Άλκηστη Ηλιάδη, είναι το θέατρο μιας μορφής ψυχοθεραπεία;
Η συγγραφέας και σκηνοθέτης του πρωτότυπου έργου Ψ. που ανεβαίνει από τις 9 Νοεμβρίου στο Studio Μαυρομιχάλη, μιλά στο in2life.
Παλαιότερο των 360 ημερών
«Μην περιμένεις κανέναν να σε βγάλει απ’ την ντουλάπα. Μίλα κι ασ’ τα θαύματα να κάνουν φασαρία.»
Ένα φρέσκο θεατρικό έργο με ήρωες που αναμετρώνται με τους φόβους, τις εξουσιαστικές φιγούρες και τις καταπιεστικές συμβάσεις που μας κλειδώνουν στη ντουλάπα μας, έρχεται από τις 9 Νοεμβρίου στο Studio Μαυρομιχάλη. Λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα, μιλήσαμε με την συγγραφέα και σκηνοθέτη Άλκηστη Ηλιάδη, για όσα μας βγάζουν από τα αδιέξοδά μας, για τον ρόλο του θεάτρου σε αυτή τη διαδικασία, και για το σύγχρονο ελληνικό έργο που κατακτά αργά αλλά σταθερά τις θεατρικές σκηνές της πόλης.
Τι σας ενέπνευσε την σύλληψη και συγγραφή του Ψ.; Το «Ψ.» είναι παιδί της απελπισίας, αλλά κοιτάζει προς το φως. Kυοφορήθηκε χρόνια μέσα μου. Γεννήθηκε όμως ακριβώς τη στιγμή που αισθανόμουν ανυπέρβλητη την ανάγκη να σκάψω ένα μονοπάτι προς το φως, εκεί που ένιωθα ότι δεν υπήρχε χώρος για όνειρα. «Εμείς φτιάχνουμε τις ευκαιρίες μας. Τις αναπνοές μας. Γιατί η ψυχή αναπνέει από ανάγκη.» λέει ο Ψ. στο έργο. Η ευλογία της καλλιτεχνικής έκφρασης είναι ακριβώς αυτή: μετουσιώνει σε δημιουργική δύναμη τις στιγμές της κάμψης, δίνοντας ώθηση στη ψυχή να ορθωθεί και να διασχίσει το σκοτάδι, ελπίζοντας πως αυτό κάπου το διαδέχεται το φως.
Η ενδοσκόπηση ήταν η αφετηρία για τη συγγραφή αυτού του έργου. Για αυτό, το έργο είναι γλυκόπικρο, αστείο μα και βίαιο, όπως κάθε εσωτερική διαδρομή. Ήταν μια διαδικασία διαπλαστική, σχεδόν ψυχαναλυτική για μένα. Οφείλουμε να αφουγκραζόμαστε το «πολύχρωμο» παζλ φωνών που, αν και φιμωμένες, ουρλιάζουν στην ψυχή μας κι ύστερα, αναγνωρίζοντας τες ως κομμάτια μας οργανικά, να τους δώσουμε χώρο να ανασάνουν, απελευθερωμένες από εγκρατήσεις, φόβους, ανασφάλειες που μας κρατούν δέσμιους στα σκοτάδια μας. Στέκει, λοιπόν, ως προσωπικός φάρος, για να μην ξεχάσω ποτέ πώς «πλοηγήθηκα» όταν βρέθηκα σε βαθύ σκοτάδι. Γράφοντάς το αισθανόμουν την ανάγκη να δώσω απαντήσεις, που θα λειτουργούσαν ως πυξίδα για το μέλλον.
Αυτή ήταν μια απλήρωτη οφειλή προς τον εαυτό μου. Να βγάλω από τη ντουλάπα τη δική μου Ψουψούλα.
