Mountains May Depart: Μια υπέροχη ταινία… με όραμα

Ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ασιάτες δημιουργούς μας παρουσιάζει την Κίνα του χτες και του αύριο μέσα από μια ιστορία γεμάτη βάθος, ανθρωπισμό και συμβολισμούς.
Mountains May Depart: Μια υπέροχη ταινία… με όραμα
του Λουκά Τσουκνίδα

Ο Τσία Τζαν-κε είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες κινέζους δημιουργούς των ημερών μας (ίσως, τολμώ να ψελλίσω, πιο πολύ κι απ' τον Άι Γουέι-γουέι), εξαιρετικός στο να βλέπει την πατρίδα του, ταυτόχρονα, με τα μάτια του παρατηρητή κι εκείνου που τη βιώνει, όσο και να ερεθίζει τις ευαίσθητες χορδές του εθισμένου στη λογοκρισία κρατικού μηχανισμού της. Το “Mountains May Depart” είναι ακόμη μια εκδοχή της εμπειρίας του να είσαι κινέζος στην αυγή της νέας χιλιετίας υπό το νέο “υβριδικό” καθεστώς, ένα τρίπτυχο μελόδραμα που ρίχνει φως σε πληγές που μένουν ανοιχτές και υπονοεί, ίσως, το πώς θα μπορούσαν να κλείσουν.

Η υπόθεση
Βρισκόμαστε στην αλλαγή του αιώνα σε μια επαρχία της Κίνας. Η όμορφη, ανέμελη Τάο πολιορκείται ερωτικά απ' τον εργάτη Λιαν-τζι και τον νεόπλουτο Ζανγκ Τζιν-σενγκ. Χωρίς πολλή σκέψη, υποκύπτει στη γοητεία και τις προοπτικές του δεύτερου, οδηγώντας τον πρώτο στην αυτοεξορία, στα ορυχεία του Βορρά. Δεκαπέντε χρόνια μετά, οι δυο τους ξανασμίγουν σε μια Κίνα που έχει αλλάξει πολύ, μα όχι ακόμη τόσο όσο θα έχει αλλάξει το 2025 αν συνεχίσει με τον ίδιο ρυθμό...



Η κριτική
Η ζωή των τριών πρωταγωνιστών του Τζαν-κε σκιαγραφείται σε τρεις διαφορετικές περιόδους, δοσμένες οπτικά με τρία διαφορετικά “μεγέθη” κινηματογραφικής εικόνας, ένα στενό για το παρελθόν, ένα πιο ευρύ για το παρόν κι ένα ακόμη ευρύτερο για το υποτιθέμενο μέλλον, όπου η μισή Κίνα μοιάζει να έχει μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Σε συνδυασμό με τις επιλογές των κάδρων του, ο σκηνοθέτης δημιουργεί σε κάθε περίοδο την αντίστοιχη επιθυμητή αίσθηση της σχέσης των σκιαγραφούμενων προσώπων με τον τόπο γύρω τους: οικειότητα, αποσύνδεση, απομόνωση.

Το “Mountains May Depart” ξεκινά με έναν πρωτοχρονιάτικο ομαδικό χορό υπό τους ήχους του “Go West” και τελειώνει με το ίδιο κομμάτι, σε διαφορετικό αυτή τη φορά πλαίσιο. Η εμβατηριακή ποπ παρότρυνση, αφελής όσο και ξεσηκωτική, είναι ενδεικτική του ενθουσιασμού με τον οποίο η Κίνα μπήκε σ' αυτή τη νέα εποχή της ιστορίας της και οι Κινέζοι υποδέχτηκαν τις νέες προοπτικές, εκείνες του να γίνουν “σαν τη Δύση” και να κυνηγήσουν αυτό που μέχρι τότε ήταν απαγορευμένος καρπός: Μια υλική ευημερία χωρίς όρια. Ο έρωτας όμως δεν ευνοεί πάντα τα τρίγωνα κι έτσι η Τάο (ή μήπως η Κίνα;) πρέπει να διαλέξει σε ποιον θα δείξει την εύνοιά της, σε ποιον θα εμπιστευτεί το μέλλον της, στον εργάτη ή τον μπίζνεσμαν; Αν και ο μπίζνεσμαν νικά, ο εργάτης δεν παύει να υπάρχει, παραμένει η κινητήριος δύναμη μιας οικονομίας που δε νοιάζεται πια (αν νοιαζόταν ποτέ) για τις παραγωγικές μονάδες της παρά μόνο για τους ρυθμούς παραγωγής της.

