Το cult σύμπαν του Κουέντιν Ταραντίνο

Μια σύντομη ματιά στον κινηματογραφικό κόσμο του σκηνοθέτη που έσωσε το Χόλιγουντ από την κατρακύλα.
Το cult σύμπαν του Κουέντιν Ταραντίνο
Κάπου εκεί στα τέλη των 80s το Χόλυγουντ αργοπέθαινε. Οι blockbuster παραγωγές του ανακυκλώνονταν μονότονα, ο εναλλακτικός αμερικάνικος κινηματογράφος προκαλούσε χασμουρητά και οι ανεξάρτητοι δημιουργοί έκαναν ταινίες που απευθύνονταν σε μικρή μερίδα κοινού – συνήθως στους φίλους τους.

Και ύστερα ήρθε ο Κουέντιν.

Κάπου εκεί στις αρχές των 90s, τα πράγματα αλλάζουν. Το Reservoir Dogs κυκλοφορεί το 1992 και προκαλεί σεισμό. Ένα βίαιο, αιματοβαμμένο, απολαυστικό θρίλερ που έπιασε κοινό και κριτικούς απροετοίμαστους, σαν μια απροειδοποίητη κλωτσιά στα αχαμνά. Ήταν η πρώτη φορά που έρχονταν σε επαφή με τον ιδιόμορφο κόσμο ενός geek του σινεμά, ενός πρωτάρη σκηνοθέτη που πατώντας πάνω σε ένα στέρεο σενάριο, ένα φοβερό soundtrack και την εκπληκτική ερμηνεία του Χάρβεϊ Καϊτέλ έκανε άνοιγμα στο box office με 1,5 εκατομμύρια δολάρια. Η αρχή είχε γίνει και – ευτυχώς για το σινεμά – υπήρξε και συνέχεια.

Δύο χρόνια μετά, το 1994, ο Κουέντιν Ταραντίνο, το enfant terrible του αμερικάνικου κινηματογράφου επιστρέφει με ένα ακόμα αριστούργημα. Για την ακρίβεια με μία από τις πιο εμβληματικές σύγχρονες ταινίες. Κάθε σκηνή του Pulp Fiction ήταν ανθολογία, κάθε ατάκα κοφτερή και κολληματική, κάθε ερμηνεία εντυπωσιακή. Λιγότερο ωμό από τον προκάτοχό του, αλλά εξίσου αποκαλυπτικό, το Pulp Fiction έκανε 214 εκατομμύρια δολάρια εισπράξεις και καθιέρωσε πλέον τον δημιουργό του, εξασφαλίζοντας επτά υποψηφιότητες για Όσκαρ. Επίσης απέδειξε πως ακόμα και οι low budget παραγωγές μπορούν να κάνουν σημαντικά κέρδη. Και να αφήσουν εποχή.

Ακολούθησε το Jackie Brown το 1997, ένα εξαιρετικό αν και πιο «ορθόδοξο» φιλμ βασισμένο στο βιβλίο Rum Punch του Elmore Leonard, ενώ το 2003 ο geek εαυτός του, εκείνος που λάτρεψε το ασιατικό σινεμά και τις ταινίες πολεμικών τεχνών βγήκε προς τα έξω για να στήσει το σύμπαν του Kill Bill. Και εδώ, κάθε σκηνή ήταν απολαυστική. Και εδώ το soundtrack έδινε ρέστα. Και εδώ γράφτηκε κινηματογραφική ιστορία.

Το Death Proof του 2007 ήταν μια γιορτή, αφιερωμένη στις grindhouse exploitation ταινίες των 70’s που επίσης άρεσαν και αγαπούσε ο κύριος Κουέντιν. Η γιορτή δεν άρεσε στο κοινό, ούτε στους κριτικούς. Πρόβλημά τους. Ο Ταραντίνο έκανε για ακόμα μια φορά το κέφι του.