Δεν ήταν όμως μόνο ιδιοτελές το κίνητρο της συγγραφής του «Ψ.». Πιστεύω πως ο δημιουργός σε οποιαδήποτε τέχνη οφείλει να επιτελεί μία ανώτερη αποστολή, εκτός από το να ομφαλοσκοπεί. Είναι ανάγκη να γίνεται το στόμα, οι λέξεις, η αναπνοή για τον Άλλο. Για τον αναγνώστη ενός βιβλίου του, το θεατή μίας παράστασής του ή κάποιον που σιγοψιθυρίζει ένα τραγούδι του. Να μετουσιώνεται ο ίδιος μέσα από το δημιούργημά του σε όχημα της συλλογικής έκφρασης. Σήμερα, η ευθύνη των δημιουργών είναι ακόμη πιο βαθιά από την στείρα καλλιτεχνική παραγωγή: Να πατάξουν τη σιωπή που επιβάλλεται με χίλιους τρόπους, αν και βιώνουμε την πιο πολύβουη εκδοχή του Κόσμου μας. Να συμβάλλουν με το έργο τους στο να εξαρθρωθεί η Σπείρα του ωχαδελφισμού και της αλλοτρίωσης που κατατρώει τον κοινωνικό ιστό και τη θέση της να πάρει η αφοβιά της ελεύθερης έκφρασης και η ανεμπόδιστη επίδοση της πραγματικής μας ταυτότητας στα Τέρατα – μέσα και έξω μας – που μας φιμώνουν και μας κατακρεουργούν. Ο δημιουργός πρέπει να γίνεται το στόμα των άφωνων ή των φοβισμένων. Η πρώτη γραμμή αντίστασης της κοινωνίας μας.
Το «Ψ.» γράφτηκε με αφετηρία την ανάγκη να τακτοποιηθεί μία «μέσα τρικυμία». Σύντομα όμως ευτυχώς απέκτησε δική του υπόσταση κα ανεξάρτητη δυναμική, από τη σύλληψή του ως την παρατάσιμη μορφή του. Δεν εγκλωβίστηκε ως φερέφωνο σε έναν άγονο κύκλο δημιουργίας τέχνης - για - την – τέχνη. Είναι η ανάγκη του να μιλήσει στους Άλλους που το κινητροδοτεί. Στις «ψυχές με πολύχρωμους εαυτούς που είναι βουβοί μέσα στα καλούπια». Αλλιώς, η σκοτεινιά που «κουρνιάζει στην ψυχή και τρέφεται με τραύματα» θα νικήσει.
Το κείμενο μεταπλάστηκε, διαλύθηκε δεκάδες φορές, σε μια διαδικασία εσωτερικής «ανασκαφής» βαθύτατα εκπαιδευτική για μένα ως συγγραφέα του, με σκοπό να είναι όσο πιο άρτιο γίνεται. Φέρει αυτοβιογραφικά στοιχεία ως πρώτη ύλη, ωστόσο δεν εγκλωβίζεται σε αυτά. Η πρώτη ύλη μετασχηματίζεται δημιουργικά, συχνά «διαστρέφεται» μέσα από φακούς «διακωμώδησης» για να αποκολληθεί από την περιοριστική αναφορά στο ατομικό βίωμα και να αποκτήσει μία «αυτόνομη» ζωή που αφορά πολλούς. Σκοπός είναι το «Ψ.» να αποτελεί δίαυλο ευρύτερης θεώρησης του ατομικού βιώματος ως συλλογικού.
Εξιστορεί ένα ταξίδι στη συνύπαρξη των διαφορετικών ως ύμνος στη δυαδικότητα, που βρίσκει την καλύτερη έκφραση της στην αμοιβαία αποδοχή, στη σύμπλευση. Η αρμονία του «Ψ.» συνδέεται με τη συνέπεια σκοπών, λόγων και έργων προς τον εαυτό και την ψυχή μας. Για αυτό αναδεικνύει την ατομική ευθύνη σε καταλύτη για την απελευθέρωση από τους δαίμονές μας. Είναι ένα έργο για τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ημών και της Ψυχής μας. Αφορά ανθρώπους όλων των ηλικιών, καθώς, μεταξύ άλλων διαστάσεών του, εμπεριέχει στοιχεία που αφορούν στον εκφοβισμό και την καταπίεση, αλλά και στα εργαλεία που οφείλει το άτομο να ενεργοποιήσει για να αντιταχθεί σθεναρά σε κάθε μορφή επιβολής.
