πηγή: Classicalmusic.gr
του Αλέξανδρου Χαρκιολάκη (*)
Υπάρχει μία θεωρία, κάπως κυνική είναι η αλήθεια, που λέει ότι ένας άνθρωπος πεθαίνει όταν αρχίζει να γίνεται επικίνδυνος για την μετέπειτα πορεία όλου του πλανήτη. Ο θάνατός του επέρχεται, φαινομενικά και πάντα σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία, από ατύχημα, αρρώστια, δολοφονία ή και από φυσικά αίτια.
Όμως, σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία, η αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος αυτός εγκαταλείπει τα εγκόσμια γιατί είναι ικανός να διαταράξει την πορεία της ανθρωπότητας, να φτάσει τη γνώση ή την τέχνη στα όριά της και να τα ξεπεράσει με τέτοιο τρόπο που να μην υπάρχει τίποτα για τους υπόλοιπους να κάνουν. Η θεωρία αυτή παρουσιάζει ίσως ένα κενό όσον αφορά αυτούς που διαπράττουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, αλλά εδώ θα περιοριστούμε στους πνευματικούς δημιουργούς.
Μπορεί όλα τα παραπάνω να ακούγονται μακάβρια και πεσιμιστικά, αλλά αν για μια στιγμή μπορούσαμε να ασπαστούμε αυτή τη φιλοσοφική ιδέα θα ήταν δυνατό να εξηγήσουμε πάρα πολλά ζητήματα σχετικά με το φαινόμενο Μότσαρτ. Παρ’ όλο λοιπόν που φέτος εορτάζουμε τα 250 χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη εμείς ξεκινήσαμε ανάποδα: ασχοληθήκαμε με τον θάνατό του. Αυτό έγινε για ένα και μοναδικό λόγο, για να μπορέσουμε να καταδείξουμε για άλλη μία φορά την μεγαλοφυΐα του, την μεγαλοφυΐα ενός ανθρώπου που έζησε μονάχα 35 χρόνια και πρόλαβε να δημιουργήσει όσα θα δημιουργούσαν γενιές ανθρώπων μέσα σε 350 χρόνια.
Επανερχόμενοι στην παραπάνω υπόθεση εργασίας, αν ο Μότσαρτ ζούσε 70 χρόνια και η μουσική παραγωγή του παρέμενε στα πλαίσια που είχε θέσει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, τότε είναι εξαιρετικά πιθανό να είχε γράψει το πρώτο σειραϊκό ή το πρώτο ατονικό έργο του κόσμου. Υπερβολικό ίσως το παράδειγμα, αλλά μόνο μέσω της υπερβολής είναι δυνατόν να περιγράψει κάποιος τις μουσικές ικανότητες αυτού του συνθέτη.
Το 2006 λοιπόν έχει χαρακτηριστεί παγκοσμίως ως έτος Μότσαρτ. Η αλήθεια είναι όμως ότι έτος Μότσαρτ διανύουμε κάθε χρόνο (όπως διανύουμε και ”έτος Μπετόβεν”, ”έτος Σοπέν” κ.λπ.). Αυτό συμβαίνει διότι τα έργα των κλασικών συνθετών παίζονται πάρα πολύ συχνά με συνέπεια μία γιορτή, όπως είναι η φετινή να μην έχει να προσθέσει κάτι από άποψη ερμηνείας. Ή μήπως δεν είναι έτσι;
Μήπως δηλαδή αυτά που ακούμε συχνότατα από τις συμφωνικές ορχήστρες και τους σολίστες δεν είναι παρά ένα μικρό μέρος της παραγωγής αυτών των συνθετών και πολλά, ίσως ισάξια των παραπάνω, έργα απλώς δεν παίζονται; Επί παραδείγματι, πόσο συχνά παίζονται οι πρώτες 10 συμφωνίες του Μότσαρτ; Η απάντηση είναι καθόλου συχνά. Άρα λοιπόν σε τέτοιου είδους έργα θα πρέπει να εστιαστεί ο προγραμματισμός για το έτος Μότσαρτ. Είναι σίγουρο ότι πολλοί ακροατές θα ανακαλύψουν κρυμμένα διαμάντια ανάμεσα σε τέτοιου είδους έργα και θα σπεύσουν να προσθέσουν ηχογραφήσεις τους στη συλλογή των δίσκων τους.
