1.100 μέτρων. Συναποτελεί, μαζί με τα χωριά Ελληνικό, Σύρνα, Ψάρι, Παλαμάρι, Παύλια, και τον οικισμό Άνω Καλυβάκια, το δήμο Τρικολώνων. Συγκεκριμένα, είναι η έδρα του.
Ο σκοπός της στάσης μας στη Στεμνίτσα ήταν ένας γρήγορος καφές, πριν συνεχίσουμε προς τον προορισμό μας. Ο ”καφές” όμως τελικά εξελίχθηκε σε βόλτα, φαγητό, επίσκεψη στο Λαογραφικό μουσείο, ανάβαση στο κάστρο και παρ’ ολίγον διανυκτέρευση. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.
Στην καφετέρια που κάτσαμε, όταν πρωτοφτάσαμε στο χωριό, είχαμε τη χαρά να μας υποδεχτούν φιλόξενα οι ιδιοκτήτες της, ένα νέο ζευγάρι με δύο μικρά παιδιά. Και λέω χαρά, γιατί ξεκινώντας να συζητάμε για το χωριό και την προέλευσή μας, το ζευγάρι μας αποκάλυψε ότι μετακόμισε στο χωριό μετά από πολλά χρόνια διαμονής στην Αθήνα. Δημιούργησαν μία σχετικά αποδοτική επιχείρηση και αποφάσισαν πως δε θα επέστρεφαν ποτέ πίσω. Τα λόγια τους τα θυμάμαι ακόμα: ”Ωραία η Αθήνα σας, να τη χαίρεστε, τέτοια ζωή, όμως, εμείς δε θέλουμε”.
Περπατώντας τη Στεμνίτσα, δεν άργησα να καταλάβω γιατί. Η ηρεμία του χωριού είναι γαλήνια, τα στενά δρομάκια δεν επιτρέπουν εύκολα την πρόσβαση αυτοκινήτων, πόσο μάλλον φορτηγών και άλλων τέτοιων μηχανοκίνητων που σε πνίγουν με τις αναθυμιάσεις τους. Το φυσικό του τοπίο μοναδικό. Απόκρημνες κορυφές που χάνονται στα σύννεφα, καταπράσινες οι πλαγιές του όρους Μαινάλου, ενισχυμένες δόσεις οξυγόνου.
Μέσα στο χωριό, τη γραφική μονοτονία των πέτρινων αρχοντικών εμβολίζουν πεισματικά υπεραιωνόβια στολίδια: τεράστιοι πλάτανοι, πολύχρωμες καρυδιές και κερασιές, πέτρινα κεφαλόβρυσα. Και όλα διατηρούνται κομψά και αγέρωχα, υπό το βάρος μίας μακρόχρονης ιστορίας, συμπεριλαμβανομένων των καταστροφών που υπέστη η Στεμνίτσα κατά τον Αγώνα του ’21, αποπνέοντας το άρωμα του γνήσιου πολιτισμού. Αυτή την εντύπωση, τουλάχιστον, μας έδωσαν τα εκθέματα που θαυμάσαμε στο τριώροφο πυργόσπιτο του Λαογραφικού μουσείου.
Εκεί θυμηθήκαμε, μεταξύ άλλων, πως στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής έλαβε χώρα το Μάιο του 1821 η Πρώτη Πελοποννησιακή Γερουσία, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να αποτελέσει η Στεμνίτσα για τρεις εβδομάδες την πρώτη πρωτεύουσα της απελευθερωμένης Ελλάδας. Ποιος να το φανταζόταν τότε ότι ένας τόσο ένδοξος τόπος θα ερήμωνε με τα χρόνια;
Τέτοιες, ή παρόμοιες, κουβέντες πρέπει να κάναμε περπατώντας στο γραφικό καλντερίμι που οδηγεί από την πλατεία στο ύψωμα του Κάστρου, εκεί που τώρα απομένουν μόνο τα ερείπια του μεσαιωνικού κάστρου. Υπάρχει όμως και η Παναγία η Μπαφέρω, μία υποβλητική, βασιλικού ρυθμού, εκκλησία του 12ου αιώνα, η εκκλησία του Αγ. Νικολάου, που καταγράφεται ως η παλαιότερη του χωριού, ο Προφήτης Ηλίας, αλλά και το ηρώο, αφιερωμένο στους αγωνιστές του ’21, πολλοί εκ των οποίων κατάγονταν από τη Στεμνίτσα.