Τι είναι αυτό που χρειαζόμαστε για να βγούμε τελικά από το καταφύγιο της ντουλάπας μας, εκτός από θάρρος; Όπως κάθε Έξοδος, έτσι και αυτή, η έξοδος από τις Ντουλάπες των προσωπικών εγκρατήσεων, των φόβων, των αμφιβολιών, είναι διαδικασία πολυπαραγοντική. Σχεδόν ισοδύναμη με ένα μικρό θαύμα. Γιατί σε αυτήν, είμαστε αντιμέτωποι με τον πιο κραταιό εχθρό. Τον Εαυτό μας.
Η γέννηση ενός νέου Εαυτού προϋποθέτει το θάνατο του παλιού μας είναι. Και η αποδοχή αυτής της πιθανότητας, ίσως στέκεται στην αφετηρία της διαδρομής της Εξόδου. Γιατί πρέπει με πόνο να αποχωριστούμε κάτι πολύ δικό μας, απόλυτα οικείο: τη συνήθεια του «έτσι είμαι». Συνολικά, οι αλήθειες που φοβόμαστε να αντικρύσουμε ίσως να συνιστούν το κλειδί για το σπάσιμο των δεσμών μας. Αν θα καταφέρουμε να ελευθερωθούμε ή όχι, εξαρτάται από τη δύναμή μας να δούμε κατάματα την πραγματικότητα. Στο «Ψ.» άξονας της δράσης είναι σταθερά αυτός: «Μην περιμένεις κανέναν να σε βγάλει απ’ την ντουλάπα. Μίλα κι ασ’ τα θαύματα να κάνουν φασαρία». Η ατομική ευθύνη σε έναν τραυματικό κόσμο είναι αναντίρρητη. Μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την απελευθέρωση από τους δαίμονές μας, αλλά και ως τα χειρότερα δεσμά για το στραγγαλισμό του εαυτού μας.
Η αυτεπίγνωση, επίσης, ως ιδιότητα περικλείει πολλά από τα ελατήρια μίας τέτοιας Εξόδου. Αναπτύσσοντας την αυτογνωσία μας, την παρακολούθηση του εσώτερου Εαυτού μας, αποστασιοποιούμενοι από τους δαίμονες μας, ερχόμαστε πιο κοντά στην απελευθέρωση.
Επίσης, η αντοχή είναι συνιστώσα της Εξόδου. Το ενδοσκοπικό ταξίδι είναι τρυφερό, αστείο, πικρό, επώδυνο και βίαιο, μα και χωρίς επιστροφή. Μέσο του είναι η αναμέτρηση μας με τα τραύματα που μας στοιχειώνουν. Η αντοχή και η ανοχή μας στα «κομμάτια» μας που είναι στερημένα από το φως είναι μονόδρομη επιλογή, όπως και η αποδοχή τους, ως αναπόσπαστων μερών της ψυχικής μας γεωγραφίας, της ίδιας μας της Ύπαρξης. Μόνο αγαπόντας τα δια βίου μπορούμε να ονειρευτούμε ότι σπάμε τα δεσμά της Ντουλάπας.
Μα και η ψυχραιμία και η υπομονή. Τι αρετές, διόλου αυτονόητες, ειδικά στην βίαιη και καταιγιστική εποχή που ζούμε. Είναι νίκη μας να αγωνιζόμαστε να μείνουμε σταθερά προσανατολισμένοι στο φως, περνώντας από το σκότος αλλά οραματιζόμενοι τη λύτρωση. Εξάλλου το ταξίδι αυτό της Εξόδου μπορεί να διαρκέσει χρόνια ή και μια ζωή. Πώς να πλοηγηθεί κανείς, λοιπόν, αν όχι με υπομονή και ψυχραιμία, κλείνοντας σταθερά τα αυτιά στις εξουσιαστικές φιγούρες που μας απειλούν ή και μας συντρίβουν, για να μας απομακρύνουν από το όραμα της Απελευθέρωσης;
Και ο χρόνος όμως παίζει σπουδαίο ρόλο. Η μετασχηματιστική διαδικασία της Εξόδου κυοφορείται μέσα μας και γεννιέται από εμάς, όταν είμαστε πραγματικά έτοιμοι, ειλικρινείς και συνεπείς με τον Εαυτό μας. Όταν δεν μπορούμε να ανασάνουμε αλλιώς, παρά όντες εντελώς ελεύθεροι. Κι αυτό μπορεί να αργήσει χρόνια.
