Εξαιρετική η Όλια Λαζαρίδου ως Ουίνι στο αριστούργημα του Σάμιουελ Μπέκετ, που σκηνοθετεί η Σύλβια Λιούλιου.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ιωάννας Μπλάτσου
«Άλλη μια θεσπέσια μέρα» ανατέλλει για την Ουίνι, τη γυναίκα που μονολογεί ακατάπαυστα, εγκλωβισμένη σα σαλιγκάρι στο καβούκι του μικρόκοσμού της, με το κεφάλι της γεμάτο ασύνδετες μνήμες. «Σήμερα θα είναι μια ευτυχισμένη μέρα, άλλη μία ευτυχισμένη μέρα». Κάπου δίπλα της, αθέατος, ο άντρας της, ο Ουίλι. Η ύπαρξη του Άλλου, έστω και ως παθητικού ακροατή, δίνει υπόσταση στην ύπαρξή της. «Είμαι θαμπή, ευκρινής μέσα από το βλέμμα κάποιου. Είναι παράξενο. Όλα είναι παράξενα. Πάψε, Ουίνι, μην σπαταλάς όλες τις λέξεις της ημέρας».
Η «γύρω στα πενήντα, καλοδιατηρημένη, ξανθιά, παχουλή» ηρωίδα του Μπέκετ, σύμφωνα με τις οδηγίες του συγγραφέα, θαμμένη μέχρι τη μέση της στην πρώτη πράξη του έργου και μέχρι το λαιμό της στη δεύτερη, στο κέντρο ενός λόφου –εδώ από βιβλία. «Δεν αντέχω να μιλώ στην ερημιά». Η ερημία της ύπαρξης ενσαρκωμένη, αναζητά εναγωνίως κάποιον αποδέκτη των αρθρωμένων σκέψεών της πέρα από την ηχώ της φωνής της στο άνυδρο πουθενά όπου βρίσκεται ερριμμένη. «Να μη γνωρίζω τίποτα με βεβαιότητα. Μεγάλη ευλογία».
Στον μακρύ της μονόλογο, όπου παρεμβαίνει σπανίως ο Ουίλι, σαν από τη σφαίρα όπου ενοικεί ο Γκοντό, ο αφηγηματικός ιστός έχει διαρραγεί, για να ανασυντεθεί ξανά μες στην ελλειπτικότητά του και να αποδώσει όλες αυτές τις μικρές, καθημερινές τελετουργίες που συνιστούν μία απλή, συνηθισμένη, «ευτυχισμένη μέρα». Μια τσάντα, μια οδοντόβουρτσα, μια οδοντόκρεμα, ένα καθρεφτάκι, ένα μουσικό κουτί, ένας μεγεθυντικός φακός, μια ομπρέλα, ένα όπλο. Η καθημερινότητα και τα αντικείμενα που τη σηματοδοτούν αποτελούν το σωσίβιο της Ουίνι μέσα σε έναν άνυδρο ωκεανό απελπισίας, μονοτονίας, δυστυχίας. Κοινότοπες κουβέντες, λέξεις κι εκφράσεις καμουφλάρουν ανεπιτυχώς την υπαρξιακή της ερημία. «Οι λέξεις σε εγκαταλείπουν. Ακόμα και οι λέξεις, μια μέρα, σε εγκαταλείπουν. Και τι κάνεις τότε; Μέχρι να επιστρέψουν; Βουρτσίζεις τα δόντια σου, χτενίζεις τα μαλλιά σου».
Τα υλικά του Μπέκετ είναι τόσο δικά μας, τόσο οικεία, που η συνθετική του ιδιοφυία καταντά σκανδαλώδης. Ασήμαντα γεγονότα, όπως το χτένισμα μαλλιών, το βούρτσισμα των δοντιών, το προβάρισμα ενός καπέλου, το μανικιούρ γίνονται κομβικά σημεία αναφοράς και επιβίωσης. Τα υλικά του Ιρλανδού συγγραφέα, η συνθήκη του υπαρξιακού κενού, το ατελές και μάταιον της ανθρώπινης ύπαρξης, που αποτυπώνονται αριστουργηματικά στις «Ευτυχισμένες μέρες» («Happy Days», 1960), εκτός από οικεία, είναι και οικουμενικά. «Λίγα, τόσο λίγα αυτά που μπορούμε να κάνουμε. Ανθρώπινο».
Η γραφίδα του Σάμιουελ Μπέκετ θυμίζει τον χρωστήρα του Μαρκ Ρόθκο. Μέσα από τη σπαρακτική λιτότητα της φόρμας τους και οι δύο εκφράζουν την αναπόδραστη πανανθρώπινη εμπειρία. Μήτρα-τάφος. Και όλα τα ενδιάμεσα που συνιστούν αυτό που καταχρηστικά ονομάζεται ζωή. «Θα έχει αναμνήσεις από τη μήτρα, όταν πεθαίνει ο άνθρωπος». Ή αλλού: «Ετοιμάζομαι για τη νύχτα. Τη νιώθω να πλησιάζει. Το κουδούνι του ύπνου». Και ενδιάμεσα οι σπασμωδικές απόπειρες του βίου: «Να γελάς τρελά μέσα στην πιο σκληρή οδύνη».
Η βάση και η αφετηρία αυτής της εξαιρετικά προσεγμένης και καλοδουλεμένης παράστασης είναι η έξοχη μετάφραση του Διονύση Καψάλη. Βασιζόμενη σε αυτή, η Σύλβια Λιούλιου, μέσα από την ερμηνεία της Όλιας Λαζαρίδου, έχει αναδείξει τη σημειολογία των πολλαπλών σημάνσεων του μπεκετικού λόγου, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και το φλεγματικό χιούμορ του συγγραφέα, καθοδηγώντας παράλληλα την ηθοποιό της σε έναν υποδειγματικό εστιασμένο ρυθμό, οι λέξεις του οποίου άλλοτε χαϊδεύουν και άλλοτε ραπίζουν τον θεατή, όπως το χτύπημα του κουδουνιού την Ουίνι. «Το κουδούνι κοφτερό σαν μαχαίρι, σαν λεπίδι».
Απελπισία, παραίτηση, πίκρα, ειρωνεία, χαρά, εγρήγορση, κουράγιο αποτυπώνονται στο εκφραστικό πρόσωπο και την ευέλικτη τονικότητα της έμπειρης ηθοποιού, η ερμηνεία της οποίας φέρει το εγγενές τραύμα της υπαρξιακής ταυτότητας, της οντολογικής μοναξιάς.
Στη σκιά της Ουίνι, ο Ουίλι του Άγγελου Σκασίλα ενσαρκώνει την μπεκετική ρήση: «Κανένας πόνος. Πόνος κανείς. Σχεδόν κανείς. Ούτε καλύτερα, ούτε χειρότερα, ούτε πόνος».
Πολύ ενδιαφέρον το σκηνικό του Άγγελου Μέντη, ο οποίος, αντί για τον συνήθη χωμάτινο λόφο που περιγράφει ο Μπέκετ στις σκηνικές οδηγίες του κειμένου του, έχει εμπνευστεί έναν λόφο από βιβλία, τους φορείς των λέξεων, δηλαδή των ανθρώπινων επικοινωνιακών εργαλείων. Η Ουίνι είναι εγκιβωτισμένη μέσα σε λέξεις. Είναι παγιδευμένη μέσα στην ανθρώπινη σύμβαση -και αυθαιρεσία- των λέξεων που μάταια προσπαθούν να περιγράψουν και να νοηματοδοτήσουν τη ζωή.