Cafe Society: Η επιστροφή του Γούντι Άλεν

Ο Γούντι επιστρέφει για φέτος με μια αδιάφορη ρομαντική κομεντί που διαδραματίζεται μεταξύ Νέας Υόρκης και Λος Άντζελες τη δεκαετία του ’30.
Cafe Society: Η επιστροφή του Γούντι Άλεν
του Λουκά Τσουκνίδα

Για ακόμη μία φορά ο Γούντι Άλεν επιστρέφει στις οθόνες μας με μία ταινία που έχει αποσπάσει θετικά σχόλια, αν και δεν υπόσχεται και τίποτε διαφορετικό από αυτό που περιμένουμε. Κάποιες φορές αυτό βγαίνει σε καλό, το “Cafe Society”, όμως, είναι μία ταινία που δεν διαθέτει τίποτε από τη γοητεία που περιμένει κανείς από μία αξιόλογη γουντιαλενική δημιουργία και κανένα άλλο ενδιαφέρον, κινηματογραφικό ή, έστω, εικαστικό. Είναι μία ακόμη δουλειά σε αυτόματο πιλότο, από εκείνες που δεν έχουν τίποτα να δώσουν στον θεατή, παρά μόνο απαλλάσσουν τον δημιουργό από ένα ακόμη πρότζεκτ που σκονιζόταν στο συρτάρι του.

Η υπόθεση

Ο Μπόμπι Ντόρφμαν έχει βαρεθεί να δουλεύει στο εργαστήριο του πατέρα του στο Μπρούκλιν κι έτσι αποφασίζει να αναζητήσει την τύχη του στο λαμπερό Λος Άντζελες, εκεί όπου ο θείος του, Φιλ Στερν, θριαμβεύει επαγγελματικά ως ένας απ' τους πιο πετυχημένους ατζέντηδες του Χόλιγουντ. Για καλή του τύχη, ο Φιλ του δίνει δουλειά, πρόσβαση σε γνωριμίες και μία υπέροχη συνοδό, τη Βόνι, να του μάθει τα κατατόπια. Όταν ο Μπόμπι και η Βόνι ερωτεύονται, όμως, τα πράγματα περιπλέκονται...



Η κριτική

Για να μην τον αδικήσω, οφείλω να πω ότι, κατά τη γνώμη μου, το να κάνει μέτριες ταινίες, είναι για τον Γούντι Άλεν μία συνειδητή επιλογή. Εκεί που θα μπορούσε να κάνει μία ταινία κάθε 3-4 χρόνια, εκείνος έχει επιλέξει να κάνει μία ταινία κάθε χρόνο (και λιγότερο, ίσως) τσαλακώνοντας τα ποσοστά του, μένοντας, όμως, αδιάκοπα μέσα στο κινηματογραφικό παιχνίδι. Κι έτσι, έχει φτάσει να “βρίσκει στόχο” σε ένα ποσοστό 25%, δηλαδή 1 στις 4 ταινίες του να είναι άξια λόγου, ενώ οι άλλες 3 είναι... τούβλα.

Το “Cafe Society”, σίγουρα, δεν είναι αυτή η μία, η καλή της τετράδας. Είναι μία ρομαντική κομεντί που διαδραματίζεται στη δεκαετία του '30, μεταξύ Νέας Υόρκης και Λος Άντζελες ή Μπρούκλιν και Χόλιγουντ, όπου δύο κόσμοι αναμιγνύονται μέσα από την εμπειρία ενός νεαρού που αποφασίζει ν' αφήσει το Μεγάλο Μήλο για να φτιάξει τη ζωή του στην ηλιόλουστη Καλιφόρνια, δίπλα στον πετυχημένο θείο του. Είναι ένα ρομάντσο, από εκείνα που ο Γούντι Άλεν μπορεί να γράψει σε μισή διαδρομή του μετρό, ένα ερωτικό τρίγωνο όπου ένα κορίτσι της συνηθισμένης, ηπειρωτικής Αμερικής, βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άντρες απ' τις δύο ακτές της, που κάθε μια έχει τη δική της γοητεία, όπως άλλωστε και η μυστηριώδης ενδοχώρα.

Δεν ξέρω, βέβαια, αν αυτό είναι σύμπτωση ή μέρος του κόνσεπτ, αλλά είναι το μοναδικό ενδιαφέρον πράγμα που μπόρεσα να εντοπίσω στην ταινία, όπου, στην κυριολεξία, δε γίνεται τίποτα απολύτως. Και συνεπώς, τίποτα που να δικαιολογεί όσα κολακευτικά έχουν γραφτεί μετά την λαμπερή πρεμιέρα την πρώτη βραδιά του Φεστιβάλ των Κανών.