Στην πορεία της βόλτας μας, παρατηρώντας μία ομοφωνία στις βιτρίνες των μικρών καταστημάτων, διαπιστώσαμε πως, όπως κάθε τόπος, έχει και η Στεμνίτσα το τοπικό της προϊόν, που ώθησε (και ωθεί) την οικονομία της: την βιοτεχνία αργυροχρυσοχοΐας. Μία παράδοση που ξεκίνησε γύρω στο 17ο αιώνα, σαν αποτέλεσμα της περιορισμένης γεωργικής και κτηνοτροφικής ανάπτυξης του τόπου. Έτσι σήμερα, παρά το συρρικνωμένο πληθυσμό του χωριού (400 περίπου άτομα), στη Στεμνίτσα στεγάζεται δημόσια σχολή αργυροχρυσοχοΐας, όπου φοιτούν περίπου 50 μαθητές.
Επιστρέφοντας στην κεντρική πλατεία, κοντοσταθήκαμε για λίγο κάτω από το μεγαλοπρεπές καμπαναριό του Αγ. Γεωργίου, ανήμποροι να αποφασίσουμε αν θα συνεχίζαμε την ξενάγησή μας στο χωριό ή αν θα κατηφορίζαμε επιτέλους προς Λούσιο. Μας κέρδισε το μικρό ταβερνάκι της πλατεΐτσας, οι φουντωτές του ακακίες και το λιτό, τίμιο φαγητό του. Η κυρία Σταυρούλα μας περιποιήθηκε φιλόξενα, ετοιμάζοντάς μας τοπικά μεζεδάκια και δροσερό χύμα κρασί. Ο Λούσιος μπορούσε να περιμένει.
Συνειδητοποιώντας, μάλιστα, πως η περιήγησή μας δεν τελείωνε απαραίτητα εκεί, αναλογιστήκαμε αν θα έπρεπε να αφήσουμε το Λούσιο για την επομένη, και να βρίσκαμε έναν ωραίο ξενώνα για να διανυκτερεύσουμε. Θέλαμε πολύ να συνεχίσουμε την πεζοπορία, μας περίμενε ακόμα το ελατόδασος του Μαινάλου, το Αεράκι, με την εκπληκτική θέα στην Κλινίτσα, και ένα σωρό μικρογειτονιές, με λιθόστρωτα δρομάκια, και μυρωδάτους βασιλικούς. Γνήσια όμως τέκνα πόλης, αγχωθήκαμε με την πίεση του χρόνου και σπεύσαμε μελαγχολικά στα αυτοκίνητά μας.
Ίσως αν γνωρίζαμε τότε τις επιλογές που έχει κανείς για διαμονή στη Στεμνίτσα, να διανυκτερεύαμε εκεί για ένα βράδυ. Πολύ αργότερα μάθαμε για τους ξενώνες της και το εκπληκτικό νεόκτιστο ξενοδοχείο. Πιο συγκεκριμένα, οι εναλλακτικές σας για διαμονή στη Στεμνίτσα είναι λίγες και καλές:
Υπάρχουν 4 ξενώνες τεσσάρων ή πέντε δωματίων, με γνωστότερους τον Ξενώνα Θυμέλη (τηλ. 27950 29508) και τον Ξενώνα Μπελλαίικο (τηλ & fax: 27950 81286), και οι δύο Β’ κατηγορίας, αλλά και ο Ξενώνας Στεμνίτσα (τηλ. 27950 81349) και το Guest House (τηλ. 27950 29505-6), όλοι εκ των οποίων φημίζονται για την πεντανόστιμη, παραδοσιακή κουζίνα τους.
Πιο κοσμοπολίτικο αέρα, ωστόσο, δημιουργήθηκε για να προσδώσει το εντυπωσιακό Country Club Τρικολώνιον (τηλ. 27950 29500-1, fax: 27950 81512), μία μονάδα 18 δωματίων, μέλος της οικογενείας των Luxury Country Hotels, που ξεχωρίζει όχι μόνο για τις πρωτοποριακές –για την περιοχή- παροχές του (γυμναστήριο-σπα, αίθουσα συσκέψεων, πολυτελείς σουίτες), αλλά και για την πλούσια ζαχαροπλαστική του, με εξαιρετικά γλυκά και ροφήματα. Θα έλεγε κανείς ότι το συγκεκριμένο ξενοδοχείο αποτελεί από μόνο του αφορμή για να επισκεφθεί κανείς τη Στεμνίτσα.
Τόσο καιρό μετά, επαναφέρω στη μνήμη μου αυτή την πρώτη εκδρομή, καθώς και τα παράπονα των ηλικιωμένων ντόπιων για τον τόπο τους που έχει ερημώσει, και συνειδητοποιώ την αξιοθαύμαστη κίνηση αυτού του ζευγαριού που άνοιξε την καφετέρια κια εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Στεμνίτσα επιλέγοντας μία πιο ήρεμη, υγιή, φυσιολογική –κατά τη γνώμη μου- ζωή. Ελπίζω να τους βγήκε σε καλό.