Ο Γιάννης Μπέζος σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στη διαχρονική κωμωδία του Μολιέρου, που μετατρέπεται σε ελαφριά παράσταση για το ευρύ κοινό.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ιωάννας Κλεφτόγιαννη
Ακριβώς ό,τι είχε συμβεί με τον «Μπόρκμαν» του Ίψεν, σε μετάφραση Σταμάτη Φασουλή, συμβαίνει τώρα με τον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου, που μετέφρασε και σκηνοθέτησε, κρατώντας τον μεγάλο ρόλο, ο Γιάννης Μπέζος. Και το μολιερικό κείμενο, χωρίς να έχει τα ιψενικά μεγέθη –πρόκειται για άλλη δραματουργία– στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου έχει «μικρύνει» τραγικά.
Είναι στιγμές, ενώ παρακολουθείς τον κατά Μπέζο «Φιλάργυρο», που αναρωτιέσαι αν πρόκειται πραγματικά για μετάφραση του έργου του Μολιέρου –που όντως είναι– ή μόνο για μια κοινή σημερινή κωμωδία, που απλώς κρατάει την υπόθεση του μολιερικού πρωτοτύπου. Δεν απουσιάζουν ούτε οι «εκσυγχρονισμοί» που προσγειώνουν τον Μολιέρο στο ελληνικό παρόν.
Έχει γίνει μόδα, σε βάρος τελικά των παραστάσεων, ο σκηνοθέτης να κάνει και τον μεταφραστή. Παρ’ όλα αυτά, ο Γιάννης Μπέζος είναι ένας αρκετά πειστικός και απολαυστικός φιλάργυρος Αρπαγκόν, κάνοντας μια άκρως σωματική ερμηνεία. Στο τραγούδι, άψογος. Η παράστασή του είναι καλοκουρδισμένη, λαϊκή και απευθύνεται στο μεγάλο, όχι ιδιαίτερα εξοικειωμένο με τη σκηνή, κοινό. Στα μεγάλα ατού της είναι οι χαρούμενες μουσικές του Κωστή Μαραβέγια, που ερμηνεύονται ζωντανά και κωμικά από δυο μουσικούς, οι οποίοι παρεμβαίνουν και στη δράση. Ακόμη μία αρετή: τα γουστόζικα κοστούμια του Γιώργου Πάτσα.
Η Δάφνη Λαμπρόγιαννη, γερή κωμικός, αποδεικνύεται πολύ καλή και στον «εξελληνισμένο» Μολιέρο. Οι νεότεροι ηθοποιοί του θιάσου μοιράζονται σε δυο κατηγορίες: στους απλώς επαρκείς και στους εντελώς ανεπαρκείς. Κρίμα.
Η παράσταση ωστόσο παρακολουθείται ευχάριστα και από παιδιά.