Ιλιάδα: Ο Λιβαθινός εντυπωσιάζει, αλλά δεν απογειώνει

Η πεντάωρη «Ιλιάδα» του Λιβαθινού δεν κουράζει, διαθέτει καλές ερμηνείες και σκηνική παρουσία, όμως αποτυγχάνει να απογειώσει το κοινό.
Ιλιάδα: Ο Λιβαθινός εντυπωσιάζει, αλλά δεν απογειώνει
της Ιωάννας Κλεφτόγιαννη

H «Ιλιάδα» του Στάθη Λιβαθινού μπορεί να μην κόμισε το νέο στη θεατρική πράξη , δεν κάνει τομή, αλλά μετέφερε το λόγο της (στη μετάφραση του Δ.Ν Μαρωνίτη) ακέραιο, μαζί με το πολεμοχαρές ομηρικό πνεύμα (με εξαιρετικά σωματικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς), σε μια πεντάωρη παράσταση που δεν κούραζε.

Τοποθετημένη σε ένα μεταβιομηχανικό σκηνικό χώρο, με μια λιμνοθάλασσα, σωρούς από ελαστικά αυτοκινήτων και φορτηγών, σωρευμένες καρέκλες και τραπέζια -πασαρέλα των θεών, η παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών ξετύλιξε αρχικά αργά, εν συνεχεία με ρυθμό σταθερό και επιταχυνόμενο τη μεθοδική δουλειά που γεννήθηκε μέσα από τον αυτοσχεδιασμό.

Οι ηθοποιοί, παρότι στο σύνολό τους ως όψη δεν παρέπεμπαν στους μυθολογικούς ήρωες των σχολικών εγχειριδίων και ούτε κατά διάνοια στα χολιγουντιανά μυθικά πρότυπα - ο σκηνοθέτης τούς γύρισε την πλάτη επιδεικτικά, πέτυχαν αξιοπρόσεκτες ερμηνείες. Όχι όλοι. Καλύτερες των ανδρών οι γυναίκες. Εντυπωσιακά εξελισσόμενες οι Αμαλία Τσεκούρα, Νεφέλη Κουρή. Στέρεες, ωστόσο διολισθάινουσες στον στόμφο η Μαρία Σαββίδου και η Αργυρώ Ανανιάδου. Ο Δημήτρης Ημελλος μάς αιφνιδίασε , «αδύναμος» και κουρασμένος στο πρώτο μέρος. Τους υπόλοιπους ρόλους υποδύθηκαν -ακόμη και τρεις-τέσσερις ταυτόχρονα!- οι Γιώργος Χριστοδούλου, Νίκος Καρδώνης, Χρήστος Σουγάρης, Αρης Τρουπάκης, Γιάννης Παναγόπουλος, Γεράσιμος Μιχελής, Γιώργος Τσιαντούλας κ.ά.

Τι είναι αυτό που συγκρατεί ο θεατής από την πολυαναμενόμενη «Ιλιάδα»; Τα ευφάνταστα συμπλέγματα, χορογραφίες πολεμικές, των σκηνών μάχης. Τις θεότητες που ίπταντο γυμνόστηθες πάνω από τους απλούς θνητούς ή ημίθεους. Τους γάντζους των σφαγείων που πηγαινοέρχονταν με τα αμπέχωνα των πολεμιστών (η αισθητική τους αναγνωρίσιμη , με τη σφραγίδα της Ελένης Μανωλοπούλου), σχολιάζοντας ειρωνικά και αρνητικά τον πόλεμο στη διαχρονία του. Το συνεχή παλμό που δινόταν από τις μουσικές υπογραμμίσεις, φράση -φράση του κρουστού Μανούσου Κλαπάκη, χωρίς όμως ποτέ η σκηνική δράση να κάνει την υπέρβαση. Τη σκληρή δουλειά του σκηνοθέτη με τους ηθοποιούς του, κυρίως, η οποία βρισκόταν και πρωταγωνιστούσε πάνω στη σκηνή.

Δύσκολη η πρώτη ύλη που είχε στα χέρια του ο Λιβαθινός. Η παράστασή του, αν και καλύτερη από την Οδύσσεια του Ρομπερτ Γουίλσον, βασισμένη αποκλειστικά στις δυνάμεις των ηθοποιών, που έκαναν πρωταθλητισμό, δεν απογείωσε τελικά τους θεατές.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v