Πολλοί επίσης έχουν αναφερθεί στη διαχρονικότητα της μουσικής του Μότσαρτ, αλλά πολλοί λίγοι στην επαναστατικότητα του χαρακτήρα της. Ο Μότσαρτ έγραψε όπερες στη μητρική του γλώσσα, τα γερμανικά, σπάζοντας την παράδοση που ήθελε τους συνθέτες να χρησιμοποιούν την ιταλική γλώσσα ως τη μόνη αποδεκτή γλώσσα για όπερα. Άνοιξε λοιπόν το δρόμο για τη θεμελίωση του είδους της εθνικής όπερας, βασικό χαρακτηριστικό των εθνικών μουσικών σχολών που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη κατά τα χρόνια του ρομαντισμού και μετέπειτα, στον 20ο αιώνα.
Ακόμα, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και τις δυνατότητες της μουσικής του, οι οποίες ξεπερνούν τα όρια της απλής ηχητικής απόλαυσης, αλλά υπεισέρχονται σε ζητήματα φυσιολογίας. Πιο συγκεκριμένα, έχει τεκμηριωθεί και επιστημονικά ότι η ακρόαση μουσικής του αυστριακού συνθέτη βοηθά στην ανάπτυξη της νοημοσύνης των βρεφών και των μικρών παιδιών.
Τα παραπάνω, ενώ θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε άλλα ζητήματα της εποχής μας όπου διακρίνουμε την παρουσία του συνθέτη, αποδεικνύουν ότι ο Μότσαρτ δεν χρειάζεται να επικαιροποιηθεί γιατί, απλούστατα, είναι πάντα επίκαιρος.
Πώς όμως το κατάφερε αυτό; Είχε άραγε συναίσθηση της σπουδαιότητας του;
Το πρώτο ερώτημα ίσως να είναι δύσκολο να απαντηθεί. Δεν υπάρχει κάποια γνωστή ρήση του Μότσαρτ μέσα στην αλληλογραφία του (τα μόνα διασωζόμενα γραπτά του κείμενα, και μάλλον τα μοναδικά που άφησε πίσω του) όπου να δείχνει την πίστη του στο ότι η μουσική του θα είναι επίκαιρη και μετά από 250 χρόνια.
Εμμέσως απαντάται και το δεύτερο ερώτημά μας, ο Μότσαρτ έβλεπε τον εαυτό του ως ένα μεγάλο παιδί.
Ένας άνθρωπος που δεν ωρίμασε ποτέ, που τον διακατείχε μία μόνιμη παιγνιώδης διάθεση (αυτό προσπάθησε να τονίσει, και μάλλον το παράκανε, ο Μίλος Φόρμαν στην ταινία του ”Αμαντέους”). Έχει πραγματικά πολύ ενδιαφέρον για κάποιον να διαβάσει τα δύο βιβλία που κυκλοφορούν στα ελληνικά με την επιλεγμένη αλληλογραφία του Μότσαρτ (από τις εκδόσεις του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και από τις Εκδόσεις Ερατώ).
Εκεί βλέπουμε έναν άνθρωπο που ανησυχεί για τα εφήμερα, που του αρέσουν οι πλάκες και τα καλαμπούρια, που ανησυχεί για το αύριο, έναν άνθρωπο δηλαδή σαν κι εμάς, γήϊνο. Όμως συγχρόνως αυτός ο άνθρωπος έχει το θείο χάρισμα να γράφει μουσική με τέτοιο τρόπο ώστε να παραμένει επίκαιρος μέχρι και σήμερα.