Ναι, ο Μπόμπι Ντόρφμαν εμφανίζεται στο Λος Άντζελες ως ένας αδαής Νεοϋορκέζος (ότι και αν σημαίνει αυτό), αποφασισμένος να τα καταφέρει χωρίς ωστόσο να δείχνει και ότι είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα για να το πετύχει. Παρ' ολ' αυτά, η μόνη δυσκολία που συναντά είναι ότι ερωτεύεται την ερωμένη του θείου του, ο οποίος, απ' την πλευρά του, δε μοιάζει και τόσο κακός για 'κείνη. Γενικώς, δε μοιάζει καθόλου κακός. Αυτό! Τίποτε άλλο, πέρα απ' τη γνωριμία με μερικούς άλλους συμπαθείς πετυχημένους σαν τον θείο του. Τέτοια είναι η βαρεμάρα στο Ελ Έι, που ο Μπόμπι αποφασίζει να επιστρέψει για να γίνει μάνατζερ στο νάιτ κλαμπ του αδερφού του που όλη η οικογένεια ξέρει ότι είναι γκάνγκστερ και φονιάς. Εκεί, στο νάιτ κλαμπ (!!!), γνωρίζει ένα κορίτσι για σπίτι, παντρεύεται και κάνει παιδί...

Εντάξει, η ταινία έχει και μερικά ακόμη αφηγηματικά στοιχεία, κάποια παράλληλα περιστατικά με ήρωες τα μέλη της οικογένειας του Μπόμπι, αλλά και πολλά παλιομοδίτικα αστεία για την εβραϊκή κουλτούρα, αστεία που μάλλον είναι μία συλλογή από αυτοσαρκαστικές ατάκες του Γούντι Άλεν που μας ταξιδεύουν πολύ πίσω στην αρχαία καριέρα του ως stand-up κωμικός. Δυστυχώς, όμως, τίποτε δε μπορεί να γεμίσει τα τεράστια κενά στην ανούσια πλοκή της, να δώσει βάθος στους ανύπαρκτους χαρακτήρες της και να τη σώσει απ' το να είναι, ίσως, η πιο βαρετή, στην κυριολεξία, ταινία του ακούραστου δημιουργού. Που δε φαίνεται, πάντως, να σκάει και πολύ για το αν και πόσο κουράζει τους άλλους.

Το χειρότερο απ' όλα, όμως, είναι η πλήρης αποτυχία του να πάρει κάτι αξιόλογο απ' το πλούσιο καστ που μοιάζει να είναι εκεί απλώς για να τσεκάρει το κουτάκι δίπλα στη φράση “ταινία με τον Γούντι Άλεν”. Ο Τζέσε Άιζενμπεργκ διαφοροποιείται μεν από άλλους “κλώνους” του βασικού γουντιαλενικού χαρακτήρα, αλλά μόνον εφαρμόζοντας μηχανικά τις γνωστές μανιέρες του, χωρίς ίχνος ζωντάνιας. Η Κρίστεν Στιούαρτ δεν κάνει τίποτα το ιδιαίτερο, δεν δικαιολογεί καν την υποτιθέμενη ακαταμάχητη γοητεία του χαρακτήρα της, ενώ ο Στιβ Κάρελ δεν έχει ούτε μία χιουμοριστική σκηνή, παρ' ότι πρόκειται για κωμωδία κι είναι ο μοναδικός κωμικός του καστ. Ο Κόρεϊ Στολ, πάλι, κυκλοφορεί σαν καρικατούρα με μια κακή περούκα την ώρα που η Μπλέικ Λάιβλι, κυριολεκτικά, δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο ύπαρξης μέσα στην ταινία. Κοινώς, είναι μια γλάστρα πολυτελείας.

Το “Cafe Society” είναι μία από τις (πολλές πια) χειρότερες δουλειές του Γούντι Άλεν, μία άχρωμη, αδιάφορη και αδικαιολόγητη ταινία.

Βγαίνουν ακόμη:
Η μέτρια υπερηρωϊκή ταινία δράσης “Suicide Squad”, το σίκουελ δράσης “Mechanic: Resurrection” και το δικαστικό θρίλερ “The Whole Truth”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v