«Ο θάνατος του ιερού ελαφιού» είναι καλό σινεμά

Το «Ελάφι» πηγαίνει το σινεμά του Λάνθιμου ένα βήμα παραπέρα και, είτε το μισήσεις, είτε το αγαπήσεις, η εμπειρία της θέασής του δίνει γενναιόδωρη μερίδα τροφής για σκέψη.
«Ο θάνατος του ιερού ελαφιού» είναι καλό σινεμά
του Γιώργου Κόκουβα

Το σφίξιμο στο στομάχι είναι το πρώτο σύμπτωμα. Αυτό που σε πιάνει σε κάθε κινηματογραφικό ταξίδι με οδηγό τον Γιώργο Λάνθιμο. Αλλά το στομάχι δεν είναι αυτό που καλείται να «αντέξει» τα περισσότερα στις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου. Το όργανο που «υποφέρει» περισσότερο είναι ο εγκέφαλος. Κι αυτό είναι το καλύτερο κομμάτι στην εμπειρία που λέγεται «Θάνατος του ιερού ελαφιού».

Η υπόθεση:
Ένας επιτυχημένος καρδιοχειρουργός (Κολίν Φάρελ) ζει στο πλούσιο σπίτι του με την οφθαλμίατρο σύζυγό του (Νικόλ Κίντμαν), την κόρη του, ανερχόμενο αστέρι της χορωδίας του σχολείου της και τον μικρότερο γιο του, με τα μακριά μαλλιά του να κρύβουν μονίμως δύο ακουστικά στα αυτιά του. Κρυφά από αυτούς, ο πάτερ φαμίλιας συναντά ένα αλλόκοτο αγόρι, που σταδιακά μπαίνει στη ζωή της οικογένειας και αποκαλύπτει τους πραγματικούς λόγους που τους προσέγγισε. Ένα ένοχο μυστικό του πατέρα από τα πάθη του παρελθόντος του βγαίνει στην επιφάνεια και τότε κάτι μεταφυσικό συμβαίνει: Μια ασθένεια πλανάται πάνω από το «τέλειο σπίτι» και κρίσιμες αποφάσεις πρέπει να παρθούν.



Η κριτική:
Ως θρίλερ θα ακούσετε πολλούς να παρουσιάζουν το νέο πόνημα του Λάνθιμου. Αλλά το «Ελάφι» δεν είναι ακριβώς θρίλερ. Είναι ένας ψυχολογικός εφιάλτης που συνεχίζεται βασανιστικά για δύο ώρες, αλλά μετά δεν θέλεις να ξυπνήσεις. Ένα παιχνίδι με την έννοια του θεού, της ηθικής, της ύβρεως και της εκδίκησης. Μια κλειστοφοβική αλληγορία, όπου – όπως μας συνηθίζουν τα προσεγμένα στη λεπτομέρειά τους σενάρια του Γιώργου Λάνθιμου και του Ευθύμου Φιλίππου, τίποτα δεν είναι (μόνο) αυτό που φαίνεται.

Ναι, αν αρκείστε στο πρώτο επίπεδο, θα βγείτε από την αίθουσα ελαφρώς υπνωτισμένοι (και πιθανώς με δυσάρεστα συναισθήματα) από μια ιστορία εκδίκησης με μεταφυσικές προεκτάσεις. Αν αγαπάτε την αρχαία τραγωδία, θα βρείτε το φλερτ του σεναρίου με την Ιφιγένεια και την Μήδεια τουλάχιστον γαργαλιστικό. Αν προσέξετε τις θεολογικές αναφορές, θα έχετε ακόμα περισσότερα πράγματα να σκεφτείτε μετά τους τίτλους τέλους. Κι αν πιάσετε το νήμα του σεναρίου από την ψυχολογική του άκρη, θα ανοιχτεί μπροστά σας η πιο απλή, αλλά μεγαλοφυής σύλληψη, μια σπουδή στο τραύμα που μπορούν να μας προκαλέσουν οι ενοχές και ποιος είναι ο μονόδρομος για να το ξεπεράσουμε για να πάμε παρακάτω.

Σκεφτείτε όλη την οικογένεια της ταινίας σαν μια ψυχή και αναλογιστείτε τις ιδιότητες του καθενός: Ο πρωταγωνιστής είναι ένας καρδιολογός - η καρδιά, σα να λέμε. Η σύζυγός του είναι οφθαλμίατρος – τα μάτια. Κι ως γνωστόν, αλλιώς βλέπουν τα πράγματα τα μάτια, κι αλλιώς η καρδιά μας. «Σιγά μην εμπιστευτώ μια οφθαλμίατρο – η κατάσταση απαιτεί “πραγματικούς γιατρούς” για ένα έγκυρο πόρισμα», λέει λίγο-πολύ σε κάποιο σημείο ο πρωταγωνιστής στη σύζυγό του. Η καρδιά δεν εμπιστεύεται πάντα αυτό που βλέπουν τα μάτια. Αλλιώς διαχειρίζεται ένα τραυματικό συμβάν η ψυχή κι αλλιώς η λογική.