Συνοδοιπόροι στην Έξοδο, οι Άνθρωποι. Κάποιες φορές, ακόμη κι αν το θάρρος λείπει ή έχει θαφτεί κάτω από τη σκόνη του αυτοπεριορισμού, το ρόλο του «ελατηρίου» μπορούν να πάρουν οι Άνθρωποί μας. Οι Νησίδες Ασφαλείας μας που απροϋπόθετα βρίσκονται πλάι μας, αν το επιτρέψουμε. Και έτσι εγκαθιδρύονται οι ακλόνητες σχέσεις με τους Άλλους. Όταν μας συναντήσουν στα ευάλωτα εσωτερικά της Ντουλάπας μας και μας συντροφεύσουν ως την Έξοδο, με σεβασμό, αγάπη, αυταπάρνηση και πραγματική ανθρωπιά.
Αντίθετα, η σιωπή, η ανοχή (έξωθεν και έσωθεν επιβεβλημένη αλλά το ίδιο επικίνδυνη και ισοπεδωτική), η μέσα τυφλότητα είναι μάστιγα για την ψυχή. Το πιο βίαιο κρυφτό είναι αυτό που παίζουμε με τον Εαυτό μας, όχι με τους άλλους. Εθελοτυφλούμε, περιμένοντας λύσεις ως μάννα εξ ουρανού. Κάνουμε αντιπερισπασμό σε μας, αρνούμενοι να αγκαλιάσουμε τις αδυναμίες μας και να βγούμε στο φως, πριν μας καταπιεί το σκοτάδι. Στον αντίποδα, με ευκολία κατηγορούμε τους άλλους για τις ανεπάρκειες ή τις αποτυχίες μας. Όμως η ευθύνη να βγούμε από τη Ντουλάπα είναι δική μας. Η δύναμη είναι μέσα μας. Εκεί πρέπει να την αναζητούμε. Να επιτρέψουμε στη μέσα μας φωνή να αρθρωθεί ελεύθερα και άφοβα. Τότε γίνονται τα θαύματα. Όταν μιλήσουμε ανοιχτά για τα τραύματα. Το «Ψ.» είναι μια ιστορία για τα στόματα που (μας) κλείνουν και (μας) κλείνουμε. Και για τη ζωή που γλιστρά από τα χέρια μας, χωρίς μιλιά.
Τελικά, το θάρρος δεν είναι προϋπόθεση της απελευθέρωσης, μα ένα εργαλείο. Ίσως η απελευθέρωση δεν είναι καν θέμα γενναιότητας αλλά συγχρονισμού των δυνάμεων έλξης και άπωσης μεταξύ του εαυτού που ονειρευόμαστε και των εγκρατήσεων που μας δεσμεύουν. Αυτός ο «πόλεμος» δεν σταματά ποτέ. Μόνο μας όπλο, να αφουγκραζόμαστε την Αλήθεια μας, τη φωνή που αρθρώνεται μέσα μας. Η ειλικρινής σχέση με τον εαυτό μας είναι πάντα ιαματική, όσα τέλματα και αν φαινομενικά αντιμετωπίσουμε. Υπό αυτή την έννοια, η σωτηρία μας, η Έξοδός μας, δεν θα είναι ποτέ συγκυριακή ή αποτέλεσμα μιας ιδιότητάς μας, όπως το θάρρος, αλλά μεθοδευμένη και συστηματική διαδικασία ζωής.