Κάπου στα μέσα των 00’s το Χόλιγουντ δίνει ολοένα και περισσότερη βάση στα CGI εφέ, στις επικές υπερπαραγωγές και την αναβίωση θρυλικών Saga όπως το Star Wars και το Star Trek. Ο Ταραντίνο όμως συνέχισε να κάνει το κομμάτι του και να μιλά με γλώσσα απολαυστικά κινηματογραφική για αυτά που του αρέσουν και τον διασκεδάζουν. Συνεχίζει λοιπόν ακάθεκτος να κάνει ταινίες για τις… ταινίες που γούσταρε να βλέπει μικρός, όταν δούλευε σε βίντεο κλαμπ.

Το 2009, για παράδειγμα, με το Άδωξη Μπάσταρδη, σοδομίζει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπως μόνο εκείνος ξέρει και μας συστήσει το τέρας ερμηνείας που ακούει στο όνομα Κρίστοφ Βάλτζ, έναν εν πολλοίς άγνωστο αυστριακό ηθοποιό ο οποίος μας έκλεψε την καρδιά.  Η αρχική σκηνή της ταινίας, είναι αδιαμφισβήτητα η πιο καλογραμμένη στην ιστορία του σκηνοθέτη. Και η πιο συναρπαστική ταυτόχρονα.

Ίσως το απόλυτο νόημα της φιλοσοφίας του Ταραντίνο πίσω από την δημιουργία ταινιών να βρίσκεται σε απάντησή του όταν κάποτε ρωτήθηκε για το αν πήγε σε κάποια σχολή σκηνοθεσίας. Η απάντηση του ήταν «Όχι, αλλά πήγα να δω ταινίες».

Στις αρχές τις δεκαετίας που διανύουμε, ο Ταραντίνο αποφάσισε να παίξει με το είδος του σπαγγέτι γουέστερν που μεσουράνησε 60s -70s μέσα από τις κλασσικές δουλειές του Σέρτζιο Λεόνε. Το Django του 2012 ήταν το αποτέλεσμα αυτού του κινηματογραφικού παιχνιδιού, και στέκεται άνετα δίπλα στο μεγαλείο του Pulp Fiction. Παρά τις όποιες αδυναμίες του. Σκληρό, συναρπαστικό, τρομακτικό και διασκεδαστικό χοροπηδά με άνεση μεταξύ κινηματογραφικών ειδών, αποδεικνύει ότι ο μετρ Κουέντιν είναι ακόμα εδώ και μας θυμίζει γιατί τον λατρέψαμε για 20 περίπου χρόνια.

Το αίμα από τα ρούχα των ηρώων του Pulp Fiction δεν ξεθώριασε ούτε στιγμή. Η κόκα της Ούμα Θέρμαν δεν λάσπωσε. Οι αιχμηροί μονόλογοι των ταινιών του, όπως το καλοακονισμένο σπαθί του Μπρους Ουίλις, δεν μαλάκωσαν ούτε στο ελάχιστο. Απλά εξελίχθηκαν και ενσωματώθηκαν σε επόμενες παραγωγές του.

Για να φτάσουμε αισίως στο Hateful Eight 2015, όταν αποφάσισε να μας δώσει ακόμα μία fun ταινία του. Μια ακόμα σπουδή πάνω στο σπαγγέτι western. Ένα ακόμα διασκεδαστικό, «παγωμένο» αριστούργημα διαλόγων, βίας και σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ. Μια σπουδαία σκηνοθετική δουλειά με σινεμασκόπ κάδρο 70 mm με δεκάδες σινεφίλ αναφορές, την οποία μάλιστα μπορούμε να απολαύσουμε όποτε και όσες φορές θέλουμε από τα κανάλια Novacinema τον Δεκέμβρη, χάρη στην υπηρεσία Nova On Demand, χωρίς χρέωση.

Γιατί η αξία του Ταραντίνο είναι ανεκτίμητη, και η απανωτή παρακολούθηση των ταινιών του μια πραγματική cult εμπειρία κινηματογράφου.

Νικόλας Γεωργιακώδης
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v