Το πρώτο μέρος της ιστορίας του Τζαν-κε μοιάζει και το πιο αυθεντικό, οι χαρακτήρες κουβαλούν ακόμη την αθωότητά τους και οι ρόλοι που ξεκινούν να παίζουν δεν φαίνονται να είναι διακριτοί απ' τους ίδιους. Όταν περνάμε στο παρόν, η καινούργια τους ζωή δεν αφήνει περιθώρια για μύθους, όσοι προσαρμόστηκαν, προσαρμόστηκαν και όσοι περίμεναν κάτι άλλο, οι κλαυθμοί και οι οδυρμοί τους δεν έχουν πια κανένα νόημα. Η ζωή των ηρώων μας έχει πάρει τροπή προς το τραγικό, την ώρα που ο γέρος πατέρας της Τάο, εκπρόσωπος μιας γενιάς που δεν κατάλαβε ποτέ σε τι απέτυχε και γιατί έρχεται αυτή η ραγδαία αλλαγή ή γιατί ενθουσιάζει τόσο τους πάντες, αφήνει την τελευταία του πνοή χωρίς δράματα, μία συνηθισμένη μέρα ακολουθώντας την επί χρόνια απαράλλακτη ρουτίνα του...

Είναι το τρίτο μέρος, μία υπόθεση του Τζαν-κε για το κοντινό μέλλον, που έχει συγκεντρώσει τις μοναδικές αρνητικές κριτικές, επειδή η κυρίως γλώσσα είναι πια η αγγλική (η γλώσσα της Δύσης) και οι ερμηνείες δεν μοιάζουν το ίδιο φυσικές με εκείνες στην υπόλοιπη ταινία. Και όμως, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Τζαν-κε δείχνει στο παρόν του πόσο λάθος ήταν η εκτίμηση των ηρώων του για το κοντινό μέλλον τους στο πρώτο μέρος, η δική του απαισιόδοξη εκδοχή για το επερχόμενο μέλλον δε θα μπορούσε παρά να μοιάζει σαν κατασκευή. Η εικόνα της εκφυλισμένης κινέζικης ομογένειας στη Μελβούρνη, όπου ο γιος της Τάο δε θυμάται τη γλώσσα και τη μάνα του, δείχνει σαν χάρτινος πύργος που μπορεί να καταρρεύσει αν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι σταματήσουν να τρέχουν προς τα εκεί και σκεφτούν πού θα ήθελαν να πάνε αντ' αυτού και με τι τρόπο. Ή ακόμη-ακόμη, αν θα ήθελαν να μείνουν εκεί που είναι.

Γνώμη μου είναι ότι δημιουργοί με τόσο συνεπές έργο και εμμονή στη θεματολογία τους όπως ο Τσία Τζαν-κε δεν κάνουν λάθη που βγάζουν μάτι ή επιλογές που αφήνονται στην τύχη. Η ταινία του, έμφυτα ανθρωπιστική, γεμάτη από μικρές λεπτομέρειες και συμβολισμούς που συνοδεύουν κι ενισχύουν τον κεντρικό του προβληματισμό (όπως ότι τα δύο τραγούδια που πυροδοτούν αισιοδοξία κι ευφορία στην ηρωίδα είναι σε γλώσσα που δεν καταλαβαίνει), καταφέρνει αν μη τι άλλο να κάνει μία τοπική υπόθεση να δείχνει παγκόσμια αμβλύνοντας τις ιδιαιτερότητες που μας κρατούν στη θέση του θεατή για να μας φέρει στη θέση των ηρώων. Οι υπέροχες ερμηνείες, ακόμη και στο αμφιλεγόμενο τρίτο μέρος, είναι μία ακόμη απόρροια ενός καθαρού κινηματογραφικού οράματος.

Το “Mountains May Depart” είναι μια υπέροχη ταινία.

Βγαίνουν ακόμη:
Το ενδιαφέρον δανέζικο πολεμικό δράμα “A War”, η περιπέτεια “The Finest Hours”, το γεμάτο απιθανότητες γερμανοελληνικό δράμα “One Breath”, η κωμωδία “Pride and Prejudice and Zombies”, η ταινία κινουμένων σχεδίων “Kung-Fu Panda 3” και, σε επανέκδοση, το “Der Fall O.” του Ράινερ Σιμόν.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v