Μπορεί το θέατρο να βοηθήσει σε αυτό; Για το θεατή, η θεατρική εμπειρία μπορεί να είναι άκρως μετασχηματιστική, σχεδόν ιαματική. Με την ευχέρεια της αποστασιοποίησης από όσα βιώνουν οι ήρωες ενός έργου, παρακολουθώντας το από τη θέση ενός θεατή, μπορεί κανείς να κάνει ταυτόχρονα μία κατάδυση στη δική του Ψυχή σχετικά προστατευμένος αλλά σταθερά προβληματισμένος. Μπορεί να ταυτίζεται με τους ήρωες ή να διαφοροποιείται πλήρως. Παρακολουθώντας όμως τον αγώνα για την ψυχική σωτηρία τους, τα στάδια που περνούν, την εσωτερική πάλη που βιώνουν, τις συνθήκες που τους εκτρέπουν πρόσκαιρα από τον απώτερο σκοπό τους, ο θεατής αναγνωρίζει αντίστοιχα τις δικές του ανάλογες διαδρομές και εμπειρίες, σκέφτεται και επεξεργάζεται, παραβάλλοντας γεγονότα ενίοτε με τη δική του πραγματικότητα. Συνδεόμενοι με τον ήρωα και παρακολουθώντας το ταξίδι της αποδοχής των τραυμάτων που είναι προϋπόθεση για τη σωτηρία μας, οι θεατές βλέπουν να αναπαριστάται μπροστά τους μια πορεία που ίσως προσομοιάζει στη δική τους ζωή. Το θέατρο δεν παρέχει λύσεις, ωθεί όμως στον προβληματισμό, στην αναρώτηση, στην αμφισβήτηση των θέσφατων και αναπαριστά ολοζώντανες φέτες ζωής, με συχνά συγκλονιστικές ομοιότητες με αυτές της ζωής των θεατών.
Ενδεικτικά στην περίπτωση του «Ψ.», παρακολουθώντας πώς βιώνουν οι ήρωες τον εγκλεισμό, την αλλοτρίωση, την παραίτηση, οι θεατές έχουν την ευκαιρία να δουν να προβάλουν μπροστά τους ανάγλυφες οι δυνάμεις που πρέπει να ενεργοποιεί κανείς για τη σωτηρία του μκρού, κρυμμένου Εαυτού του. Κι αν η παράσταση γίνει εφαλτήριο για κομβικές αλλαγές στη ζωή τους, ποια μεγαλύτερη αναγνώριση για τον δημιουργό και τον ερμηνευτή; Και σε αυτό έγκειται η καταλυτική επιδραστικότητα του θεάτρου και ο κοινωνικός χαρακτήρας του. Ότι μας αφορά όλους όχι απλώς ως θέαμα αλλά ως αφετηρία για την αλλαγή που επιθυμούμε να βιώσουμε. Χωρίς να μας κατευθύνει, το θέατρο μπορεί να στρέψει την προσοχή μας στην ουσία, κάνοντας τις κατάλληλες αναγωγές από το ειδικό μιας παράστασης στο γενικό της ανθρώπινης φύσης.
Πώς εντάσσετε την μουσική στην παράστασή σας; Ο ρόλος της μουσικής στην παράσταση είναι οργανικός. Χρησιμοποιείται σχεδόν ως εκφραστικό μοτίβο, για τις πιο κομβικές και χαρακτηριστικές στιγμές του έργου. Συνιστώσα και αυτή της ανάγκης μας για πολυμεσική έκφραση, αλλά όχι τυχαία επιλεγμένη. ‘Αλλωστε, ο καμβάς μίας παράστασης, δεν μπορεί να συντίθεται από ατάκτως ερριμένα στοιχεία, στο βωμό μίας καλλιτεχνικής πολυφωνίας χωρίς νόημα. Πρέπει να είναι άρτια ενορχηστρωμένος και κάθε εκφραστικό να έχει λόγο ύπαρξης και να επιτελεί συγκεκριμένο ρόλο.
Καθώς το «Ψ.» είναι ένα έργο πολύχρωμο μα και σκοτεινό, τα τραγούδια και οι μουσικές συνθέσεις λειτουργούν ως Νησίδες Ασφαλείας. Μες το σκοτάδι του ταξιδιού, οι ήρωες στιγμές-στιγμές βγάζουν το κεφάλι τους από τα αχαρτογράφητα νερά για μία ελεύθερη αναπνοή. Άλλοτε με εξωστρεφή και θεατράλε τρόπο οι συνθέσεις γίνονται τα οχήματα χαρούμενων συναισθημάτων και άλλοτε, με εσωστρεφή διάθεση απολογισμού, μετεξελίσσονται σε εφαλτήρια για ενδοσκόπηση και δυναμιτίζουν το κλίμα της σκηνής. Τα τραγούδια λειτουργούν ως μουσικά ιντερμέδια που ζωντανεύουν εικόνες. Δεν έχουν διαμορφωθεί για να ξεκουράσουν ως διάλλειμα από τη δράση, αλλά για να «οπτικοποιήσουν» μουσικά τα στάδια που βιώνουν οι ήρωες και αναπόσπαστο κομμάτι της δράσης.