Ο παράξενος νεαρός που εισβάλλει στο σπίτι είναι προσωποποιημένη η ενοχή, η συνείδηση. Κι αν δεν ξέρεις να διαχειρίζεσαι τις ενοχές, τι κάνουν; Σου παραλύουν τη ζωή. Το είναι σου. Τις αισθήσεις σου. Τα παιδιά σου, ας πούμε – δεν είναι τυχαίο που παραλύουν τα πόδια τους, ούτε τυχαίες οι ιδιότητές τους: Η κόρη, που τραγουδά και ο γιος, που ακούει μουσική μοιάζουν να είναι η ομιλία και η ακοή, τα υπόλοιπα δηλαδή αισθητήρια όργανα της πραγματικότητας ενός ανθρώπου. Καθόλου τυχαίο επίσης και το φετίχ του πρωταγωνιστή: Φτιάχνεται μόνο με την γυναίκα του να παριστάνει ότι βρίσκεται υπό γενική αναισθησία.

Εκεί έγκειται κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος και το ζουμί του σεναρίου: Οι ενοχές ταλανίζουν έναν άνθρωπο, παραλύουν τον τρόπο που βιώνει την πραγματικότητα και για να «θεραπευτεί», πρέπει να θυσιάσει κάτι από τον εαυτό του, ώστε να πάει παρακάτω.

Αυτή φυσικά είναι μία ερμηνεία για το πώς μπορεί κανείς να αναγνώσει την ταινία. Ο Φάρελ, παράλληλα, παρουσιάζεται ως Αγαμέμνωνας, που σκότωσε το ιερό ελάφι και πρέπει να υποστεί τις συνέπειες, αλλά και ως θεάνθρωπος (με την εξουσία που του δίνει η δυνατότητα να σώζει ή να στερεί ζωές στο χειρουργικό του τραπέζι) που τίθεται σε πειρασμό από τον Διάβολο: Στη σκηνή που το αγόρι καλεί τον Φάρελ στο σπίτι του να γνωρίσει τη μητέρα του και να δουν μαζί τη «Μέρα της Μαρμότας», δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις την πίεση που νιώθεις όταν εγκλωβίζεσαι σε μία κατάσταση - σε ένα αρνητικό συναίσθημα ή στην κατάθλιψη, για παράδειγμα.

Πρέπει να κατέβει κανείς στα «υπόγεια» του μυαλού του, στο υποσυνείδητο, εκεί που γίνεται η πραγματική πάλη. Στο υπόγειο του φαινομενικά τέλειου σπιτιού θα παιχτεί και μια μεγάλη μάχη του πολέμου κόντρα στον εισβολέα. Και κάπως έτσι έρχεται η κορύφωση μιας πράξεως σπουδαίας και τελείας, μια δύσκολη απόφαση που μεταφράζεται σε μια βασανιστική σκηνή δραματικής κλιμάκωσης που, όπως θα ήθελε και ο Αριστοτέλης, οδηγεί στην κάθαρση.

Στα τεχνικά κομμάτια της ταινίας, τα πλάνα του Λάνθιμου είναι πιο καίρια από ποτέ – υπάρχει μεν περισσότερη κίνηση από τις προηγούμενες ταινίες του, αλλά εξακολουθεί να χειρίζεται υπέροχα τον εκτός κάδρου χώρο, τις δράσεις που υπονοούνται αντί να προβάλλονται, ενώ η σύνθεση των κάδρων έχει μεγαλύτερη δυναμική από ποτέ, με λήψεις από ψηλά, χρυσές τομές και σπασμένες συμμετρίες που δίνουν επικό χαρακτήρα στο αισθητικό κομμάτι.

Ο μονότονος λόγος των λανθιμικών ηρώων είναι και πάλι εδώ, αλλά δεν χαρακτηρίζει την ταινία, όπως στον Κυνόδοντα ή τις Άλπεις. Αυτή τη φορά, ο Λάνθιμος επέλεξε έναν δρόμο πιο ρεαλιστικό, σε έναν πραγματικό (αλλά πεντακάθαρο σαν χειρουργείο) κόσμο, ο οποίος καταφέρνει να ενσωματώσει τέλεια το σύμπαν του σεναρίου. Οι ερμηνείες είναι to the point από τον εύθραυστο Farrell και την αγέρωχη Kidman, αλλά την παράσταση κλέβει η φιγούρα της νέμεσης, του νεαρού Barry Keoghan που υποδύεται έναν άγγελο και έναν δαίμονα ταυτόχρονα, μια ερμηνεία που δεν αποκλείεται να μεταφραστεί σε οσκαρική υποψηφιότητα.

Αθροιστικά, όλα τα τεχνικά κομμάτια δουλεύουν υπέροχα, δεμένα με κινηματογραφική γλώσσα που μαρτυρά δημιουργούς με φιλοσοφία και προσωπικότητα, ενώ τα επίπεδα νοημάτων – όσα από αυτά κι αν επιλέξετε να δείτε, είναι σε κάθε περίπτωση τροφή για σκέψη σχετικά με την ανθρώπινη φύση.

Εν ολίγοις, ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Ευθύμης Φιλίππου καταφέρνουν με το «Ιερό Ελάφι» να συνεχίσουν την «παράδοσή» τους στην δημιουργία ενδιαφέροντος, παράξενου, αλλά σπαρταριστού σινεμά που δεν μπορεί να σε αφήσει αδιάφορο.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v