Ίσως για κάποιους να γινόμαστε ιερόσυλοι με όσα λέμε, αλλά τελικά αυτή η γνώριμη φιγούρα μοιάζει να ξεπηδά και μέσα από την μουσική του. Αυτός ο καθημερινός άνθρωπος της εποχής του μιλάει απευθείας στις ψυχές άλλων καθημερινών ανθρώπων, άλλων εποχών και το κυριότερο, πολλοί τον θεωρούν, χωρίς ίσως να το κάνουν συνειδητά, οικείο και όχι απλησίαστη μεγαλοφυΐα. Η απλότητα, και όχι απλοϊκότητα, όπως νομίζουν πολλοί καθηγητές οργάνων στα ωδεία, που χαρακτηρίζει τη μουσική του Μότσαρτ είναι, στην ουσία, μαγική.
Ακόμα και στη χώρα μας θα υπάρξουν πολλές εκδηλώσεις για να τιμηθεί το έτος Μότσαρτ και καλό θα ήταν να απολαύσουν όλες αυτές τις συναυλίες όσοι περισσότεροι μουσικόφιλοι γίνεται. Θα μπορούσατε όμως να κάνετε και ένα πείραμα, σε μία από αυτές τις συναυλίες που θα πάτε, να πείσετε και έναν - δύο ανοιχτόμυαλους φίλους που δεν έχουν σχέση με την κλασική μουσική να σας ακολουθήσουν. Θα έχει ενδιαφέρον να δείτε τις αντιδράσεις τους.
Άλλωστε, όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, η μουσική του αυστριακού συνθέτη είναι για όλους και όχι για λίγους.
[Την Παρασκευή η ΕΤ1 πραγματοποιεί 24ωρο αφιέρωμα στον Αυστριακό συνθέτη, συμμετέχοντας σε μια παγκόσμια τηλεοπτική προσπάθεια. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει μεγάλες συμπαραγωγές θεάτρων και τηλεοπτικών σταθμών με βάση τη γεννέτειρα του συνθέτη.
Το κανάλι συνδέεται με διάσημες αίθουσες συναυλιών στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και την Κίνα. Συναυλίες, ντοκυμαντέρ, παραστάσεις όπερας και άλλα συμπληρώνουν το μωσαϊκό.
Το in2life θα σας ενημερώνει για τις εκδηλώσεις που επίσημα ή ανεπίσημα εντάσσονται στο ”έτος Μότσαρτ”].
(*) Ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο, πτυχίο Αρμονίας (τάξη Μ. Παυλοπούλου) και Πτυχίο Αντίστιξης (τάξη Γ. Καστρινού). Έπειτα σπούδασε στην Αγγλία σε προπτυχιακό επίπεδο στο Πανεπιστήμιο του Sheffield στο τμήμα μουσικών σπουδών και έλαβε το πτύχιο Βachelor in Music (BMus). Κατά τα χρόνια των προπτυχιακών του σπουδών διετέλεσε αρχιμουσικός της Students Symphony Orchestra και της String Orchestra του συλλόγου φοιτητών του ίδιου Πανεπιστημίου, ενώ παράλληλα κατείχε και την θέση του βοηθού μαέστρου στη Sheffield Youth Orchestra.
Έχει διευθύνει την Festival Symphony Orchestra και την Chamber Orchestra του πανεπιστημίου του Sheffield. Κατά το ακαδημαϊκό έτος 2002-2003 συνέχισε στο ίδιο πανεπιστήμιο στο μεταπτυχιακό τμήμα Master in Music με αντικείμενο τη μουσικολογική έρευνα, καθώς και τη διεύθυνση ορχήστρας. Τα μαθήματα διεύθυνσης γίνονταν με τον Edward Warren στο Royal Northern College of Music (RNCM). Στον τομέα της μουσικολογίας είχε ως επιβλέποντα καθηγητή, τον Dr George Nicholson. Το καλοκαίρι του 2002 έκανε την επιμέλεια για την όπερα του Μανώλη Καλομοίρη ”Ανατολή”, η οποία ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς.
πηγή: Classicalmusic.gr