Οι συνθέσεις είναι εμπνευσμένες από το έργο και τη δυναμική κάθε σκηνής και εναρμονίζονται πλήρως με την πορεία «εξόδου» των ηρώων στο φως. Κάθε μουσικό ιντερμέδιο που συνέθεσε και ενορχήστρωσε πρωτότυπα ο Οδυσσέας Αποστολόπουλος, με την εκφραστική συνδρομή του Νίκου Αρβανίτη στις κιθάρες δεν πλαισιώνει απλώς το έργο, αλλά του δίνει τη «μουσική φωνή» του, λειτουργώντας ως εργαλείο διείσδυσης στις ψυχές των θεατών. Η μουσική μπορεί να είναι άμεσα επιδραστική στους ανθρώπους. Στο «Ψ.», σκοπός μας είναι αυτή να μεταφέρει αισθήματα, να υποβάλει το θεατή σε σκέψεις, να γεννήσει εικόνες και να λειτουργήσει ως συγκολλητική ουσία στις σκηνικές σχέσεις των ρόλων.
Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει δοθεί στον στίχο. Επιθυμία μας ήταν τα τραγούδια αυτά να έχουν ζωή και πέραν του έργου. Το περιεχόμενό τους δηλαδή να συναντήσει το θεατή έξω από τον χώρο του θεάτρου και να συνεχίσει να τον αφορά ακόμη και μετά το χειροκρότημα του φινάλε. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η διάσταση της μουσικής επένδυσης για τους δημιουργούς σε ένα έργο που δεν ανήκει τυπικά στην κατηγορία του musical, γιατί οι συνθέσεις συμβάλλουν οργανικά στο να γίνει ο θεατής του έργου του κονωνός των βαθύτερων νοημάτων, με έναν άμεσο τρόπο όπως αυτός που προσφέρει η μουσική. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλά από τα ομορφότερα ελληνικά τραγούδια ξεκίνησαν την πορεία τους πλαισιώνοντας θεατρικά επεισόδια, είχαν όμως πολλά να δώσουν όταν ερμηνεύτηκαν και ως αυτοτελείς μουσικές ιστορίες. Αυτό είναι και το δικό μας όραμα για τις μουσικές συνθέσεις του «Ψ.».
Τα τελευταία χρόνια τα έργα νέων Ελλήνων συγγραφέων διεκδικούν την θέση τους στο θέατρο που για πολύ καιρό πορευόταν με την ασφαλή λύση του κλασικού ρεπερτορίου. Πού πιστεύετε ότι οφείλουμε αυτό το ευτυχές γεγονός; Η συγγραφή, η πρωτογενής δηλαδή δημιουργία, πηγάζει από την επιθυμία να αποτυπώσεις την ψυχή, τις σκέψεις, τους προβληματισμούς σου με τρόπο (και κυρίως με μέσο) διαχρονικό, όπως είναι η γραφή. Το στοιχείο του εφήμερου, που ενυπάρχει ας πούμε στην θεατρική πράξη, δεν απαντάται στην τέχνη της συγγραφής. Ένα καταγεγραμμένο έργο μπορεί να συνεχίσει να μεταδίδει τον παλμό της εποχής κατά την οποία γράφτηκε και μάλιστα εξαιρετικά ανάγλυφα, πολλές δεκαετίες μετά την ολοκλήρωσή του. Αυτή η διάρκειά του στο χρόνο είναι ενδεικτική της διαχρονικότητας των αξιών και των μηνυμάτων του.
Ως δημιουργοί, είναι σημαντικό να αντιλαμβανόμαστε την ευθύνη μας στην ανάγλυφη αποτύπωση της εποχής μας. Βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο, όπου συναντιέται το εφήμερο Τώρα μας με την ανάγκη μας να καταγράψουμε στο Πάντα τις φωτιές που κατακαίνε το Σήμερά μας. Η σύγχρονη θεατρική συγγραφή ίσως υιοθετείται με αυξημένο ενδιαφέρον, λόγω της αίσθησης ότι το Σήμερά μας θα αφορά το Αύριο μα και το Απώτερο Μέλλον. Ότι υπάρχει «υλικό» να διασωθεί, να μετασχηματιστεί, να λειτουργήσει ως καμβάς για μελλοντικό προβληματισμό. Ίσως οι δημιουργοί αντιλαμβάνονται τον παλμό της εποχής μας ως βαθιά κοινωνική δόνηση που δεν θα αφορά μόνο το παρόν, βιώνεται δε ταυτόχρονα και συλλογικά σε όλο τον κόσμο. Στην παρούσα συγκυρία, ζούμε μέσα στη μήτρα του Αύριο και πρέπει να καταγράψουμε αυτή την ενδομήτρια εμπειρία πριν εξαϋλωθεί και περάσουμε στη Γέννηση μιας νέας πραγματικότητας που κυοφορείται τα τελευταία αρκετά χρόνια. Γιατί όσο και αν η ιστορία κυκλικά επαναλαμβάνεται, ο άνθρωπος, ως δημιουργός, έχει μία ευθύνη, να καταγράφει, να περιγράφει, να φωτογραφίζει, να διατυπώνει ερωτήματα. Ειδικά όσα είναι πανανθρώπινα. Και να τα συγκροτεί σε έργο, αποτυπώνοντας τους τρόπους με τους οποίους αυτά τίθενται ως προβληματισμοί και επιλογές στην δική του εποχή. Και μελλοντικά η πρωτότυπη δημιουργία να διευρύνει τα όριά της με κάθε νέα ανάγνωση, να ανανεώνεται χάρις σε άλλους καλλιτέχνες, αντλώντας ζωή και από τις δικές τους εμπειρίες. Έτσι ένα σύγχρονο μας έργο μπορεί να μεγεθύνεται ως προς την επιδραστικότητά του σε βάθος χρόνου.
Ας δούμε, ενδεικτικά, το «Ψ.». Είναι σύγχρονο έργο, γραμμένο την περίοδο 2018-2020 σε μία εποχή που φαινομενικά ενθαρρύνεται η πολυφωνία και η διαφορετικότητα. Βλέποντας όμως το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο γύρω μας, αναδύονται πολλαπλά ερωτήματα: Είμαστε, πραγματικά έτοιμοι να υπάρχουμε με σεβασμό ως «διαφορετικοί» μεταξύ μας; Έχουν εξαφανιστεί πλήρως οι αγκυλώσεις του χτες για την επιβεβλημένη ομοιομορφία; Πώς αντιμετωπίζουμε το ψυχικό τραύμα, που προκύπτει από τις καταπιεστικές συμβάσεις και τις εξουσιαστικές φιγούρες που μας φιμώνουν; Πώς συμφιλιωνόμαστε με τον εαυτό μας; Πόσο τον αφουγκραζόμαστε, όταν οι γύρω φωνές μας αποξενώσουν από αυτόν; Στο δυτικό κόσμο έχουμε πλέον όλες τις ελευθερίες που χρειάζεται ο άνθρωπος για να αναπτυχθεί ανεμπόδιστος. Τις αξιοποιούμε όμως; Κι αν όχι, τι φταίει; Σε ποιο βαθμό οι «άλλοι» θέτουν τα εμπόδιά προς την αυτοεκπλήρωση μας; Ποια είναι, τελικά, η προσωπική μας ευθύνη στην αλλαγή;
Το «Ψ.» μιλάει για θέματα διαχρονικά, υπό το πρίσμα όμως του τοπίου που έχει διαμορφωθεί στο Σήμερά μας. Νομίζω ότι αυτό που καθιστά αναγκαία την σύγχρονη δραματουργική δημιουργία είναι η ανάγκη των δημιουργών να μιλήσουν για τις αιώνιες πανανθρώπινες αξίες με τους όρους των εκάστοτε «Σήμερα». Να φορέσουν γυαλιά που θα τους επιτρέψουν να ερμηνεύσουν τις Αλήθειες μέσα στο κατά περίπτωση σύγχρονό τους τοπίο και όχι με αποστειρωμένη παρελθοντολογία. Να δουν υπό αυτό το πρίσμα και με τα υφιστάμενα πλέον εργαλεία αν ο Άνθρωπος έχει κατακτήσει νέες κορυφές ή πρέπει να γυρίσει στα (διόλου) αυτονόητα των αξιών και να τα επεξεργαστεί με λεπτότητα από το μηδέν σαν να πρωτοπατά στη γη μόλις σήμερα.
Η σύγχρονη δραματουργία έχει επίσης ως εφαλτήριο την ανάγκη των δημιουργών να καταγράψουν με διαφορετικές φόρμες (ή και χωρίς φόρμες) την πραγματικότητα. Εν προκειμένω, η ελευθερία που υπάρχει σε δημιουργικό επίπεδο και η λογική της πολυμεσικής έκφρασης στο πλαίσιο μίας παράστασης, διαμορφώνουν μια ευέλικτη ζώνη για τους δημιουργούς, μέσα στην οποία μπορούν οι ίδιοι να επιλέξουν ανεμπόδιστα όποια εκφραστικά μέσα και στοιχεία τεχνών επιθυμούν, ώστε να συγκροτήσουν το έργο τους πολυσυλλεκτικά, μακριά από αυστηρές φόρμες. Υπό την έννοια αυτή, ένα έργο σαν το «Ψ.» που συμπεριλαμβάνει σημαντικό αριθμό τραγουδιών, μουσικών συνθέσεων και προηχογραφημένων ακουστικών αποσπασμάτων ως αναπόσπαστα μέρη του κορμού του, μπορεί να αποτελέσει ένα πολυσυλλεκτικο θέαμα, χωρίς αυστηρά να κατατάσσεται στην κατηγορία του Musical ή του αμιγούς θεατρικού έργου. Σε επίπεδο δημιουργού, η ελευθερία αυτή μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά και πολύ εμπνευστικά.
Εν κατακλείδι, η πύκνωση της δραματουργικής παραγωγής στην εποχή μας ίσως είναι ενδεικτική της πολλαπλότητας των ερεθισμάτων που υφίστανται αλλά και της ύπαρξης σοβαρών προβληματισμών σε σχέση με την συλλογική μας πορεία και τον ρόλο μας στην καταγραφή της. Εδώ όμως έγκειται η ευθύνη των δημιουργών. Εύχομαι να είμαστε «γενναίοι». Να μιλούμε όταν πρέπει, να σιωπούμε όπου χρειάζεται. Γιατί αυτή η εποχή, δυστυχώς, ενθαρρύνει τη φλυαρία. Όταν έρθει η ώρα να μιλήσουμε, ας έχουμε κάτι σημαντικό να δηλώσουμε, κάτι αληθινά επιδραστικό για την κοινωνία μας, για τις ψυχές μας. Ας μην αναλωνόμαστε στην αυτοεκπλήρωση των φιλοδοξιών μας και στη στείρα παραγωγή, μόνο για λόγους εντυπωσιασμού. Να είμαστε ουσιαστικοί. Και κάποιες φορές να απέχουμε, μέχρι να πυκνώσει μέσα μας η ανάγκη να μιλήσουμε.
Το θέατρο είναι ένα εξαίσιο πεδίο άσκησης στο «μοίρασμα». Για πολλές δεκαετίες, γινόμαστε κοινωνοί των μεγάλων δημιουργών. Αν τώρα είναι η σειρά μας, πρέπει να λειτουργήσουμε συνθετικά. Να εντρυφήσουμε στα μεγάλα κείμενα με ταπεινότητα και αν εντοπίζουμε δημιουργικά κενά, εφόσον έχουμε κάτι να πούμε, να ορμάμε στη δημιουργία α με ταπεινότητα. Και να λειτουργούμε σαν καθρέφτες. Μέσα από τα σύγχρονα έργα, να δίνουμε φωνή στα βουβά πρόσωπα της δικής μας καθημερινότητας, που όμως «ρίχνουν νερό στο μύλο της ζωής». Αν τα έργα αυτά έχουν κάτι να πουν, θα βρουν στην πορεία των ετών τη δική τους φωνή και θα βροντοφωνάζουν όταν εμείς θα είμαστε παρελθόν.